ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ
Όλοι έχουν μία αίσθηση αυτές τις ημέρες…
Να αναφερθούμε λίγο στις άγιες αυτές ημέρες οι οποίες ήδη αρχίζουν, καθώς από αύριο έχουμε τα προεόρτια των Χριστουγέννων. Είναι ημέρες διακοπών, οι περισσότεροι αναπαύονται, ταξιδεύουν είναι χρονιάρες μέρες, όπως λένε. Τα Χριστούγεννα είναι η μητρόπολη, η μητέρα δηλαδή όλων των εορτών κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Αλλά και η Πρωτοχρονιά με την εορτή του Μεγάλου Βασιλείου και την Περιτομή του Κυρίου, όπως και τα Θεοφάνεια είναι σ’ όλους μας γνωστές γιορτές. Από μικρά παιδιά τις ξέρουμε, και λίγο-πολύ όλοι έχουν μιά αίσθηση αυτές τις ημέρες. Το ραδιόφωνο, όσο κι αν θέλει να ξεφύγει, τελικά κι αυτό κάπως θ’ αναφερθεί -καμιά φορά αρνητικά με τα καλικαντζάρια κλπ – όπως και ο τύπος, τα περιοδικά και οι τηλεοράσεις.
Και η όλη εμφάνιση μιας πόλεως, καθώς οι δρόμοι στολίζονται ανάλογα, είναι χριστουγεννιάτικη. Τα καταστήματα κι αυτά – βέβαια εκμεταλλεύονται τη γιορτή, με απώτερο σκοπό να πουλήσουν περισσότερα- έχουν κάτι χριστουγεννιάτικο. Έτσι κι αλλιώς δηλαδή οι πάντες έχουν μια αίσθηση ότι έχουμε διακοπές, ότι είναι μεγάλες γιορτές, ότι είναι Χριστούγεννα. Βέβαια όλοι σκέπτονται ότι «να, θα ξεκουραστούμε, να, θα πουλήσουμε περισσότερα και θα βγάλουμε περισσότερα, θα ψωνίσουμε περισσότερα, θα κάνουμε δώρα» κλπ. και ενώ μέσα σ’ αυτά τρόπον τινά χάνεται το πνεύμα των εορτών, χάνεται το πνεύμα της μεγάλης εορτής της Γεννήσεως του Κυρίου, ωστόσο όμως όλο και κάτι μένει.
Όλοι λοιπόν από μικρά παιδιά, όπου κι αν πήγαμε, όπου κι αν βρεθήκαμε, όποιοι κι αν είμαστε, λίγο-πολύ έχουμε αίσθηση αυτές τις ημέρες ότι είναι γιορτές, μεγάλες γιορτές, είναι διακοπές, και συγκεκριμένα είναι Χριστούγεννα, είναι Θεοφάνεια. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει ν’ αναφερθούμε, νομίζω, σ’ αυτές τις γιορτές και μάλιστα να προσπαθήσουμε έτσι λίγο πιό πρακτικά.
Να αρχίσουμε λίγο να σκεπτόμαστε επάνω στο μεγάλο θέμα των εορτών
Πρώτα πρώτα και θεωρητικά και πρακτικά εκείνο το οποίο πρέπει να κάνουμε ο καθένας μας είναι να αρχίσουμε λίγο να σκεπτόμαστε επάνω στο μεγάλο θέμα των εορτών. Πώς να το κάνουμε; Ο άνθρωπος έχει σκέψη, έχει νου, είναι λογικό ον. Δεν είναι απλώς μόνο ότι κινείται με τα πόδια του, ότι κάνει ορισμένα πράγματα με τα χέρια του. Αλλά κι αν ακόμη κάνει ορισμένα πράγματα πρακτικά, εάν δεν συμμετέχει και ο νους του ανθρώπου, εάν δεν συμμετέχει η ψυχή, αν ο άνθρωπος ως λογικό ον, ως ον που έχει ελευθέρα βούληση, ως ον που έχει αυτοσυνειδησία, δεν δώσει τον εαυτό του σε κάτι, δεν φθάνει απλώς μόνο να κινηθούν τα χέρια του, τα πόδια του και να κάνει ορισμένα πράγματα.
Αν ήταν έτσι, ο Χριστός θα ερχόταν στη γη και απλώς θα έκανε ορισμένα πράγματα, όπως και έκανε. Όμως μίλησε κιόλας, μάλιστα μίλησε τρία ολόκληρα χρόνια, και είναι αδύνατο να πέρασε μέρα που να μη μίλησε. Μιλούσε πολύ, πολλές ώρες, έτσι που κουραζόταν και μαζί του και οι Απόστολοι. Γι’ αυτό έχουμε περιπτώσεις που λέει στους Αποστόλους: «Ας πάμε σ’ έναν έρημο τόπο λίγο να ξεκουρασθείτε και να ξαναρθούμε» (Μαρκ. 6, 31).
Πόσα θα είπε ο Κύριος! Και γιατί τα έλεγε όλα αυτά; Τα έλεγε, διότι απευθυνόταν σε λογικά όντα. Δεν απευθυνόταν σε άλογα όντα, αλλά απευθυνόταν σε ανθρώπους που έχουν νου, που έχουν σκέψη, που έχουν λογικό, που έχουν βούληση. Μίλησε στα όρη, στις πεδιάδες, μίλησε κοντά στη θάλασσα· μίλησε νύχτα, μίλησε ημέρα· μίλησε σε πολλούς και σε ολιγότερους. Μίλησε σε μεγάλους, μίλησε σε παιδιά. Μίλησε εν παραβολαίς, μίλησε και μετά από τα θαύματα που έκανε. Μίλησε έτσι που συμπλήρωνε μάλλον τον παλαιό νόμο δίνοντας τον δικό του τέλειο νόμο.
Μίλησε λοιπόν ο Χριστός, διότι απευθυνόταν σε λογικά όντα και ήθελε να τον ακούσουν, να τον προσέξουν, να τον καταλάβουν. Ελέγχει τον λαό, όταν δεν καταλαβαίνει αυτά τα οποία λέει, αλλά και τους μαθητάς του. Κάποτε τους είπε: «Ακμήν και υμείς ασύνετοι εστε;» (Ματθ. 15, 16). Είχε πει κάτι, δεν το κατάλαβαν και τον ρωτούσαν ιδιαίτερα. «Ακόμη και σεις, λέει, ασύνετοι είστε και δεν καταλάβατε τι θέλω να πω;» Είχε την απαίτηση ο Κύριος όχι μόνο να τον ακούν, αλλά και να τον καταλαβαίνουν. Βέβαια εφόσον θα ήθελαν διότι πάντοτε έλεγε: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν» (Ματθ. 16, 24).
Έτσι λοιπόν δεν μπορεί κανείς να γιορτάσει τα Χριστούγεννα, απλώς διότι ακούει τη λέξη Χριστούγεννα ή απλώς που βλέπει τους ανθρώπους να πάνε και να έρχονται και όλο κάτι να κάνουν. Δεν μπορεί κανείς να γιορτάσει Χριστούγεννα αληθινα, εάν δεν σκεφθεί ως λογικό όν: Τί είναι τα Χριστούγεννα; Τί σημαίνει Χριστούγεννα; Τι είναι αυτή η εορτή των Χριστουγέννων; Τι γιορτάζουμε κατά την εορτή αυτή;
Τι κάνει η Εκκλησία;
Ο Κύριος εξήγησε και ερμήνευσε και τον ερχομό του και τη σάρκωσή του και τη Γέννησή του και την όλη ζωή του και τον θάνατό του· γιατί θα πεθάνει, γιατί θα αναστηθεί. αλλά ίδρυσε την Εκκλησία, άφησε την Εκκλησία, για να συνεχίσει το έργο του. Είπαμε και άλλη φορά τι είναι Εκκλησία. Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Τι κάνει η Εκκλησία; από το ένα μέρος συνεχίζει να κηρύττει αυτό που κήρυττε ο Χριστός, να ερμηνεύει αυτό το οποίο φανέρωσε ο Χριστός, που είπε ο Χριστός. Απευθύνεται η Εκκλησία σε λογικά όντα, σε ανθρώπους που έχουν νου, που έχουν σκέψη, που καταλαβαίνουν, που έχουν βούληση, που θέλουν. η Εκκλησία, το όλο έργο της Εκκλησίας, η όλη ζωή της Εκκλησίας, η εν Χριστώ ζωή, η χριστιανική ζωή, δεν είναι μια μαγεία, όπως είπαμε κι άλλες φορές. Η λατρεία η χριστιανική είναι λογική λατρεία· όχι μαγεία. από το άλλο μέρος η Εκκλησία ζει αυτό το οποίο έζησε ο Κύριος. Διότι δεν διδάσκει μόνο η Εκκλησία, αλλά ζει συγχρόνως τη ζωή του Χριστού και δείχνει αυτή τη ζωή του Χριστού στα παιδιά της και σ’ εκείνους τους ανθρώπους που δεν έγιναν ακόμη παιδιά της, για να πιστεύσουν και να γίνουν παιδιά του Θεού, παιδιά της Εκκλησίας.
Επομένως, πρέπει όσο μπορούμε ο καθένας μας -άλλος περισσότερο, άλλος ολιγότερο, άλλος λίγο απλούστερα, άλλος λίγο βαθύτερα, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, βοηθούμενοι και με το να διαβάσουμε, να συζητήσουμε, να ρωτήσουμε, να ακούσουμε- ανάλογα με τις δυνάμεις μας, με το κουράγιο μας, με την όρεξή μας, με τη διάθεσή μας, με τον καημό μας, με τον πόθο μας, να εγκύψουμε, να μεριμνήσουμε και να φροντίσουμε να μάθουμε, ας πούμε, τι είναι τα Χριστούγεννα, τι σημαίνουν Χριστούγεννα ας μην περιμένουμε αυτό μόνο του να γίνει. Πρέπει και ο άνθρωπος να κινηθεί λιγάκι. Πρέπει και ο άνθρωπος λίγο να ζορίσει τον εαυτό του. Πρέπει να δείξει ενδιαφέρον κανείς· δεν γίνεται αλλιώς.
Υποταγή στο πνεύμα της Εκκλησίας
Ο Θεός θέλει να μας δώσει το φως του, να μας δώσει την αλήθεια του, να μη μείνει κανένας μας στην πλάνη, να μην υπάρχει σε κανέναν μέσα του ψέμα, αλλά να υπάρχει μόνο η όλη αποκάλυψη του Χριστού. Θέλει να μάς δώσει την αλήθεια ο Θεός, αλλά χρειάζεται και ο άνθρωπος από τη δική του πλευρά να δώσει τον εαυτό του στην αλήθεια· δηλαδή να φροντίσει να μάθει.
Επομένως, κάνει πάρα πολύ άσχημα εκείνος ο οποίος, ενώ ακούει ότι ήρθε ο Χριστός, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τι είπε ο Χριστός. Και όχι να ενδιαφερθεί μόνο με την έννοια ότι «διάβασα εγώ και κατάλαβα». Όχι. Ο Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία και άφησε την Εκκλησία. Η Εκκλησία μάς δίνει αυτό το οποίο είπε ο Χριστός, η Εκκλησία μάς ερμηνεύει αυτό το οποίο είπε ο Χριστός. Η Εκκλησία είναι εκείνη, η οποία θα μας το δώσει σωστά και απαλλαγμένο από κάθε πλάνη. Γιατί, όπως είναι λάθος το να μην ενδιαφέρεται κανείς καθόλου, λάθος επίσης είναι, όταν ενδιαφέρεται μόνος του.
Όπως λέμε, ο καθένας διαβάζει και βγάζει τα συμπεράσματά του. Δεν είναι έτσι εδώ· ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματά του. Εδώ πρέπει να υποταχθεί κανείς στο πνεύμα της Εκκλησίας. Αν θέλει. Αν δεν θέλει, θα ακολουθήσει όποιον δρόμο θέλει. Θέλει να πάει κοντά στον Χριστό; Να πάει. Δεν θέλει; Να μην πάει. Θέλει να μπει στην Εκκλησία, να υποταχθεί στην Εκκλησία; Να το κάνει. Δεν θέλει; Να μην το κάνει.
Λέει ο απόστολος Παύλος: «Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ» (Β΄ Τιμ. 2, 5). Αν θυμάστε, ο στίχος αυτός περιέχεται στην αποστολική περικοπή που αναγινώσκεται στην εορτή του αγίου Δημητρίου. Και όταν ακόμη κανείς κάνει αγώνα, κάνει άθληση, εάν δεν την κάνει αυτή την άσκηση νόμιμα, δεν μπορεί να στεφανωθεί. Δεν μπορεί ο καθένας ανεξέλεγκτα, δηλαδή όπως θέλει να διαβάζει, όπως θέλει να καταλαβαίνει, όπως θέλει να ερμηνεύει, όπως θέλει να ζει, και να περιμενει, ας πούμε, να τον δοξάσει ο Θεός, να περιμένει να τον στεφανώσει ο Θεός, να περιμένει να τον αγιάσει ο Θεός. Δεν γίνεται έτσι.
Οι Απόστολοι υποτάχθηκαν στον Χριστό. Δεν άκουσαν απλώς τον Χριστό και πήραν αυτά που άκουσαν, και τα εξήγησε ο καθένας όπως ήθελε, αλλά ακολούθησαν τον Χριστό, έμειναν μαζί του τρία ολόκληρα χρόνια και, ενώ τον αρνήθηκαν και απομακρύνθηκαν, ξαναγύρισαν και έμειναν πιστοί σ’ αυτόν. Ήρθε λίγο αργότερα το Άγιο Πνεύμα, τους φώτισε, και τότε κατάλαβαν αυτά που τους είχε πει ο Χριστός. Έτσι ιδρύθηκε η Εκκλησία, και μέσα στην Εκκλησία από τότε μέχρι σήμερα οι πάντες τα πληροφορούνται, τα μαθαίνουν, τα καταλαβαίνουν, τα ζουν, όπως τα ζει η Εκκλησία, όπως τα ερμηνεύει η Εκκλησία, όπως τα δίνει η Εκκλησία. Αυτή είναι η Ιερά Παράδοση. Γι’ αυτό λοιπόν θα πρέπει και να διαβάσει κανείς και ν’ ακούσει και να συζητήσει. Θα πρέπει και να ρωτήσει και να διευκρινίσει μήπως δεν κατάλαβε καλά, μήπως πέφτει έξω, μήπως πλανάται, μήπως κάνει του κεφαλιού του· αυτό δηλαδή που λέει το δικό του το μυαλό.
Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε
Να μελετήσουμε λοιπόν: Τι είναι Χριστούγεννα; Γιατί την επομένη των Χριστουγέννων έχουμε τη Σύναξη, όπως λέμε, της Παναγίας; Τι είναι η Περιτομή του Κυρίου; Γιατί γιορτάζουμε την Περιτομή του Κυρίου; Τι είναι τα Θεοφάνεια; Τι είναι η δεύτερη ημέρα των Θεοφανείων; Τι σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά;
Το πρώτο πρώτο λοιπόν, παρακαλώ, είναι αυτό που θα κάνουμε ο καθένας, όσο μπορούμε. Να το ξέρουμε ότι ο Θεός δεν θέλει να κάνουμε αυτό που δεν μπορούμε. Ταμπουρωνόμαστε και λέμε «δεν μπορώ». Αν όντως δεν μπορείς, δεν το θέλει ο Θεός αυτό που δεν μπορείς. Ο Θεός θέλει αυτό που μπορείς. Αλλά, αν το πάρεις λίγο καλά, σωστά το θέμα, θα δεις ότι πάρα πολλά που μπορείς, αποφεύγεις να τα κάνεις από τεμπελιά, από αδιαφορία, μην μπλέξεις και χάσεις βέβαια τον εγωισμό σου.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξέρουμε πολλά έως τώρα. Το θέμα δεν είναι απλώς να ξέρουμε. Μπορεί να ξέρουμε τι είναι Χριστούγεννα κλπ.· νά ‘χουμε διαβάσει, νά ‘χουμε ακούσει. Δεν είναι μόνο αυτό. Εκείνο που χρειάζεται αυτές τις ημέρες, καθώς πλησιάζουμε στις γιορτές, είναι να το έχουμε στη σκέψη μας. Πώς άλλα πράγματα κανείς τα έχει στη σκέψη του, τα δουλεύει με τη σκέψη του, τα συλλογίζεται; Βέβαια χωρίς να παθαίνει ψύχωση. Εκείνο είναι κάτι άρρωστο· δεν είναι σωστό.
Ας πούμε, πάει κανείς να δώσει εξετάσεις και συνέχεια αυτό σκέπτεται. Ή θα κάνει κάποια επίσκεψη, και το μυαλό του είναι εκεί και σκέπτεται πώς θα γίνει, πώς δεν θα γίνει. Ή έχει μια συνάντηση που θα είναι κάτι ευχάριστο κλπ. και σκέπτεται πώς θα τη χαρεί, πώς θα την ευχαριστηθεί, πώς θα μπορέσει να ζήσει εκείνη την ώρα της συναντήσεως πολύ καλά κλπ. Ή ό,τι άλλο.
Ο άγιος Ιγνάτιος
Ει δυνατόν, θα έλεγε κανείς, αυτές τις ημέρες μέσα στο νου μας και μέσα στην καρδιά μας να γραφεί η λέξη «Χριστούγεννα». Όπως λέγεται για τον άγιο Ιγνάτιο που γιορτάζουμε αύριο ότι, όταν τον έφαγαν τα θηρία, την καρδιά δεν την έφαγαν και είδαν μέσα στην καρδιά του γραμμένη τη λέξη Χριστός. Και έδωσαν την εξήγηση ότι είχε πολλή αγάπη για τον Χριστό. Βέβαια είναι μιά παράδοση, και μπορεί να μην είδαν τη λέξη γραμμένη, όμως στην ουσία, στην πραγματικότητα, όντως έτσι ήταν.
Όπως θυμάστε, ήθελε πότε και πότε να πάει να τον φάνε τα θηρία, να καταφάγουν, να αλέσουν το σώμα του με τα δόντια τους, σαν να είναι μύλος, ας πούμε, τα δόντια των θηρίων, για να γίνει, λέει, του Χριστού, για να γίνει μαθητής του Χριστού, να γίνει αλεύρι και άρτος του Χριστού. «Ύδωρ ζων εν εμοί», λέει, με καλεί στον ουράνιο Πατέρα. Τίποτε δεν μπορεί να με εμποδίσει απ΄ αυτό κλπ. Ακριβώς διότι είχε πολλή αγάπη στον Χριστό, γράφτηκε, ας πούμε, αυτή η λέξη. Και ίσως απ΄ αυτό να ονομάσθηκε Θεοφόρος, δηλαδή αυτός που φέρει τον Θεό. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Ίσως όμως ονομάσθηκε έτσι επειδή -υπάρχει αυτή η παράδοση- είναι το παιδί εκείνο που είχε κρατήσει στην αγκαλιά του ο Χριστός, όταν είπε στους μαθητάς του και στους άλλους: «Αν δεν γίνετε, όπως αυτό το παιδί, κι εσείς παιδιά» δηλαδή στη σκέψη και ως προς την ακακία, «δεν θα μπορέσετε να μπείτε στη βασιλεία του Θεού». Θεοφόρος είναι εκείνος που φέρει τον Θεό, αλλά και που φέρεται από τον Θεό.
Το μεγάλο λάθος των χριστιανών
Αλλά θέλω να επανέλθω στο θέμα μας. Ει δυνατόν να γραφεί μέσα στην καρδιά μας, και αν κάποιος ανοίξει την καρδιά μας, να βρει γραμμένη τη λέξη Χριστούγεννα, Γέννηση του Χριστού, Χριστός. Και χωρίς να πάθει κανείς κάτι άρρωστο, δηλαδή ψύχωση και τέτοια, που, όπως είπαμε, είναι άρρωστα πράγματα, να το σκέπτεται, να το αγαπά πολύ αυτό και να παρακαλεί τον Χριστό να τον βοηθήσει να εμβαθύνει, να το νιώσει, να το ζήσει τοσο πολύ, ώστε να γραφεί μέσα στην καρδιά του, μέσα στον νου του, μέσα στη σκέψη του, η λέξη Χριστούγεννα και το όλο γεγονός αυτό. Το ίδιο να γίνει με την άλλη γιορτή, το ίδιο να γίνει και με την άλλη γιορτή κλπ.
Πρώτα λοιπόν και κύρια πρέπει, παρακαλώ πολύ, να το σκεφθούμε, να το μελετήσουμε. Να μην είναι δηλαδή σαν κάτι επιπλέον, σαν κάτι πρόσθετο. Καθώς κάνουμε όλα τ’ άλλα, κάνουμε και αυτό, που κι αν δεν είναι, δεν πειράζει. Αυτό είναι το μεγάλο λάθος των χριστιανών, των σημερινών χριστιανών. Πρώτα είναι ο Χριστός, πρώτα είναι το έργο αυτό που έκανε ο Χριστός για μας, αυτό που κάμνει ο Χριστός για μας. Επομένως, πρώτα είναι η γιορτη αυτή που λέγεται Χριστούγεννα, το νόημα των Χριστουγέννων, αυτό το γεγονός, ας πούμε, που γιορταζουμε, και ύστερα είναι το ότι θα στρώσουμε καλύτερο τραπέζι, θα πάρουμε ίσως και καινούργια ενδύματα, θα συγυρίσουμε περισσότερο το σπίτι, θα κάνουμε ίσως και κάτι άλλο. Πρώτα όμως αυτό. Δεν γίνεται αλλιώς. Να το καταλάβουμε αυτό καλά καλά και να δώσουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό.
Να κοινωνήσουμε κατά έναν ίδιαίτερο τρόπο
Έπειτα έτσι πρακτικά θα ήταν καλό να σκεφθούμε και ως εξής: κάθε μέρα τρώμε, και μερικοί κάθε μέρα ή τέλος πάντων αρκετές φορές έχουν καλό φαγητό, ας πούμε, και τρώνε. Αλλά όμως στρώνουν το τραπέζι κατά έναν συνηθισμενο τρόπο, τρώνε κατά έναν συνηθισμένο τρόπο, τελειώνουν και πηγαίνουν στις δουλειές τους. Όμως την ημέρα των Χριστουγέννων, του Πάσχα, των Θεοφανείων, την ημέρα που έχουν μια άλλη γιορτή κλπ., πάλι το ίδιο φαγητό θα φάνε -ο άνθρωπος πόσο θα φάει; Δεν είναι στο χέρι του να φάει πολύ. Θα φάει, θα φάει, χόρτασε. Τι έγινε;- αλλά και θα το φροντίσουν περισσότερο και θα το γιορτάσουν. Θέλω να τονίσω δηλαδή τούτο: ενώ τρώμε κάθε μέρα και τρώμε κατά έναν συνηθισμένο τρόπο, όταν έρθει μια εξαιρετική ημέρα, πάλι θα φάμε τα ίδια -το πολύ πολύ να προσθέσουμε κανένα γλυκό παραπάνω, αλλά κατά τα άλλα το στομάχι θα γεμίσει κατά τον ίδιο τρόπο- όμως φροντίζουμε να το χαρούμε περισσότερο, ας πούμε, να το καταλάβουμε, να το νιώσουμε καλύτερα. Γίνεται και ανάλογη προετοιμασία, και το σκεπτόμαστε.
Είπαμε προηγουμένως, κάποια ημέρα που έχουμε γιορτή, έχουμε πανηγύρι, έχουμε γάμο κλπ. από πιό μπροστά το σκεπτόμαστε, το μελετούμε. Έτσι, θα στρωθεί το τραπέζι, θα μπουν τα λουλούδια, θα μπουν οι κάρτες, η επίπλωση θα ναι ανάλογη, και το γιορτάζουμε, το χαιρόμαστε. Όσες βέβαια οικογένειες τα καταφέρνουν έτσι. Γιατί σε μερικές οικογένειες τέτοιες μέρες γίνονται οι μεγαλύτεροι καβγάδες. αλλά όσες οικογένειες τα καταφέρνουν, γιορτάζουν και περνούν ευχάριστα την ημέρα αυτή που κάνουν μιά οποιαδήποτε γιορτή.
Θέλω να πω δηλαδή κάτι που δεν το έχουμε πει άλλη φορά, και νομίζω ότι πρέπει να το πούμε σήμερα. Το τραπέζι, το φαγητό που μας δίνει ο Θεός, είναι η Θεία Κοινωνία. Κοινωνούμε πολλές φορές τον χρόνο. Κυριακές, καθημερινές και ημέρα και σε αγρυπνία κλπ. Πολλοί χριστιανοί κοινωνούν πολλές φορές κατά τη διάρκεια του έτους. Και τα Χριστούγεννα θα κοινωνήσουμε. Δεν θα κάνουμε τίποτε περισσότερο. Όμως νομίζω ότι θα μπορούσαμε, ας πούμε, αυτή την ημέρα να κοινωνήσουμε -όπως και οποιαδήποτε άλλη γιορτή-κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο. Όχι ότι μειώνεται η Θεία Κοινωνία τις άλλες μέρες. Όπως είπαμε για το φαγητό, κάθε μερα τρώμε και χορταίνουμε. Αλλά σε μιά γιορτή φροντίζουμε να το χαρούμε ακόμη περισσότερο το φαγητό που θα φάμε.
Προετοιμασία για τη χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία
Όλοι ετοιμάζονται να κοινωνήσουν τα Χριστούγεννα και πολύ καλά κάνουν. Ει δυνατόν να μη μείνει κανένας χριστιανός που να μην κοινωνήσει προπαντός τις μεγάλες γιορτές: τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, το Πάσχα. Γι’ αυτό όλοι πρέπει να ετοιμασθούν οπωσδήποτε με τη μετάνοια, με την εξομολόγηση, με την κάθαρση κλπ. Αλλά θα ήθελα να τονίσω σήμερα, να το σκεφθούμε ότι «θα κοινωνήσω τα Χριστούγεννα». Είναι η χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία, είναι η χριστουγεννιάτικη γιορτή, είναι η χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία. Επομένως, ας ετοιμασθώ λίγο καλύτερα, ας το σκεφθώ λίγο περισσότερο, ας το μελετήσω, ας δώσω λίγο περισσότερο την καρδιά μου, ας το χαρώ λίγο περισσότερο, ας το ποθήσω λίγο περισσότερο.
Τον άλλο καιρό ίσως δεν μπορείς, ας πούμε, να κάνεις ορισμένα πράγματα. Φρόντισε αυτή την ημέρα και σε κάθε γιορτή να έχεις όσο το δυνατόν καθαρή καρδιά, να είσαι όσο το δυνατόν συμφιλιωμένος με όλους, να μην είναι κανείς στενοχωρημένος, λυπημένος μαζί σου. Όχι μόνο εσύ να μην είσαι τσακωμένος με κανέναν, αλλά και άλλος να μην είναι λυπημενος μαζί σου. Να φροντίσεις, όσο εξαρτάται από σενα, να φύγει από τη μέση η λύπη, η στενοχώρια. Να διαβάσεις ίσως κάποιο βιβλίο το οποίο μιλάει για τη Θεία Κοινωνία, να διαβάσεις την ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως, να προσευχηθείς λίγο περισσότερο.
Αν μπορέσεις να βρεις λίγο χρόνο, έστω λίγα λεπτά, να αποσυρθείς κάπου. Και ένα λεπτό να το κάνει κανείς. Δεν θα βρει ένα λεπτό; Ένα λεπτό να καθίσεις έτσι ειδικά γι’ αυτόν τον λόγο, να μείνεις μόνος με μόνο τον Θεό και να σκεφθείς: «Θεέ μου, εγώ θα έλθω να κοινωνήσω». Όσο μπορεί να το κάνει κανείς και να μελετήσει το μυστήριο. Να προδιαθέσει την ψυχή του, την όλη ύπαρξή του για το μεγάλο αυτό δείπνο, για το μεγάλο αυτό τραπέζι, για τη Θεία Κοινωνία, τη γιορτινή Θεία Κοινωνία, τη χριστουγεννιάτικη Θεία Κοινωνία.
Δεν έχει τίποτε παραπάνω αυτή η Θεία Κοινωνία από τις άλλες ούτε οι άλλες είναι υποδεέστερες από αυτήν, αλλά ανθρωπίνως όμως μπορούμε, όπως κάνουμε για το κοινό τραπέζι, κάτι περισσότερο να κάνουμε, για να νιώσουμε τη Θεία Κοινωνία των Χριστουγέννων πιο πολύ, για να τη γιορτάσουμε αυτή τη Θεία Λειτουργία, αυτή τη Θεία Κοινωνία πιο πολύ.
Μία απαραίτητη ενέργειά μας: η συμφιλίωση με όλους
Και όπως αντιλαμβάνεσθε, έρχεται στη συνέχεια ότι πρέπει να κάνει κανείς μερικά πρακτικότερα πράγματα. και βασικό είναι αυτό το οποίο μόλις προηγουμενως είπα: η συμφιλίωση με όλους. Όλοι να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τρόπο αυτές τις ημέρες, είτε με μιά καρτούλα είτε μ’ ένα δωράκι είτε μ’ ένα τηλέφωνο είτε μ’ έναν άλλο τρόπο, ας πούμε, να ξεπεράσουμε τα αγκάθια, να ξεπεράσουμε όλα εκείνα τα οποία δηλητηριάζουν την ψυχή μας, όλες εκείνες τις καταστάσεις που μας κάνουν να έχουμε μέσα μας την πικρία, να έχουμε μέσα μας μια στενοχώρια.
Να γλυκάνουμε την ψυχή μας με τη φιλία, με την αγάπη, με τη συμφιλίωση, με την τακτοποίηση. Και αυτό μπορεί ν’ αρχίσει και πρέπει ν’ αρχίσει πρώτα από το σπίτι, πρώτα από τους ίδιους τους δικούς μας. Να κάνουν οι γονείς μια συγκατάβαση στα παιδιά και να συμφιλιωθούν. Να κάνουν επίσης τα παιδιά μια συγκατάβαση και να συμφιλιωθούν με τους γονείς. Ο σύζυγος με τη σύζυγο… Βέβαια, μένουν στο ίδιο σπίτι, μιλάνε, τρώνε μαζί κλπ., αλλά όλο και κάτι υπάρχει μέσα τους. Μια ευκαιρία καλή· Χριστούγεννα είναι. Να κυλήσει πραγματικά η αγάπη. Να δοθεί πραγματικά η αγάπη από τον ένα στον άλλο. Να βασιλεύσει η αγάπη, να μονοιάσει όλους η αγάπη, να τους φιλιώσει όλους, να τους κάνει να νιώσουν ότι είναι όλοι παιδιά του Θεού.
Ποιος μπορεί να πει «εγώ είμαι καλύτερος από τον άλλο»; Ποιος μπορεί να σταθεί και να πει ότι «είμαι λιγότερο αμαρτωλός από τον άλλο»; Ποιος, ποιος; Άγιος να είναι κάποιος, ενώπιον του Θεού, σε σύγκριση με τον μεγαλύτερο αμαρτωλό, δεν μπορεί να πει «εγώ είμαι άγιος κι εσύ είσαι αμαρτωλός». Ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος βγάζει την κρίση για τον καθένα. Εμείς ενώπιον του Θεού είμαστε όλοι πλάσματά του, όλοι εν αμαρτίαις, όλοι με τα λάθη μας, όλοι με τους εγωισμούς μας και επιστρέφουμε σ’ αυτόν με ταπείνωση, με απλότητα και ζητούμε τη συγχώρηση. Και πάντοτε μας υπενθυμίζει ο Κύριος και μας λέει ότι πρέπει μεταξύ μας να συμφιλιωθούμε, ότι πρέπει να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο.
Επομένως, όλο και θα βρούμε -θέλω να τονίσω τα πρακτικά- έναν τρόπο, έναν γλυκό λόγο, ένα δωράκι, όπως είπαμε -το οποίο αυτό καθ’ εαυτό μπορεί να μην έχει καμιά άξια- μιά καρτούλα που θα γράψεις δυο λέξεις, για να συμφιλιωθούμε ακόμη και μέσα στο σπίτι. Πρέπει να βάλεις κατά μέρος το θέλημά σου, να βάλεις κατά μέρος τον εγωισμό σου, να βάλεις κατά μέρος το πικάρισμά σου, να βάλεις κατά μέρος το ότι είσαι θιγμένος. Επίσης, μιά εκδούλευση να κάνεις στον άλλο, μια χάρη να κάνεις στον άλλο. «Ασ’ το, μπαμπά -να πει το παιδί- θα το κάνω εγώ αυτό· μη στενοχωριέσαι, το αναλαμβάνω εγώ»· και να ξενοιάσει ο άνθρωπος. Μπορεί μετά να μη δει διαφορετικά το παιδί αυτό; Όπως επίσης από την πλευρά τους ο μπαμπάς, η μαμά, να πουν: «Καλά, παιδί μου. Χριστούγεννα έρχονται. Προσπάθησε κι εσύ κι εμείς να μη στενοχωρεί ο ένας τον άλλο. Να περάσουμε γλυκύτερες αυτές τις ημέρες, κάπως καλύτερα αυτές τις ημέρες».
Δεν μπορούμε να συμβιβάσουμε τα ασυμβίβαστα
Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα για μας, άλλοι όμως δεν τα δέχονται έτσι, περιττό να πούμε ότι κάπως αλλιώτικη θα ‘ναι η ζωή η δική μας. Να το προσέξουμε αυτό, σας παρακαλώ. Δεν θα σηκωθούμε να φύγουμε. Θα ζήσουμε ανάμεσα στους άλλους. Μέσα στις πόλεις που ζουν οι άλλοι, κι εμείς. τα ίδια καυσαέρια, κι εκείνοι κι εμείς. Τα ίδια πάνε, έλα κλπ. Όλα αυτά θα ‘ναι τα ϊδια, αλλά τελικά όμως δεν μπορούμε, ας πούμε, να συμβιβάσουμε και να συνδυάσουμε τα ασυμβίβαστα και τα ασυνδύαστα.
Δεν μπορείς δηλαδή από το ένα μέρος τάχα να σκέπτεσαι για τα Χριστούγεννα, για τη γιορτή των Χριστουγέννων, για τη Γέννηση του Χριστού, για το μεγάλο αυτό γεγονός, για τον ερχομό του ίδιου του Θεού στη γη για τη σωτηρία των ανθρώπων, και από το άλλο μέρος να σκέπτεσαι σε ποιο μέρος θα πας να κάνεις το ρεβεγιόν σου ή να κάνεις άλλες κοσμικές εκδηλώσεις. Δεν γίνεται. Πώς να το κάνουμε; Είναι ένα λάθος αυτό. Εντάξει· όσοι θέλουν να πάνε να κάνουν εκείνο, να κάνουν εκείνο. Όμως, άμα εσύ θέλεις να είσαι χριστιανός, να ξέρεις ότι δεν μπορούν να γίνουν και τα δύο. Ένα από τα δυό καρπούζια θα κρατήσει κανείς στη μασχάλη· και τα δυό δεν γίνεται. Κι όσοι τυχόν το επιχειρούν αυτό, τελικά χάνουν και τα δύο. Επομένως, και θα νηστεύσουμε.
Θ’ ακούσετε να λένε «τι νηστείες και τι εγκράτεια…». Ας τα λένε. Εκείνοι αυτό νομίζουν ότι είναι το σωστό. Αλλά όποιος όμως πιστεύει στον Χριστό, πιστεύει στην Εκκλησία και θέλει να γνωρίζει πώς έχουν τα πράγματα, να ξέρει ότι θα νηστεύσει. και θα νηστεύσουμε και θα αποφύγουμε τα κοσμικά και θα πάμε στην εκκλησία, που είναι το πρώτο και κύριο. Δηλαδή πώς μπορείς να δικαιολογηθείς ως χριστιανός να είναι Κυριακή πρωί και προπαντός να είναι γιορτές και εσύ να απουσιάζεις;
Το θέμα είναι να βρεθούμε μέσα στο μυστήριο
Στη Θεία Λειτουργία, όπως έχουμε πει, έχουμε όντως τον Χριστό, έχουμε όντως όλη τη ζωή του, έχουμε τη Γέννησή του, τη διδασκαλία του, το κήρυγμά του, έχουμε τον θάνατό του, την Ανάστασή του. Μέσα στη Θεία Λειτουργία, μέσα στο μυστήριο αυτό. Αυτό θα πει Θεία Λειτουργία, και συ κάθεσαι και κοιμάσαι; Και γιατί κοιμάσαι; Διότι ξενύχτησες στο ρεβεγιόν, διότι ξενύχτησες στην τράπουλα. Δεν γίνεται. Όπως είπαμε, όποιος θέλει να κάνει εκείνα, να τα κάνει. αλλά δεν μπορούν να συμβιβαστούν αυτά τα πράγματα. Θα σηκωθείς λοιπόν και θα πας στην εκκλησία. για πολλούς και διαφόρους λόγους Αν δεν μπορείς να πας όλη την ώρα, να πας όση ώρα μπορείς. Τουλάχιστον στη Θεία Λειτουργία.
Και με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να πω ότι σε μια κοσμική γιορτή, σε μιά εκδήλωση κοσμική, φροντίζει κανείς να πάει από τους πρώτους και για να πιάσει θέση, αλλά και για να μη χάσει τίποτε από την αρχή. Να τα δει όλα, να τ’ ακούσει όλα κλπ. Γιατί να μην πας, να μη φροντίσεις να πας εσύ που μπορείς, όποιος μπορεί -όποιος δεν μπορεί…- από την αρχή; Μην πεις: «Τι ώρα αρχίζουν τα Χριστούγεννα;» Στις 5 η ώρα. «Τι ώρα τελειώνουν;» Στις 8-8:30. «Εγώ θα πάω κατά τις 7:30».
Γιατί να μην πας από την αρχή ν’ ακούσεις τα πρώτα τροπάρια, «Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός, ακολουθήσωμεν…»; Πώς θα τα ακούσεις αυτά; Θα πας ύστερα να βάλεις το ραδιόφωνο να τα ακούσεις από το ραδιόφωνο ή να τα ακούσεις από την κασέττα; Καλές είναι οι κασέττες, για να εξυπηρετούν κλπ., αλλά όμως δεν μπορούν οι κασέττες και το ραδιόφωνο να αντικαταστήσουν το μυστήριο. Δεν είναι μόνο να ακούσουμε τα τροπάρια. Το θέμα είναι να βρεθούμε μέσα στο μυστήριο. Η όλη λατρεία είναι μυστήριο και ειδικότερα η Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Λειτουργία είναι πηγή για όλη τη λατρεία.
Από τη στιγμή που ο ιερέας θα πει «Ευλογητός ο Θεός…» και θ’ αρχίσει πρώτα η λιτή και στη συνέχεια ο όρθρος, μπήκαμε μέσα στο μυστήριο της λατρείας. Και όταν ψάλλεται «Δεύτε ίδωμεν πιστοί…», δεν είναι απλώς ότι το ακούμε, που πρέπει να το ακούσουμε, γιατί είμαστε λογικά όντα, αλλά είμαστε μέσα στο μυστήριο αυτό της λατρείας. και αν είναι ανάλογη η στάση της ψυχής μας, πράγματι σαν να είμαστε στον δρόμο προς τη Βηθλεέμ που γεννήθηκε ο Χριστός και πάμε όντως να δούμε εκεί στη φάτνη το νήπιο και να σπαρταρήσει η ψυχή μας, ας πούμε, από την ουράνια επίσκεψη, από τη χαρά, από τον εξαγνισμό, από την κάθαρση, από τον φωτισμό, από όλα εκείνα τα οποία θα γίνουν μέσα μας. Θα πας και την πρώτη ημέρα των Χριστουγέννων και τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και την τρίτη -όποιος μπορεί – και την Πρωτοχρονιά.
Θα πιέσουμε τον εαυτό μας. Δεν γίνεται αλλιώς
Και να μου επιτρέψετε να πω: όποιος θέλει να είναι χριστιανός, χριστιανός αληθινός, όποιος πιστεύει στον Χριστό, πιστεύει στην Εκκλησία και θέλει να έχει μέσα του τον Χριστό, όποιος θα κοινωνήσει, θα πάρει μέσα του το σώμα και το αίμα του Χριστού, όποιος αναθέτει την ελπίδα του στον Χριστό και το παν γι’ αυτόν είναι ο Χριστός, όποιος θέλει έτσι να ζει, και από το άλλο μέρος νομίζει ότι πρέπει να παίξει χαρτιά το βράδυ του αγίου Βασιλείου, να με συγχωρήσει, αλλά δεν ξέρει τι κάνει και δεν ξέρει τι λέει και δεν ξέρει τι πιστεύει. Αυτό καθεαυτό, ας πούμε, το χαρτοπαίγνιο είναι κακό, αλλά εφόσον το κάνουν και γι’ αυτόν το λόγο, είναι δυό φορές κακό, τρεις φορές κακό, δέκα φορές κακό. Ας τα έχουμε υπόψιν μας, γιατί διαπιστώνω ότι υπάρχουν χριστιανοί που θέλουν να είναι με τον Χριστό, αλλά να μην αφήσουν κι εκείνα κει τα πράγματα. Δεν γίνεται. Τα κοσμικά είναι κοσμικά. Οι άνθρωποι που θέλουν ν’ ακολουθήσουν εκείνον τον δρόμο, ας τον ακολουθήσουν. Δεν θα τα βάλουμε μαζί τους.
Το Ευαγγέλιο λίγο-πολύ είναι γνωστό σε όλη την οικουμένη. Ακόμη και στην Κίνα έχει φθάσει το Ευαγγέλιο και στην Ιαπωνία και στις Ινδίες και σ’ όλη την Ασία αλλά και στις άλλες ηπείρους. Παντού έχει φθάσει το Ευαγγέλιο. Όποιος θέλει το πιστεύει, όποιος θέλει το ακολουθεί. οποίος δεν θέλει… Πολύ περισσότερο εμείς εδώ. Κανέναν δεν πρέπει να αναγκάσουμε, κανέναν δεν πρέπει να πιέσουμε. Τον μόνο που πρέπει να πιέσουμε, εάν θέλουμε, είναι ο εαυτός μας· αλλά εάν θέλουμε. Όμως πρέπει να ξέρουμε ότι, αν θέλουμε να γίνουμε του Χριστού, δηλαδή το ποθούμε, θα πιέσουμε τον εαυτό μας. Δεν γίνεται αλλιώς. «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν».
Μερικοί νομίζουν ότι απλώς που πίστευσαν, πόθησαν, θέλησαν, απλώς που επιθυμούν να γίνουν του Χριστού, θα γίνει αυτό. Όχι· θα καθίσεις κάτω. Δυσκολεύεσαι να νηστεύσεις, όμως θα νηστεύσεις. Δυσκολεύεσαι να πας νωρίτερα στην Εκκλησία, όμως θα πας. Δυσκολεύεσαι να προετοιμασθείς κλπ., όμως θα το κάνεις αυτό. Δυσκολεύεσαι να φροντίσεις να μάθεις τι είπε ο Κύριος, τι θέλει ο Κύριος από σένα, δυσκολεύεσαι να προσπαθήσεις να εφαρμόσεις ό,τι είπε ο Κύριος. Όμως να το πάρεις έτσι: «Δύσκολο, ξεδύσκολο, αφού το θέλει ο Θεός μου, αφού εγώ τον αγαπώ, όλα θα τα κάνω για την αγάπη αυτή». Κάπως έτσι.
Να μη σας κουράζω, αδελφοί μου, περισσότερο. Κοντά στα όσα έχουμε πει άλλες φορές, στα όσα ξέρετε μόνοι σας ή κι από αλλού, στα όσα διαβάζετε και θα διαβάσετε αυτές τις ημέρες, ας έχουμε κι αυτά υπόψιν μας, και έτσι να μας βοηθήσει όλους ο Θεός πραγματικά να γιορτάσουμε κάπως καλύτερα Χριστούγεννα φέτος με την Χάρι του και τη βοήθειά του.
http://paterikakeimena.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου