Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων
9. Ποιοῦ δάκρυσε ἡ καρδιά;
ΠΩΣ ΑΠΟ ΓΗ —ἀπὸ πηλό, ἀπὸ χῶμα— ἔγινες,
κρατιόσουν μέσα της, μαζί της ὁ βίος σου,
καὶ τώρα ὅλα τἄχεις σὰν ἕνα τίποτα, σοῦ φαίνονται σκιά,
τὰ προσπερνᾶς ὅλα καὶ μόνο ἐμένα ζητᾶς;
Γιὰ μένα θέλεις νὰ μιλᾶς, νὰ διηγεῖσαι γιὰ μένα,
νὰ μὲ βλέπεις, ἂν εἶναι μπορετό, κάθε στιγμή σου,
οὔτε ὕπνο νὰ ἔχεις, οὔτε νὰ τρῶς, οὔτε νὰ πίνεις
ἢ νὰ ντύνεις τὸ σῶμα σου δὲν σὲ νοιάζει καθόλου,
ἀλλὰ ὅπως δέντρα στὸν δρόμο καὶ ξύλα, ποὺ βλέπει ὅποιος βαδίζει,
ἔτσι σοῦ φαίνονται ὅσα ὁ κόσμος λέει δόξες,
σὰν ἕνα τίποτα τ’ ἀφήνεις στὸν δρόμο ποὺ εἶσαι τοῦ βίου σου,
χωρὶς νὰ τριγυρνάει τὸ μάτι τοῦ νοῦ σου,
δὲν ἀφήνεις ν’ ἀποβλέψει ἐκεῖ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς σου,
ἐμένα σκέφτεσαι, μόνο ἐμένα θυμᾶσαι
μ’ ἀγαπᾶς, ὅπως κανεὶς ἀπὸ τοὺς γύρω σου.
Ἔχεις ἀκούσει, μιλᾶνε γιὰ μένα συχνά.
Τίνος σκιρτάει ἡ καρδιὰ ὅταν ἀκούσει τ’ ὄνομά μου,
ἀνοίγει ἀμέσως στὴν ἀγάπη καὶ τὸν πόθο;
Ποιοῦ δάκρυσε ἡ καρδιὰ ποὺ μὲ θυμήθηκε μόνο;
Τοὺς θείους λόγους κι ἐντολὲς μὲ δύναμη
ποιός ζήτησε νὰ μάθει, νὰ φυλάξει;
Ὅπως ἐσύ, ποιός μὲ σκέφτηκε, Θεὸ ἀπ’ ὅλα πέρα
κι ἀμέσως πόθησε σὲ μένα μόνο νὰ δουλεύει
γιὰ τοῦτο καὶ γονεῖς καὶ ἀδελφοὺς καὶ σπίτι,
τὴ γῆ του μαζὶ καὶ τοὺς συγγενεῖς, τοὺς γείτονες, τοὺς φίλους
ἔτσι τὰ λησμόνησε κι ἔτσι ἦρθε κοντά μου
σὰν ποτέ του νὰ μὴν εἶδε κανένα τους,
νὰ μὴ γνώρισε στὴ γῆ ἄνθρωπο μέσα στὸν κόσμο …
Μόνο λόγια αὐτὰ κι ἀσήμαντα γιὰ τοὺς ἀναίσθητους,
γιὰ μένα εἶναι μεγάλα, γιὰ μένα ποὺ καταλαβαίνω, εἶναι ὑψηλά.
Ποιά ἐξουσία καὶ ποιός θρόνος μεγάλος στὴ γῆ
ἢ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ λένε ὅτι ἀπὸ μένα κυβερνοῦν καὶ βασιλεύουν
ἢ ὅτι ἐκπροσωποῦν τοὺς θείους ἀποστόλους μου,
τὸ κατάλαβε αὐτὸ ἢ μπόρεσε νὰ τὸ φυλάξει,
τὸν καιρὸ ποὺ τηροῦσε τὴν ἐντολή μου καὶ τὸν νόμο,
νὰ βλέπει Ἕνα σὲ ὅλους, συγγενεῖς καὶ ξένους,
πλούσιους καὶ φτωχούς, ἄγνωστους καὶ διάσημους,
τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς ἀδύνατους τὸ ἴδιο; …
Φανερώνομαι ἀληθινά, δείχνομαι φιλάνθρωπα,
σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὅσο μὲ δέχεται
μεταμορφώνομαι· δὲν τὸ παθαίνω ἐγὼ
ἀλλὰ ὅσοι παίρνουν ἀξία νὰ μὲ βλέπουν.
Δὲν ἔχουν δύναμη ἀλλοιῶς, οὔτε ἀντέχουν περισσότερο,
οἱ ἴδιοι : ἄλλοτε βλέπουν ἥλιο καθαρά,
ὅταν ἔχουν καθαρὸ τὸν νοῦ τους,
ἄλλοτε ἄστρο, ὅταν βρεθοῦν κάτω ἀπ’ τὸ γνόφο
τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ τὴ νύχτα – ὅμως
Φωτιὰ καὶ Λάμψη μὲ κάνει ἡ ζέστη τῆς ἀγάπης,
ὅταν σὰν κάρβουνο ἀνάψει μέσα σου ἡ φιλία.
[Ὕμνος ΚΒ’, στ. 96-123, 129-138, 162-172]
10. Τροφὴ τῶν θηρίων
ΓΙΑΤΙ τὰ πάντα σοῦ ἐξηγῶ;
Γιατί νὰ ἑρμηνεύω προσπαθῶ;
Ἂν ὁ ἴδιος δὲν τὰ δοκιμάσεις
ἂν δὲν καταλάβεις μόνος σου
ἀδύνατο νὰ μάθεις.
Πῶς θὰ μάθεις, ἀπορεῖς, θὰ πεῖς :
ἀλίμονο, πῶς γίνεται, γιατί ἀγνοῶ;
Ἡ ἄγνοια μακριὰ μὲ κρατάει ἀπ’ τὰ καλά,
ἀλίμονο, πόσο ὑστερῶ!
Καὶ θὰ τρέξεις νὰ μάθεις,
γνωστικὸς βέβαια ν’ ἀποκαλεῖσαι.
Ἂν ἀγνοεῖς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου,
ὁ χαρακτήρας σου ποιός εἶναι, πῶς ζεῖς,
μὲ ποιό τρόπο θὰ πάρεις γνώση τοῦ δημιουργοῦ,
πῶς θὰ γίνει ν’ ἀποκληθεῖς πιστός,
καὶ πῶς θὰ γίνει ἄνθρωπος νὰ ὀνομαστεῖς,
τὴν ὥρα ποὺ εἶσαι βόδι, μπορεῖ θηρίο;
Κάποιο ἄλογο θὰ γίνεις ζῶο
ἢ χειρότερο ἀπ' αὐτά,
ὅσο ἀγνοεῖς ποιὸς σὲ δημιούργησε.
Ἐκεῖνον ἀγνοώντας,
νὰ πεῖ ὅτι εἶναι λογικὸς
ποιός θὰ τολμήσει;
Δὲν γίνεται!
Γιατὶ πῶς λογικός,
ὅταν τοῦ λείπει ὁ λόγος;
Ἂν τοῦ λείπει ὁ λόγος
εἶναι στὴν τάξη τοῦ ἄλογου.
Ἂν τὸν ὁδηγήσουν ἄνθρωποι,
εἶναι βέβαιο, θἄχει σωθεῖ.
Ἂν ὅμως δὲν θέλει, καὶ τρέχει
στὰ βουνὰ καὶ στὰ φαράγγια,
θὰ γίνει τροφὴ τῶν θηρίων,
ὅπως ἀρνὶ ποὺ ἔχει χαθεῖ.
Παιδάκι μου! Αὐτά κάνε,
αὐτά φρόντιζε, μή κατρακυλήσεις.
[Ὕμνος ΚΓ’, στ. 517-549]
συνεχίζεται...
Ἐπιλογὴ - μετάφραση : Γ. Βαλσάμης
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου