Γράφει ο Φώτης Κόντογλου ότι «Τό σπουδαίο αυτό νησί λεγότανε Λέσβος στ’ αρχαία χρόνια, και Μυτιλήνη ήτανε η πρωτεύουσά του. Στάθηκε δοξασμένο από τα παμπάλαια χρόνια, πού ήτανε πρωτεύουσα της Αιολίδας. Οι Αιολείς ήτανε μια από τις τρεις ελληνικές φυλές, κ’ Αιολίδα λεγότανε η χώρα πού κατοικούτανε, από τον Ελλήσποντο, τα σημερινά Δαρδανέλια, ίσαμε τον Έρμο ποταμό, τούρκικα Γκεντίζ-τσάι, βορινά από τη Σμύρνη. Συμπεραίνω πως η Μυτιλήνη ήτανε η μητρόπολη της Αιολίδας, κι όχι καμμιά άλλη από τις δώδεκα πλούσιες πολιτείες πού ήτανε χτισμένες απάνω στη μεγάλη στεριά της Μικράς Ασίας, γιατί το νησί ήτανε περισσότερο ασφαλισμένο, επειδής ήτανε τριγυρισμένο από θάλασσα, και γιατί οι Αιολείς ήτανε σπουδαίοι θαλασσινοί…
«…το βλογημένο νησί έβγαλε σπουδαίους ποιητές και μουσικούς, όπως είναι ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Αρίων, ο Τέρπανδρος, και φιλόσοφους, σαν τον φημισμένον Πιττακό. Αλλά και στα σημερινά χρόνια έβγαλε ανθρώπους πού επιδίνονται στα γράμματα καί στις τέχνες, κ’ οι άνθρωποι πού κατοικούνε απάνω του είναι ξεχωριστοί για τη ζωντάνια τους καί για τον ποιητικό χαραχτήρα τους, που έχει τη θέρμη της Ανατολής.
Ωστόσο, όπως όλα τα πράγματα σε τούτον τον άστατον τον κόσμο, έτσι κ’ η Μυτιλήνη ξέπεσε από το μεγαλείο της καί ξεχάστηκε, προ πάντων ύστερα από τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο. Κατά τα βυζαντινά χρόνια, στη Μυτιλήνη στέλνανε εξορία όσους καταδικάζανε σ’ αυτή την τιμωρία.
Από τα 1000 μ. Χ. κ' ύστερα άρχισε να ζωογονιέται σιγά-σιγά το παραμελημένο αυτό νησί, κι αυτό έγινε από κάποιους Ιταλιάνους εμπόρους πού εγκατασταθήκανε στη Μυτιλήνη, καί σε λίγα χρόνια η πρωτεύουσά της, το Κάστρο, έγινε μια από τις πιο σπουδαίες σκάλες πού είχανε οι Γενουβέζοι, από την Άσπρη θάλασσα (το Αιγαίο Πέλαγο) ως τη Μαύρη Θάλασσα… Στα 1330 έφταξε μια μεγάλη αρμάδα από φράγκικα καράβια, για να πολεμήσουνε τον Τούρκο, σταλμένη από τον πάπα, από τους Βενετσιάνους και τους Φράγκους βασιλιάδες… Αφού νικήσανε κάμποσες φορές τους Τούρκους, γυρίσανε πίσω στις χώρες τους…»
Στα 1354 έφταξε στα νερά της Ανατολής ένας Γενοβέζος αφέντης Φραντζέσκος Κατελούζος, και το 1347 βασιλιάς της Ρωμανίας-Βυζαντίου έγινε ο Ιωάννης Κατακουζηνός εξαπατώντας τον νόμιμο βασιλιά Ιωάννη Παλαιολόγο που όμως τον ήθελε ο λαός. Ο Παλαιολόγος και ο έξυπνος Κατελούζος τα «βρήκαν» αλληλοβοηθούμενοι και ο βασιλιάς τον έκανε γαμπρό του δίνοντάς του την αδελφή του και προίκα τη Λέσβο. Έτσι ο Ιωάννης Παλαιολόγος έγινε αυτοκράτορας και ο Φραντζέσκος Κατελούζος πήγς στη Λέσβο και από τότε οι Κατελούζοι γίνανε αφέντες της Μυτιλήνης.
«Οι Μυτιληνιοί δεν αντισταθήκανε στον Φράγκο, γιατί δεν τον θεωρήσανε για αλλόφυλον, άλλα για γαμπρό του βασιλιά καί για δικό του άνθρωπο, αφού έκοψε και μονέδα με τα σύμβολα πού είχανε οι Παλαιολόγοι. Ωστόσο ο Κατελούζος δεν έπαψε να είναι Φράγκος, μ’ αλλά λόγια δούλος του πάπα. Είχε δώσει τον λόγο του σ’ αυτόν να γυρίσει τον βασιλιά Ιωάννη στην παπική Εκκλησία, κι ακόμα περισσότερο, να συνεργήσει με κάθε τρόπο στο να υποταχτεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στον πάπα, πού ήτανε και πού είναι το αμαρτωλό όνειρο του παπισμού.
Κι αληθινά, τον καιρό πού βριζότανε στην Πόλη, έκανε το πάν για ν’ αναγνωρίσει ο Πατριάρχης κ’ οι άλλοι κληρικοί το πρωτείο του πάπα, και τα έγραφε στον πάπα Ιννοκέντιο. Αυτή ήτανε η ευγνωμοσύνη του στον βασιλιά και στους Γραικούς, για την αγάπη πού του δείξανε και γιατί τον τιμήσανε, κάνοντάς τον γαμπρό του Παλαιολόγου κι αφέντη της Λέσβου. Τέτοιοι ύπουλοι είναι ως τα σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, πού από τότε ως τα τώρα λένε, κάθε τόσο, το τροπάρι της ενώσεως των Εκκλησιών καί της χριστιανικής αγάπης...»
«…Μ’ όλες αυτές τις καταχθόνιες ενέργειες, οι Μυτιληνιοί σταθήκανε ασάλευτοι στην πίστη τους, αφού μήτε η γυναίκα του Φραντζέσκου συμπάθηκε καθόλου τη θρησκεία του αντρός της, αλλά απόμεινε πιστή στήν Ορθοδοξία κ’ υποστήριξε πολύ την Εκκλησία μας.
Σ’ όλα τα χρόνια πού αφεντέψανε οι Φράγκοι απάνω στη Λέσβο, δεν πάψανε να υπάρχουνε οι δυο ορθόδοξοι θρόνοι της Μυτιλήνης και της Μηθύμνης. Ο λαός μας δεν αλλαξοπίστησε στα νησιά, πού τα εξουσιάσανε οι Φράγκοι παραπάνω από εκατό χρόνια, κ’ είναι αξιοσημείωτο το ότι δεν υπάρχει σήμερα στη Μυτιλήνη και στην Κύπρο ούτε ένας κατόλικος (καθολικός), ενώ στην Τήνο, στη Σύρα και σε άλλα μικρότερα νησιά υπάρχουνε κάμποσοι…
Ο Φραντζέσκος είναι αλήθεια πως φρόντισε για την προκοπή του νησιού, κ’ έβαλε σ’ αυτό όση τάξη μπόρεσε… Διόρθωσε και δυνάμωσε τα κάστρα του νησιού, κυβέρνησε καλά, κι ο λαός τον αγάπησε. Πέθανε το 1376…» και τον διαδέχθηκε ο γιος του Γιάκωβος που αγαπήθηκε από τους Γραικούς γιατί το νησί ευτύχησε, το εμπόριο άνθησε περισσότερο και πολύς κόσμος πλούτισε. Αφεντέψανε κ’ άλλοι ώσπου στα 1409 ανέλαβε τη διοίκηση «ο Ντορίνος που έκανε γαμπρό του τον Κωνσταντίνος τον Παλαιολόγο, που στάθηκε ο τελευταίος βασιλιάς της Πόλης, δίνοντάς του την κόρη του Αικατερίνα…».
Από το 1442 άρχισαν οι Τούρκοι να επιτίθενται στη Λέσβο και το 1445 ένας τουρκεμένος Βούλγαρος ληστής την ρήμαξε. Την Καλλονή την ξεθεμελίωσε ολότελα. Το 1449, όταν οι Τούρκοι είχαν θεριέψει, ανέλαβε τη διοίκηση ο γιος του Ντορίνου ο Ντομένικος, ο οποίος λανθασμένα και ασυλλόγιστα αποφάσισε να κάνει επιδρομή (1452) στα απέναντι τούρκικα μέρη κάνοντας ζημιές. Ο Μουράτ Μεχμέτ ο Β΄ θύμωσε και δεν ξέχασε ποτέ την επίθεση αυτή. Ο Ντομένικος κατάλαβε το λάθος του όταν «οι Τούρκοι πήρανε την Πόλη και φτάνανε στη Μυτιλήνη τα καράβια φορτωμένα από μισοπεθαμένους πρόσφυγες που φεύγανε τη σφαγή…». Για να καλοπιάσει τον σουλτάνο, του έστειλε ακριβά δώρα μαζί με τους φόρους. Πήγε και ο ίδιος στην Ανδριανούπολη για να ζητήσει έλεος από τον σουλτάνο που μόλις καταδέχτηκε να τον μιλήσει και επέβαλε διπλό φόρο στην Λέσβο.
Στο διάστημα αυτό έγινε ένα επεισόδιο στην θαλάσσια περιοχή την Λέσβου και το 1457 ο σουλτάνος διέταξε να χτυπηθεί η Λέσβος, υποπτευόμενος τον Ντομένικο ότι σκόπευε να μαζί με τους Φράγκους να επιτεθεί στους Τούρκους.
«Ο Ισμαήλ άραξε στον Μόλυβο, πού ήτανε η δεύτερη πολιτεία του νησιού, και πολιόρκησε το δυνατό κάστρο του. Έστησε γύρω του μηχανές, Έσκαψε λαγούμια, μ’ έναν λόγο έκανε ό,τι μπόρεσε για να κυριέψει το κάστρο, μα δεν μπόρεσε. Οι στρατιώτες πού το υπερασπίζανε βαστάξανε με γενναιότητα, κι αφού σκοτωθήκανε κάμποσοι Τούρκοι, αποφασίσανε να κάνουνε πανιά και να φύγουνε, αφήνοντας πολλά άρματα και κανόνια στα χέρια των Κατελιούζων.
Ο Νικόλας, ο αδερφός του Ντομένικου, ήτανε άνθρωπος κακός καί μασκαράς, συμφεροντολόγος καί κακούργος. Τον καιρό πού ήτανε κυβερνήτης στη Λήμνο, έδειξε τόση παλιανθρωπιά και σκληρότητα, πού οι Λημνιοί στείλανε αποστελάμενους στον σουλτάνο καί ζητήσανε να στείλει δικό του διοικητή. Αυτός λοιπόν ο παλιάνθρωπος από καιρό είχε στο νου του να βγάλει από τον θρόνο τον Ντομένικο και να γίνει αυτός αφέντης της Λέσβου, καί καταγινότανε ολοένα με δολοπλοκίες. Κατηγορούσε τον Ντομένικο πως είχε σκοπό να παραδώσει το νησί στους Τούρκους, ενώ είχε σταθεί πάντα γενναίος υπερασπιστής της Μυτιλήνης. Ένα βράδυ πήρε μαζί του κάποιους δικούς του, καί μπήκανε στο Διοικητήριο, την ώρα πού ξεκουραζότανε ο αδερφός του, καί τον σκοτώσανε. Αυτό έγινε στα 1459.
Την άλλη μέρα ο ίδιος ο φονιάς ανακήρυξε τον εαυτό του αφέντη της Λέσβου με κληρονομικό δικαίωμα. Παρευθύς σκότωσε όλους τους άρχοντες που ήτανε φίλοι του αδερφού του. Φοβερή τρομοκρατία πλάκωσε στο νησί. Οι άνθρωποι του Νικόλα γυρίζανε παντού, αρπάζοντας ό,τι βρίσκανε και μην αφήνοντας χωριό πού να μην το ληστέψουνε καί να μη σφάξουνε όσους θεωρούσαν φίλους του Ντομένικου, πού τον κλάψανε όλοι λέγοντας «Θεός σχωρέσ' τον». Σ' αύτή την άθλια κατάσταση βρισκότανε η δυστυχισμένη Μυτιλήνη, τον καιρό πού ο σουλτάνος είχε πόλεμο σκληρόν με το αδάμαστο λιοντάρι της Αρβανιτιάς, τον Γιώργη Καστριώτη, πού τον λέγανε οι Τούρκοι Ισκεντέρ-μπέη, δηλαδή Μεγ’ Αλέξαντρο. Μα, σαν τελείωσε κείνος ο πόλεμος, ο σουλτάν Μεχμέτ σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα της Μυτιλήνης• Στο μεταξύ ο Νικόλας στερέωσε τα κάστρα του νησιού, έχτισε κάποιους πύργους καί μάζεψε καί κάμποσα σύνεργα του πολέμου καί ζωοθροφίες, για να βαστάξει σε καμμιά μεγάλη πολιορκία.
Ο σουλτάνος, αφού υπόταξε την Τραπεζούντα καί τη Βλαχία, γύρισε το σπαθί του κατά τη Μυτιλήνη, λέγοντας πως θα πήγαινε να τιμωρήσει τον Νικόλα για τον σκοτωμό του αδερφού του, ξεχνώντας πως κι ο ίδιος είχε κάνει το ίδιο κακούργημα.
Λοιπόν, κατά τον Αύγουστο του 1462, μάζεψε απάνω από εκατό καράβια, εικοσιτέσσερα μεγάλα, δεκαπέντε με μηχανές της πολιορκίας, φερμένα από τη Σινώπη της Μαύρης Θάλασσας, καί τ’ άλλα μικρότερα, αλλά αρματωμένα με σιδερένιες μύτες. Με τον στρατό ήτανε καί δυο χιλιάδες γενίτσαροι.
Τα καράβια πήγανε κι αράξανε σ’ ένα λιμάνι, πού το λέγανε οι παλιοί ιστορικοί λιμάνι του Αγίου Γεωργίου. Ο στρατός, μπροστά ο σουλτάνος, περπάτηξε από τη στεριά της Μικράς Ασίας καί, σαν έφταξε στ’ Αγιάσματι, ένα χωριό πού βρίσκεται αντίκρυ στην πρωτεύουσα της Μυτιλήνης, σταμάτησε κ’ έκανε τσαντίρια.
Οι στρατιώτες πού βρισκόντανε μέσα στο κάστρο της Μυτιλήνης τρομάξανε σαν είδανε τα τούρκικα καράβια, καί πιάσανε βιαστικά καί σκάβανε βαθιά χαντάκια από τη μεριά της στεριάς, καί κουβαλούσανε μέσα άρματα καί ζωοθροφίες.
Ο Νικόλας Κατελιούζος έστειλε να ζητήσει έλεος από τον Μαχμούτ πασά, πού ήτανε ο αρχιστράτηγος, μα εκείνος του απάντησε πως ο αφέντης του δεν ήθελε φόρο, αλλά να του παραδώσουνε το νησί…»
«Η πολιορκία άρχισε την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1462. Η πολιτεία βρισκότανε μέσα στο κάστρο. Οι Τούρκοι αρχίσανε αμέσως τον πόλεμο. Την πρώτη μέρα δεν καταφέρανε τίποτα, γιατί οι πολιορκημένοι βαστάξανε καλά καί σκοτώσανε κάμποσους Τούρκους, ρίχνοντας πέτρες από τις τάμπιες. Τις κατοπινές μέρες δεν κάνανε γιουρούσι καταπάνω στο κάστρο αλλά φωνάζανε στους χριστιανούς να βγούνε όξω να πολεμήσουνε, βρίζοντάς τους πως ήτανε φοβιτσάρηδες… Οι Τούρκοι, όσους Γενουβέζους πιάνανε κόβανε τα κεφάλια τους καί τα δείχνανε στους στρατιώτες του κάστρου… Το κάστρο βαστούσε γερά. Μέσα βρισκότανε πέντε χιλιάδες στρατιώτες, Φράγκοι και Γραικοί, κι ως είκοσι χιλιάδες γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι στήσανε έξι μεγάλα κανόνια κι αρχίσανε να χτυπάνε το κάστρο αδιάκοπα. Στην αρχή γκρεμνίσανε έναν πύργο, που τον λέγανε της Παναγίας και πού έφαγε εκατόν πενήντα μπάλες. Άλλος ένας πύργος, που υπήρχε στο λιμάνι και το αποσκέπαζε, έγινε κι αυτός ένας σωρός πέτρες από το κανόνι, πού είχανε βαλμένο οι Τούρκοι κοντά στον Άγιο Νικόλαο και πού ήτανε το μεγαλύτερο απ’ όλα.
Στις 8 Σεπτεμβρίου, δηλαδή την ογδόη μέρα της πολιορκίας, οι Τούρκοι αρχίσανε να χτυπάνε το μεγάλο κάστρο, αλλά, σαν είδανε πώς δεν κάνανε τίποτα και πώς σκοτωθήκανε κάμποσοι στρέψανε την προσοχή τους σε μια τάμπια πού τη λέγανε Μελανούδι (κοντά στον λόφο Καρά-Τεπέ). Μα κ' εκεί δεν προκόψανε. Ωστόσο επιμένανε να πολεμούνε… Στις 13 Σεπτεμβρίου είκοσι χιλιάδες Τούρκοι χιμήξανε σαν θηρία καταπάνω στο Μελανούδι, με νταβούλια και με ζουρνάδες που ακουγόντανε ως την 'Ανατολή. Οι πολιορκημένοι παλέψανε με απελπισία, αλλά άδικα. Μέσα σε λίγη ώρα το Μελανούδι έγινε τούρκικο, κ’ οι στρατιώτες πού το υπερασπίζανε πιαστήκανε σκλάβοι. Όσοι μπορέσανε να γλιτώσουνε, καταφύγανε στο μεγάλο κάστρο, μα ήτανε σε τέτοια ελεεινή κατάσταση, πού μεταδώσανε τον φόβο και στους άλλους πολιορκημένους.
Κοντά σ’ αυτά, ένα μεγάλο κανόνι, πού ζύγιζε εφτά καντάρια, άρχισε να σφεντονίζει κάτι μεγάλες μπάλες, πού πέσανε μέσα στο κάστρο και χαλάσανε κάμποσα σπίτια, σκοτώνοντας πολλά γυναικόπαιδα. Μεγάλη τρομάρα και ταραχή έπιασε τους χριστιανούς. Οι στρατιώτες πετούσανε τ’ άρματα και γυρίζανε σαν χαμένοι μέσα στην πολιτεία ή τρυπώνανε στα κατώγια, αφήνοντας τα κάστρα στην τύχη τους. Όλα είχανε παραλύσει. Η φημισμένη Μυτιλήνη περίμενε, από ώρα σε ώρα, να πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Στο μεταξύ ο προκομμένος αφέντης της Νικόλας δεν έκανε τίποτα για να σώσει την πολιτεία, άλλα είχε απομείνει σαν αφιονισμένος καί περίμενε το τέλος. Είχε κοντά του κ' έναν άλλον όμοιό του, έναν Λουτσίνο, πού είχε παραδώσει το Μελανούδι, κ' οι δυο τους καθόντανε με σταυρωμένα χέρια, σε καιρό πού καί στρατιώτες πολλοί καί καλοί υπήρχανε μέσα στο κάστρο, καί άρματα είχανε, καί πολλές ζωοθροφίες. Βλέποντας οι στρατιώτες τους αρχηγούς τους σε τέτοια απάθεια, πέσανε στο μεθύσι.
Τέλος, στις 15 Σεπτεμβρίου, μαζευτήκανε οι πρόκριτοι σε συμβούλιο καί αποφασίσανε να στείλουνε πρεσβεία στον Μαχμούτ πασά, για να παραδώσουνε την πολιτεία, με τη συμφωνία να είναι ελεύθεροι οι πολιορκημένοι να φύγουνε. Ο Μαχμούτ το παραδέχτηκε, κι ορκίστηκε στο διαμαντοκόλλητο σπαθί του καί στο κεφάλι του σουλτάνου πώς θα βαστάξει πιστά τη συμφωνία.
Οι αποστελάμενοι γυρίσανε στο κάστρο κ’ είπανε στον αφέντη τους τον Νικόλα την απόκριση του πασά. Τότε σηκώθηκε ο Νικόλας, μαζί με δυο καβαλάρηδες, και πήγε στο τσαντίρι του σουλτάν Μεχμέτ, βαστώντας τα κλειδιά του κάστρου, κ' έπεσε στα πόδια του με δακρυσμένα μάτια, λέγοντας πως αυτός στάθηκε πιστός στα συμφωνημένα, αλλά πως οι ντόπιοι Μυτιληνιοί τον βιάσανε ν' αντισταθεί και να γίνει τόση αιματοχυσία.
Ο σουλτάνος δεν έδωσε καμμιά σημασία στα λόγια του Γενουβέζου καί, σαν άνοιξε το στόμα του, τον έβρισε λέγοντας τον άναντρο κακούργο καί φονιά του αδερφού του. Αμέσως πρόσταξε έναν από τους πασάδες του να μπει στην ακρόπολη της Μυτιλήνης, καί σε λίγο οι τούρκικες σημαίες κυματίσανε απάνω στο κάστρο, κ’ οι Τούρκοι στρατιώτες πιάσανε τις τάμπιες. Μεγάλη οχλοβοή σηκώθηκε και ως τον ουρανό φτάνανε οι φωνές: «Γιασασίν πατισάχ! — Να ζήσει ο σουλτάνος!». Όλη τη νύχτα οι Τούρκοι μεθούσανε καί κάνανε κάθε ασωτία.
Για να παραδοθούνε δίχως αιματοχυσία τ’ άλλα κάστρα του νησιού, ζήτησε ο σουλτάνος από τον Νικόλα να στείλει έναν γραμματικό του στους φρούραρχους, με διαταγή να παραδώσουνε τα φρούρια στους Τούρκους. Έτσι, ύστερ' από λίγες μέρες, οι τούρκικες σημαίες ανεμίζανε απάνω στα κάστρα του Μόλυβου, της Ερεσού, του Αυγερινού και των Αγίων Θεοδώρων.
Δυο μέρες ύστερ' από το πάρσιμο της Μυτιλήνης, ο σουλτάν Μεχμέτ κάθισε απάνω σ' έναν ψηλόν θρόνο, πού στήθηκε κοντά στο βορινό λιμάνι, καί πρόσταξε να παρουσιαστούνε μπροστά του όλοι οι κάτοικοι της πολιτείας, μικροί καί μεγάλοι, άντρες καί γυναίκες, καί να τους γράφουνε οι γραμματικοί του.
Σαν τα κοπάδια τα τρομαγμένα σπρωχνόντανε χιλιάδες Άνθρωποι μπροστά στον σουλτάνο, σαν να 'τανε η Δευτέρα Παρουσία, κι ο θρήνος κι ο αλαλαγμός ανέβαινε στον ουρανό. Μ’ ένα φοβερό γνέψιμο του σουλτάνου, πεντακόσια παλληκάρια καί κορίτσια αρπαχτήκανε από τους γενίτσαρους, για τα χαρέμια του αφέντη τους. Με σπαραγμό βλέπανε οι γονιοί να χωρίζουνται από τα παιδιά τους κι από τα εγγόνια τους, τ' αδέρφια από τ' αδέρφια. Μήτε να κλάψουνε ελεύθερα μπορούσανε, παρά ξεροκαταπίνανε τον πόνο τους, γιατί οποίος έδειχνε πως λυπότανε έχανε το κεφάλι του. Όλοι στεκόντανε σαν πεθαμένοι, κι ακούγανε τον ντελάλη πού φώναζε τη σουλτανική διαταγή: «Όλη κείνη τη μέρα», γράφει ο Λατίνος επίσκοπος Λεονάρδος, πού ήτανε κι αυτός σκλάβος, «όλη κείνη τη μέρα παρακαλούσαμε με δάκρυα να μας πάρει ο Χάρος για να γλιτώσουμε, μα δεν μας άκουσε.» Ο σουλτάνος πρόσταξε να μπαρκάρουνε στα καράβια όλοι οι επίσημοι κ' οι πλούσιοι της Μυτιλήνης. Απομείνανε μέσα στην πολιτεία μοναχά οι φτωχοί, που καθίσανε τρυπωμένοι στα σπίτια τους από τον φόβο τους. Την πολιτεία την πλάκωνε βουβαμάρα, σαν να 'τανε νεκροταφείο.
Όσοι στοιβαχτήκανε στα καράβια, τραβήξανε μεγάλα μαρτύρια. Ως να φτάξουνε στην Κωνσταντινούπολη, στις 16 Οκτωβρίου, πολλοί πεθάνανε. Τους πετούσανε στη θάλασσα, αφού πρώτα κόβανε τ’ αριστερό αυτί τους, πού το κρατούσε ο γραμματικός του καραβιού για να δώσει λογαριασμό. Όσοι φτάξανε ζωντανοί στην Πόλη ήτανε ως δέκα χιλιάδες. Απ’ αυτούς, ο σουλτάνος άλλους τους έκανε δώρο στους πασάδες, κι άλλους τους πούλησε για σκλάβους. Τους πιο νέους καί τους πιο γερούς τους έβαλε στον στρατό. Πολύ λίγοι ξαγοραστήκανε από τον πάπα. Ένας απ’ αυτούς ήτανε κι ο επίσκοπος Λεονάρδος, πού έγραψε και την ιστορία της πολιορκίας.
Στον τόπο εκείνων που σκλαβωθήκανε, ο σουλτάνος πρόσταξε να στείλουνε στη Μυτιλήνη διακόσους γενίτσαρους καί τρακόσους αζάπηδες, πού πήρανε τα χτήματα και τα υπάρχοντα πού αφήσανε οι σκλαβωμένοι. Μέσα στα καράβια πού πήγανε τους σκλάβους στην Πόλη ήτανε κι ο διοικητής Νικόλας Κατελιούζος μαζί με τον Λουτσίνο. Ο σουλτάνος πρόσταξε να τους βάλουνε στη φυλακή. Από τα αβάσταχτα βασανιστήρια πού τραβούσανε εκεί μέσα, πέσανε σε απελπισία, κ' επειδής ήτανε μαθημένοι στην καλοπέραση, αρνηθήκανε την πίστη τους καί γινήκανε μωχαμετάνοι. Μα, μόλις κλείσανε οι πληγές τους από το σουνέτι, βγήκε σουλτανική διαταγή να τους ξαναρίξουνε στη φυλακή, κ' ύστερ' από λίγο ο σουλτάνος πρόσταξε να τους κρεμάσουνε, καί τους κρεμάσανε με μια κόρδα του δοξαριού. Έτσι πεθάνανε με τον ίδιο θάνατο πού είχανε δώσει στον κακότυχο Ντομένικο. Πεθαίνοντας ο Νικόλας, επήρανε τέλος οι Κατελιούζοι, που αφεντέψανε απάνω στη Μυτιλήνη εκατόν εφτά χρόνια. Μ' όλο πού ήτανε Φράγκοι, η αλήθεια είναι πώς δεν είχανε τον φανατισμό καί τη μανία του προσηλυτισμού πού έχουνε οι Λατίνοι, καί πού τη δείξανε σ' όποιο ελληνικό μέρος διοικήσανε.
Στους Έλληνες φερθήκανε πιο ανθρωπινά από τους άλλους παπικούς, και δεν θελήσανε ποτέ να τους εξοντώσουνε. Ο πρώτος αφέντης της Μυτιλήνης, ο Φραντζέσκος Κατελιούζος, είχε πάρει γυναίκα την αδερφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου, πού κράτησε τη θρησκεία της με θέλημα του αντρός της. Κι ο ίδιος δεν άκουγε τι του έγραφε ο πάπας για το φράγκεμα του νησιού. Ο γυιός του Γιάκωβος ήτανε ακόμα καλύτερος καί, σαν πέθανε, τον κλάψανε οι Μυτιληνιοί. Ο Ντορίνος, ο γυιός του Γιάκωβου, είχε πάρει τ' όνομα Νοταράς Παλαιολόγος, κ’ έδωσε τη θυγατέρα του Αικατερίνα για γυναίκα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο Ντορίνος αγαπούσε τα ελληνικά γράμματα, κ’ έδειχνε μεγάλη φροντίδα για να συντηρηθούνε τ' αρχαία του νησιού. Όλοι οι Κατελιούζοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, ήτανε από τους πιο σπουδασμένους του καιρού τους, καί ποθούσανε να προοδέψει η χώρα τους καί να ζήσουνε με ειρήνη. Οι Έλληνες βασιλιάδες της Πόλης και της Τραπεζούντας είχανε σε μεγάλη τιμή κι αγάπη τους Κατελιούζους, και ζητούσανε να συμπεθερέψουνε μαζί τους. Την ίδια εκτίμηση είχανε στους Κατελιούζους κ’ οι Φράγκοι. Η Μυτιλήνη ευτύχησε με τη διοίκησή τους, προ πάντων τον καιρό πού ήτανε αφέντες της ο Γιάκωβος κι ο Ντορίνος. Έλληνες καί Φράγκοι είχανε σε μεγάλη υπόληψη τους Κατελιούζους.
Πέφτοντας στα χέρια των Τούρκων η Λέσβος μαράθηκε. Από εκατό χιλιάδες πού είχε το νησί επί Κατελιούζων, ο πληθυσμός του κατέβηκε στις τριάντα ως σαράντα, χιλιάδες, άμα την πήρανε οι Τούρκοι. Πείνα καί δυστυχία απλώσανε παντού, στις πολιτείες καί στα χωριά της. Γραμματισμένο Μυτιληνιό δεν εύρισκες τα πρώτα εκατό χρόνια, της σκλαβιάς, γιατί οι Τούρκοι είχανε χαλάσει τα μοναστήρια. Από την πνευματική νέκρα άρχισε να ζωντανεύει η Λέσβος ύστερ' από τα 1700. Σιγά-σιγά οι Μυτιληνιοί αρχίσανε να επιδίνουνται και στο εμπόριο, καί πολλοί έμποροι κατασταθήκανε σπουδαίοι στην Πόλη καί στη Σμύρνη. Άλλοι περάσανε στην αντικρινή πλούσια περιφέρεια της Μικράς Ασίας, ιδίως στ' Αδραμύτι, στο Κεμέρι, στο Φρένελι, στο Αϊβαλί, στο Ντικελί, στην Πέργαμο κι αλλού, και πλουτίσανε.
Οι Τούρκοι, παίρνοντας τη Μυτιλήνη, επιδοθήκανε, κατά τα συνηθισμένα τους, σε κάθε βαρβαρότητα. Αρπούσανε, σφάζανε, βιάζανε γυναίκες, δέρνανε δίχως αιτία, βασανίζανε, μ' έναν λόγο κάνανε σαν διάβολοι, έχοντας για παράδειγμα τον άξιο σουλτάνο τους Μεχμέτ, πού στάθηκε ο πιο σκληρόκαρδος, ο πιο αιμοβόρος, ο πιο αναίσθητος, ο πιο πρόστυχος κι αδιάντροπος απ’ όλους τους σουλτάνους. Η μυρουδιά πού βγάζει το αίμα ήτανε γι’ αυτόν το πιο έμορφο μυρουδικό. Οι θρήνοι καί τα βογγητά της απελπισίας ήτανε για τ' αυτιά του η πιο γλυκιά μουσική, θηριώδικη ψυχή! Χιλιάδες έσφαξε, κρέμασε, παλούκωσε, χώρισε στα τέσσερα, ατίμασε, άντρες καί γυναίκες, μικρούς καί μεγάλους, σε κάθε χώρα πού πατούσε το καταραμένο ποδάρι του…»
Βιβλιογραφία: «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη – Η Μυτιλήνη γενουβέζικη και τουρκεμένη», του Φώτη Κόντογλου – Εκδ. ΑΣΤΗΡ
http://stratisandriotis.blogspot.com/
«…το βλογημένο νησί έβγαλε σπουδαίους ποιητές και μουσικούς, όπως είναι ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Αρίων, ο Τέρπανδρος, και φιλόσοφους, σαν τον φημισμένον Πιττακό. Αλλά και στα σημερινά χρόνια έβγαλε ανθρώπους πού επιδίνονται στα γράμματα καί στις τέχνες, κ’ οι άνθρωποι πού κατοικούνε απάνω του είναι ξεχωριστοί για τη ζωντάνια τους καί για τον ποιητικό χαραχτήρα τους, που έχει τη θέρμη της Ανατολής.
Ωστόσο, όπως όλα τα πράγματα σε τούτον τον άστατον τον κόσμο, έτσι κ’ η Μυτιλήνη ξέπεσε από το μεγαλείο της καί ξεχάστηκε, προ πάντων ύστερα από τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο. Κατά τα βυζαντινά χρόνια, στη Μυτιλήνη στέλνανε εξορία όσους καταδικάζανε σ’ αυτή την τιμωρία.
Από τα 1000 μ. Χ. κ' ύστερα άρχισε να ζωογονιέται σιγά-σιγά το παραμελημένο αυτό νησί, κι αυτό έγινε από κάποιους Ιταλιάνους εμπόρους πού εγκατασταθήκανε στη Μυτιλήνη, καί σε λίγα χρόνια η πρωτεύουσά της, το Κάστρο, έγινε μια από τις πιο σπουδαίες σκάλες πού είχανε οι Γενουβέζοι, από την Άσπρη θάλασσα (το Αιγαίο Πέλαγο) ως τη Μαύρη Θάλασσα… Στα 1330 έφταξε μια μεγάλη αρμάδα από φράγκικα καράβια, για να πολεμήσουνε τον Τούρκο, σταλμένη από τον πάπα, από τους Βενετσιάνους και τους Φράγκους βασιλιάδες… Αφού νικήσανε κάμποσες φορές τους Τούρκους, γυρίσανε πίσω στις χώρες τους…»
Στα 1354 έφταξε στα νερά της Ανατολής ένας Γενοβέζος αφέντης Φραντζέσκος Κατελούζος, και το 1347 βασιλιάς της Ρωμανίας-Βυζαντίου έγινε ο Ιωάννης Κατακουζηνός εξαπατώντας τον νόμιμο βασιλιά Ιωάννη Παλαιολόγο που όμως τον ήθελε ο λαός. Ο Παλαιολόγος και ο έξυπνος Κατελούζος τα «βρήκαν» αλληλοβοηθούμενοι και ο βασιλιάς τον έκανε γαμπρό του δίνοντάς του την αδελφή του και προίκα τη Λέσβο. Έτσι ο Ιωάννης Παλαιολόγος έγινε αυτοκράτορας και ο Φραντζέσκος Κατελούζος πήγς στη Λέσβο και από τότε οι Κατελούζοι γίνανε αφέντες της Μυτιλήνης.
«Οι Μυτιληνιοί δεν αντισταθήκανε στον Φράγκο, γιατί δεν τον θεωρήσανε για αλλόφυλον, άλλα για γαμπρό του βασιλιά καί για δικό του άνθρωπο, αφού έκοψε και μονέδα με τα σύμβολα πού είχανε οι Παλαιολόγοι. Ωστόσο ο Κατελούζος δεν έπαψε να είναι Φράγκος, μ’ αλλά λόγια δούλος του πάπα. Είχε δώσει τον λόγο του σ’ αυτόν να γυρίσει τον βασιλιά Ιωάννη στην παπική Εκκλησία, κι ακόμα περισσότερο, να συνεργήσει με κάθε τρόπο στο να υποταχτεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στον πάπα, πού ήτανε και πού είναι το αμαρτωλό όνειρο του παπισμού.
Κι αληθινά, τον καιρό πού βριζότανε στην Πόλη, έκανε το πάν για ν’ αναγνωρίσει ο Πατριάρχης κ’ οι άλλοι κληρικοί το πρωτείο του πάπα, και τα έγραφε στον πάπα Ιννοκέντιο. Αυτή ήτανε η ευγνωμοσύνη του στον βασιλιά και στους Γραικούς, για την αγάπη πού του δείξανε και γιατί τον τιμήσανε, κάνοντάς τον γαμπρό του Παλαιολόγου κι αφέντη της Λέσβου. Τέτοιοι ύπουλοι είναι ως τα σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, πού από τότε ως τα τώρα λένε, κάθε τόσο, το τροπάρι της ενώσεως των Εκκλησιών καί της χριστιανικής αγάπης...»
«…Μ’ όλες αυτές τις καταχθόνιες ενέργειες, οι Μυτιληνιοί σταθήκανε ασάλευτοι στην πίστη τους, αφού μήτε η γυναίκα του Φραντζέσκου συμπάθηκε καθόλου τη θρησκεία του αντρός της, αλλά απόμεινε πιστή στήν Ορθοδοξία κ’ υποστήριξε πολύ την Εκκλησία μας.
Σ’ όλα τα χρόνια πού αφεντέψανε οι Φράγκοι απάνω στη Λέσβο, δεν πάψανε να υπάρχουνε οι δυο ορθόδοξοι θρόνοι της Μυτιλήνης και της Μηθύμνης. Ο λαός μας δεν αλλαξοπίστησε στα νησιά, πού τα εξουσιάσανε οι Φράγκοι παραπάνω από εκατό χρόνια, κ’ είναι αξιοσημείωτο το ότι δεν υπάρχει σήμερα στη Μυτιλήνη και στην Κύπρο ούτε ένας κατόλικος (καθολικός), ενώ στην Τήνο, στη Σύρα και σε άλλα μικρότερα νησιά υπάρχουνε κάμποσοι…
Ο Φραντζέσκος είναι αλήθεια πως φρόντισε για την προκοπή του νησιού, κ’ έβαλε σ’ αυτό όση τάξη μπόρεσε… Διόρθωσε και δυνάμωσε τα κάστρα του νησιού, κυβέρνησε καλά, κι ο λαός τον αγάπησε. Πέθανε το 1376…» και τον διαδέχθηκε ο γιος του Γιάκωβος που αγαπήθηκε από τους Γραικούς γιατί το νησί ευτύχησε, το εμπόριο άνθησε περισσότερο και πολύς κόσμος πλούτισε. Αφεντέψανε κ’ άλλοι ώσπου στα 1409 ανέλαβε τη διοίκηση «ο Ντορίνος που έκανε γαμπρό του τον Κωνσταντίνος τον Παλαιολόγο, που στάθηκε ο τελευταίος βασιλιάς της Πόλης, δίνοντάς του την κόρη του Αικατερίνα…».
Από το 1442 άρχισαν οι Τούρκοι να επιτίθενται στη Λέσβο και το 1445 ένας τουρκεμένος Βούλγαρος ληστής την ρήμαξε. Την Καλλονή την ξεθεμελίωσε ολότελα. Το 1449, όταν οι Τούρκοι είχαν θεριέψει, ανέλαβε τη διοίκηση ο γιος του Ντορίνου ο Ντομένικος, ο οποίος λανθασμένα και ασυλλόγιστα αποφάσισε να κάνει επιδρομή (1452) στα απέναντι τούρκικα μέρη κάνοντας ζημιές. Ο Μουράτ Μεχμέτ ο Β΄ θύμωσε και δεν ξέχασε ποτέ την επίθεση αυτή. Ο Ντομένικος κατάλαβε το λάθος του όταν «οι Τούρκοι πήρανε την Πόλη και φτάνανε στη Μυτιλήνη τα καράβια φορτωμένα από μισοπεθαμένους πρόσφυγες που φεύγανε τη σφαγή…». Για να καλοπιάσει τον σουλτάνο, του έστειλε ακριβά δώρα μαζί με τους φόρους. Πήγε και ο ίδιος στην Ανδριανούπολη για να ζητήσει έλεος από τον σουλτάνο που μόλις καταδέχτηκε να τον μιλήσει και επέβαλε διπλό φόρο στην Λέσβο.
Στο διάστημα αυτό έγινε ένα επεισόδιο στην θαλάσσια περιοχή την Λέσβου και το 1457 ο σουλτάνος διέταξε να χτυπηθεί η Λέσβος, υποπτευόμενος τον Ντομένικο ότι σκόπευε να μαζί με τους Φράγκους να επιτεθεί στους Τούρκους.
«Ο Ισμαήλ άραξε στον Μόλυβο, πού ήτανε η δεύτερη πολιτεία του νησιού, και πολιόρκησε το δυνατό κάστρο του. Έστησε γύρω του μηχανές, Έσκαψε λαγούμια, μ’ έναν λόγο έκανε ό,τι μπόρεσε για να κυριέψει το κάστρο, μα δεν μπόρεσε. Οι στρατιώτες πού το υπερασπίζανε βαστάξανε με γενναιότητα, κι αφού σκοτωθήκανε κάμποσοι Τούρκοι, αποφασίσανε να κάνουνε πανιά και να φύγουνε, αφήνοντας πολλά άρματα και κανόνια στα χέρια των Κατελιούζων.
Ο Νικόλας, ο αδερφός του Ντομένικου, ήτανε άνθρωπος κακός καί μασκαράς, συμφεροντολόγος καί κακούργος. Τον καιρό πού ήτανε κυβερνήτης στη Λήμνο, έδειξε τόση παλιανθρωπιά και σκληρότητα, πού οι Λημνιοί στείλανε αποστελάμενους στον σουλτάνο καί ζητήσανε να στείλει δικό του διοικητή. Αυτός λοιπόν ο παλιάνθρωπος από καιρό είχε στο νου του να βγάλει από τον θρόνο τον Ντομένικο και να γίνει αυτός αφέντης της Λέσβου, καί καταγινότανε ολοένα με δολοπλοκίες. Κατηγορούσε τον Ντομένικο πως είχε σκοπό να παραδώσει το νησί στους Τούρκους, ενώ είχε σταθεί πάντα γενναίος υπερασπιστής της Μυτιλήνης. Ένα βράδυ πήρε μαζί του κάποιους δικούς του, καί μπήκανε στο Διοικητήριο, την ώρα πού ξεκουραζότανε ο αδερφός του, καί τον σκοτώσανε. Αυτό έγινε στα 1459.
Την άλλη μέρα ο ίδιος ο φονιάς ανακήρυξε τον εαυτό του αφέντη της Λέσβου με κληρονομικό δικαίωμα. Παρευθύς σκότωσε όλους τους άρχοντες που ήτανε φίλοι του αδερφού του. Φοβερή τρομοκρατία πλάκωσε στο νησί. Οι άνθρωποι του Νικόλα γυρίζανε παντού, αρπάζοντας ό,τι βρίσκανε και μην αφήνοντας χωριό πού να μην το ληστέψουνε καί να μη σφάξουνε όσους θεωρούσαν φίλους του Ντομένικου, πού τον κλάψανε όλοι λέγοντας «Θεός σχωρέσ' τον». Σ' αύτή την άθλια κατάσταση βρισκότανε η δυστυχισμένη Μυτιλήνη, τον καιρό πού ο σουλτάνος είχε πόλεμο σκληρόν με το αδάμαστο λιοντάρι της Αρβανιτιάς, τον Γιώργη Καστριώτη, πού τον λέγανε οι Τούρκοι Ισκεντέρ-μπέη, δηλαδή Μεγ’ Αλέξαντρο. Μα, σαν τελείωσε κείνος ο πόλεμος, ο σουλτάν Μεχμέτ σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα της Μυτιλήνης• Στο μεταξύ ο Νικόλας στερέωσε τα κάστρα του νησιού, έχτισε κάποιους πύργους καί μάζεψε καί κάμποσα σύνεργα του πολέμου καί ζωοθροφίες, για να βαστάξει σε καμμιά μεγάλη πολιορκία.
Ο σουλτάνος, αφού υπόταξε την Τραπεζούντα καί τη Βλαχία, γύρισε το σπαθί του κατά τη Μυτιλήνη, λέγοντας πως θα πήγαινε να τιμωρήσει τον Νικόλα για τον σκοτωμό του αδερφού του, ξεχνώντας πως κι ο ίδιος είχε κάνει το ίδιο κακούργημα.
Λοιπόν, κατά τον Αύγουστο του 1462, μάζεψε απάνω από εκατό καράβια, εικοσιτέσσερα μεγάλα, δεκαπέντε με μηχανές της πολιορκίας, φερμένα από τη Σινώπη της Μαύρης Θάλασσας, καί τ’ άλλα μικρότερα, αλλά αρματωμένα με σιδερένιες μύτες. Με τον στρατό ήτανε καί δυο χιλιάδες γενίτσαροι.
Τα καράβια πήγανε κι αράξανε σ’ ένα λιμάνι, πού το λέγανε οι παλιοί ιστορικοί λιμάνι του Αγίου Γεωργίου. Ο στρατός, μπροστά ο σουλτάνος, περπάτηξε από τη στεριά της Μικράς Ασίας καί, σαν έφταξε στ’ Αγιάσματι, ένα χωριό πού βρίσκεται αντίκρυ στην πρωτεύουσα της Μυτιλήνης, σταμάτησε κ’ έκανε τσαντίρια.
Οι στρατιώτες πού βρισκόντανε μέσα στο κάστρο της Μυτιλήνης τρομάξανε σαν είδανε τα τούρκικα καράβια, καί πιάσανε βιαστικά καί σκάβανε βαθιά χαντάκια από τη μεριά της στεριάς, καί κουβαλούσανε μέσα άρματα καί ζωοθροφίες.
Ο Νικόλας Κατελιούζος έστειλε να ζητήσει έλεος από τον Μαχμούτ πασά, πού ήτανε ο αρχιστράτηγος, μα εκείνος του απάντησε πως ο αφέντης του δεν ήθελε φόρο, αλλά να του παραδώσουνε το νησί…»
«Η πολιορκία άρχισε την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1462. Η πολιτεία βρισκότανε μέσα στο κάστρο. Οι Τούρκοι αρχίσανε αμέσως τον πόλεμο. Την πρώτη μέρα δεν καταφέρανε τίποτα, γιατί οι πολιορκημένοι βαστάξανε καλά καί σκοτώσανε κάμποσους Τούρκους, ρίχνοντας πέτρες από τις τάμπιες. Τις κατοπινές μέρες δεν κάνανε γιουρούσι καταπάνω στο κάστρο αλλά φωνάζανε στους χριστιανούς να βγούνε όξω να πολεμήσουνε, βρίζοντάς τους πως ήτανε φοβιτσάρηδες… Οι Τούρκοι, όσους Γενουβέζους πιάνανε κόβανε τα κεφάλια τους καί τα δείχνανε στους στρατιώτες του κάστρου… Το κάστρο βαστούσε γερά. Μέσα βρισκότανε πέντε χιλιάδες στρατιώτες, Φράγκοι και Γραικοί, κι ως είκοσι χιλιάδες γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι στήσανε έξι μεγάλα κανόνια κι αρχίσανε να χτυπάνε το κάστρο αδιάκοπα. Στην αρχή γκρεμνίσανε έναν πύργο, που τον λέγανε της Παναγίας και πού έφαγε εκατόν πενήντα μπάλες. Άλλος ένας πύργος, που υπήρχε στο λιμάνι και το αποσκέπαζε, έγινε κι αυτός ένας σωρός πέτρες από το κανόνι, πού είχανε βαλμένο οι Τούρκοι κοντά στον Άγιο Νικόλαο και πού ήτανε το μεγαλύτερο απ’ όλα.
Στις 8 Σεπτεμβρίου, δηλαδή την ογδόη μέρα της πολιορκίας, οι Τούρκοι αρχίσανε να χτυπάνε το μεγάλο κάστρο, αλλά, σαν είδανε πώς δεν κάνανε τίποτα και πώς σκοτωθήκανε κάμποσοι στρέψανε την προσοχή τους σε μια τάμπια πού τη λέγανε Μελανούδι (κοντά στον λόφο Καρά-Τεπέ). Μα κ' εκεί δεν προκόψανε. Ωστόσο επιμένανε να πολεμούνε… Στις 13 Σεπτεμβρίου είκοσι χιλιάδες Τούρκοι χιμήξανε σαν θηρία καταπάνω στο Μελανούδι, με νταβούλια και με ζουρνάδες που ακουγόντανε ως την 'Ανατολή. Οι πολιορκημένοι παλέψανε με απελπισία, αλλά άδικα. Μέσα σε λίγη ώρα το Μελανούδι έγινε τούρκικο, κ’ οι στρατιώτες πού το υπερασπίζανε πιαστήκανε σκλάβοι. Όσοι μπορέσανε να γλιτώσουνε, καταφύγανε στο μεγάλο κάστρο, μα ήτανε σε τέτοια ελεεινή κατάσταση, πού μεταδώσανε τον φόβο και στους άλλους πολιορκημένους.
Κοντά σ’ αυτά, ένα μεγάλο κανόνι, πού ζύγιζε εφτά καντάρια, άρχισε να σφεντονίζει κάτι μεγάλες μπάλες, πού πέσανε μέσα στο κάστρο και χαλάσανε κάμποσα σπίτια, σκοτώνοντας πολλά γυναικόπαιδα. Μεγάλη τρομάρα και ταραχή έπιασε τους χριστιανούς. Οι στρατιώτες πετούσανε τ’ άρματα και γυρίζανε σαν χαμένοι μέσα στην πολιτεία ή τρυπώνανε στα κατώγια, αφήνοντας τα κάστρα στην τύχη τους. Όλα είχανε παραλύσει. Η φημισμένη Μυτιλήνη περίμενε, από ώρα σε ώρα, να πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Στο μεταξύ ο προκομμένος αφέντης της Νικόλας δεν έκανε τίποτα για να σώσει την πολιτεία, άλλα είχε απομείνει σαν αφιονισμένος καί περίμενε το τέλος. Είχε κοντά του κ' έναν άλλον όμοιό του, έναν Λουτσίνο, πού είχε παραδώσει το Μελανούδι, κ' οι δυο τους καθόντανε με σταυρωμένα χέρια, σε καιρό πού καί στρατιώτες πολλοί καί καλοί υπήρχανε μέσα στο κάστρο, καί άρματα είχανε, καί πολλές ζωοθροφίες. Βλέποντας οι στρατιώτες τους αρχηγούς τους σε τέτοια απάθεια, πέσανε στο μεθύσι.
Τέλος, στις 15 Σεπτεμβρίου, μαζευτήκανε οι πρόκριτοι σε συμβούλιο καί αποφασίσανε να στείλουνε πρεσβεία στον Μαχμούτ πασά, για να παραδώσουνε την πολιτεία, με τη συμφωνία να είναι ελεύθεροι οι πολιορκημένοι να φύγουνε. Ο Μαχμούτ το παραδέχτηκε, κι ορκίστηκε στο διαμαντοκόλλητο σπαθί του καί στο κεφάλι του σουλτάνου πώς θα βαστάξει πιστά τη συμφωνία.
Οι αποστελάμενοι γυρίσανε στο κάστρο κ’ είπανε στον αφέντη τους τον Νικόλα την απόκριση του πασά. Τότε σηκώθηκε ο Νικόλας, μαζί με δυο καβαλάρηδες, και πήγε στο τσαντίρι του σουλτάν Μεχμέτ, βαστώντας τα κλειδιά του κάστρου, κ' έπεσε στα πόδια του με δακρυσμένα μάτια, λέγοντας πως αυτός στάθηκε πιστός στα συμφωνημένα, αλλά πως οι ντόπιοι Μυτιληνιοί τον βιάσανε ν' αντισταθεί και να γίνει τόση αιματοχυσία.
Ο σουλτάνος δεν έδωσε καμμιά σημασία στα λόγια του Γενουβέζου καί, σαν άνοιξε το στόμα του, τον έβρισε λέγοντας τον άναντρο κακούργο καί φονιά του αδερφού του. Αμέσως πρόσταξε έναν από τους πασάδες του να μπει στην ακρόπολη της Μυτιλήνης, καί σε λίγο οι τούρκικες σημαίες κυματίσανε απάνω στο κάστρο, κ’ οι Τούρκοι στρατιώτες πιάσανε τις τάμπιες. Μεγάλη οχλοβοή σηκώθηκε και ως τον ουρανό φτάνανε οι φωνές: «Γιασασίν πατισάχ! — Να ζήσει ο σουλτάνος!». Όλη τη νύχτα οι Τούρκοι μεθούσανε καί κάνανε κάθε ασωτία.
Για να παραδοθούνε δίχως αιματοχυσία τ’ άλλα κάστρα του νησιού, ζήτησε ο σουλτάνος από τον Νικόλα να στείλει έναν γραμματικό του στους φρούραρχους, με διαταγή να παραδώσουνε τα φρούρια στους Τούρκους. Έτσι, ύστερ' από λίγες μέρες, οι τούρκικες σημαίες ανεμίζανε απάνω στα κάστρα του Μόλυβου, της Ερεσού, του Αυγερινού και των Αγίων Θεοδώρων.
Δυο μέρες ύστερ' από το πάρσιμο της Μυτιλήνης, ο σουλτάν Μεχμέτ κάθισε απάνω σ' έναν ψηλόν θρόνο, πού στήθηκε κοντά στο βορινό λιμάνι, καί πρόσταξε να παρουσιαστούνε μπροστά του όλοι οι κάτοικοι της πολιτείας, μικροί καί μεγάλοι, άντρες καί γυναίκες, καί να τους γράφουνε οι γραμματικοί του.
Σαν τα κοπάδια τα τρομαγμένα σπρωχνόντανε χιλιάδες Άνθρωποι μπροστά στον σουλτάνο, σαν να 'τανε η Δευτέρα Παρουσία, κι ο θρήνος κι ο αλαλαγμός ανέβαινε στον ουρανό. Μ’ ένα φοβερό γνέψιμο του σουλτάνου, πεντακόσια παλληκάρια καί κορίτσια αρπαχτήκανε από τους γενίτσαρους, για τα χαρέμια του αφέντη τους. Με σπαραγμό βλέπανε οι γονιοί να χωρίζουνται από τα παιδιά τους κι από τα εγγόνια τους, τ' αδέρφια από τ' αδέρφια. Μήτε να κλάψουνε ελεύθερα μπορούσανε, παρά ξεροκαταπίνανε τον πόνο τους, γιατί οποίος έδειχνε πως λυπότανε έχανε το κεφάλι του. Όλοι στεκόντανε σαν πεθαμένοι, κι ακούγανε τον ντελάλη πού φώναζε τη σουλτανική διαταγή: «Όλη κείνη τη μέρα», γράφει ο Λατίνος επίσκοπος Λεονάρδος, πού ήτανε κι αυτός σκλάβος, «όλη κείνη τη μέρα παρακαλούσαμε με δάκρυα να μας πάρει ο Χάρος για να γλιτώσουμε, μα δεν μας άκουσε.» Ο σουλτάνος πρόσταξε να μπαρκάρουνε στα καράβια όλοι οι επίσημοι κ' οι πλούσιοι της Μυτιλήνης. Απομείνανε μέσα στην πολιτεία μοναχά οι φτωχοί, που καθίσανε τρυπωμένοι στα σπίτια τους από τον φόβο τους. Την πολιτεία την πλάκωνε βουβαμάρα, σαν να 'τανε νεκροταφείο.
Όσοι στοιβαχτήκανε στα καράβια, τραβήξανε μεγάλα μαρτύρια. Ως να φτάξουνε στην Κωνσταντινούπολη, στις 16 Οκτωβρίου, πολλοί πεθάνανε. Τους πετούσανε στη θάλασσα, αφού πρώτα κόβανε τ’ αριστερό αυτί τους, πού το κρατούσε ο γραμματικός του καραβιού για να δώσει λογαριασμό. Όσοι φτάξανε ζωντανοί στην Πόλη ήτανε ως δέκα χιλιάδες. Απ’ αυτούς, ο σουλτάνος άλλους τους έκανε δώρο στους πασάδες, κι άλλους τους πούλησε για σκλάβους. Τους πιο νέους καί τους πιο γερούς τους έβαλε στον στρατό. Πολύ λίγοι ξαγοραστήκανε από τον πάπα. Ένας απ’ αυτούς ήτανε κι ο επίσκοπος Λεονάρδος, πού έγραψε και την ιστορία της πολιορκίας.
Στον τόπο εκείνων που σκλαβωθήκανε, ο σουλτάνος πρόσταξε να στείλουνε στη Μυτιλήνη διακόσους γενίτσαρους καί τρακόσους αζάπηδες, πού πήρανε τα χτήματα και τα υπάρχοντα πού αφήσανε οι σκλαβωμένοι. Μέσα στα καράβια πού πήγανε τους σκλάβους στην Πόλη ήτανε κι ο διοικητής Νικόλας Κατελιούζος μαζί με τον Λουτσίνο. Ο σουλτάνος πρόσταξε να τους βάλουνε στη φυλακή. Από τα αβάσταχτα βασανιστήρια πού τραβούσανε εκεί μέσα, πέσανε σε απελπισία, κ' επειδής ήτανε μαθημένοι στην καλοπέραση, αρνηθήκανε την πίστη τους καί γινήκανε μωχαμετάνοι. Μα, μόλις κλείσανε οι πληγές τους από το σουνέτι, βγήκε σουλτανική διαταγή να τους ξαναρίξουνε στη φυλακή, κ' ύστερ' από λίγο ο σουλτάνος πρόσταξε να τους κρεμάσουνε, καί τους κρεμάσανε με μια κόρδα του δοξαριού. Έτσι πεθάνανε με τον ίδιο θάνατο πού είχανε δώσει στον κακότυχο Ντομένικο. Πεθαίνοντας ο Νικόλας, επήρανε τέλος οι Κατελιούζοι, που αφεντέψανε απάνω στη Μυτιλήνη εκατόν εφτά χρόνια. Μ' όλο πού ήτανε Φράγκοι, η αλήθεια είναι πώς δεν είχανε τον φανατισμό καί τη μανία του προσηλυτισμού πού έχουνε οι Λατίνοι, καί πού τη δείξανε σ' όποιο ελληνικό μέρος διοικήσανε.
Στους Έλληνες φερθήκανε πιο ανθρωπινά από τους άλλους παπικούς, και δεν θελήσανε ποτέ να τους εξοντώσουνε. Ο πρώτος αφέντης της Μυτιλήνης, ο Φραντζέσκος Κατελιούζος, είχε πάρει γυναίκα την αδερφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου, πού κράτησε τη θρησκεία της με θέλημα του αντρός της. Κι ο ίδιος δεν άκουγε τι του έγραφε ο πάπας για το φράγκεμα του νησιού. Ο γυιός του Γιάκωβος ήτανε ακόμα καλύτερος καί, σαν πέθανε, τον κλάψανε οι Μυτιληνιοί. Ο Ντορίνος, ο γυιός του Γιάκωβου, είχε πάρει τ' όνομα Νοταράς Παλαιολόγος, κ’ έδωσε τη θυγατέρα του Αικατερίνα για γυναίκα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο Ντορίνος αγαπούσε τα ελληνικά γράμματα, κ’ έδειχνε μεγάλη φροντίδα για να συντηρηθούνε τ' αρχαία του νησιού. Όλοι οι Κατελιούζοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, ήτανε από τους πιο σπουδασμένους του καιρού τους, καί ποθούσανε να προοδέψει η χώρα τους καί να ζήσουνε με ειρήνη. Οι Έλληνες βασιλιάδες της Πόλης και της Τραπεζούντας είχανε σε μεγάλη τιμή κι αγάπη τους Κατελιούζους, και ζητούσανε να συμπεθερέψουνε μαζί τους. Την ίδια εκτίμηση είχανε στους Κατελιούζους κ’ οι Φράγκοι. Η Μυτιλήνη ευτύχησε με τη διοίκησή τους, προ πάντων τον καιρό πού ήτανε αφέντες της ο Γιάκωβος κι ο Ντορίνος. Έλληνες καί Φράγκοι είχανε σε μεγάλη υπόληψη τους Κατελιούζους.
Πέφτοντας στα χέρια των Τούρκων η Λέσβος μαράθηκε. Από εκατό χιλιάδες πού είχε το νησί επί Κατελιούζων, ο πληθυσμός του κατέβηκε στις τριάντα ως σαράντα, χιλιάδες, άμα την πήρανε οι Τούρκοι. Πείνα καί δυστυχία απλώσανε παντού, στις πολιτείες καί στα χωριά της. Γραμματισμένο Μυτιληνιό δεν εύρισκες τα πρώτα εκατό χρόνια, της σκλαβιάς, γιατί οι Τούρκοι είχανε χαλάσει τα μοναστήρια. Από την πνευματική νέκρα άρχισε να ζωντανεύει η Λέσβος ύστερ' από τα 1700. Σιγά-σιγά οι Μυτιληνιοί αρχίσανε να επιδίνουνται και στο εμπόριο, καί πολλοί έμποροι κατασταθήκανε σπουδαίοι στην Πόλη καί στη Σμύρνη. Άλλοι περάσανε στην αντικρινή πλούσια περιφέρεια της Μικράς Ασίας, ιδίως στ' Αδραμύτι, στο Κεμέρι, στο Φρένελι, στο Αϊβαλί, στο Ντικελί, στην Πέργαμο κι αλλού, και πλουτίσανε.
Οι Τούρκοι, παίρνοντας τη Μυτιλήνη, επιδοθήκανε, κατά τα συνηθισμένα τους, σε κάθε βαρβαρότητα. Αρπούσανε, σφάζανε, βιάζανε γυναίκες, δέρνανε δίχως αιτία, βασανίζανε, μ' έναν λόγο κάνανε σαν διάβολοι, έχοντας για παράδειγμα τον άξιο σουλτάνο τους Μεχμέτ, πού στάθηκε ο πιο σκληρόκαρδος, ο πιο αιμοβόρος, ο πιο αναίσθητος, ο πιο πρόστυχος κι αδιάντροπος απ’ όλους τους σουλτάνους. Η μυρουδιά πού βγάζει το αίμα ήτανε γι’ αυτόν το πιο έμορφο μυρουδικό. Οι θρήνοι καί τα βογγητά της απελπισίας ήτανε για τ' αυτιά του η πιο γλυκιά μουσική, θηριώδικη ψυχή! Χιλιάδες έσφαξε, κρέμασε, παλούκωσε, χώρισε στα τέσσερα, ατίμασε, άντρες καί γυναίκες, μικρούς καί μεγάλους, σε κάθε χώρα πού πατούσε το καταραμένο ποδάρι του…»
Βιβλιογραφία: «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη – Η Μυτιλήνη γενουβέζικη και τουρκεμένη», του Φώτη Κόντογλου – Εκδ. ΑΣΤΗΡ
http://stratisandriotis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου