Ο Νίκος Γ. Πεντζίκης άφησε βαθιά τη σφραγίδα του στη ζωή μου
διδάσκοντάς με πολλά για τη ζωή και το γράψιμο.
Άκουσα γι᾿ αυτόν πρώτη φορά από ένα συμφοιτητή μου του
οποίου ο αδελφός υπήρξε μαθητής του π. Παϊσίου. Μου φάνηκε παράξενο που ο αυτός
ο αγιορείτης ασκητής, τον οποίο λίγο είχα γνωρίσει μέχρι τότε, συνιστούσε ένα
λογοτέχνη. Είχε όμως διαγνώσει το σπάνιο ήθος του και τον αγώνα του να
εγκολπωθεί την ταπεινοφροσύνη.
Τον συνάντησα πρώτη φορά σε μια ομιλία του στη Θεολογική
Σχολή του ΑΠΘ το 1976. Ο λόγος του ήταν πολύ διαφορετικός από των άλλων,
ελάχιστα κατανοητός, κι η συμπεριφορά του όχι η αναμενόμενη από έναν
«πνευματικό» άνθρωπο. Αυτό που έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου ήταν όσα
είπε για το αίσθημα, που το συνιστούσε ένθερμα ως στόχο ζωής και που με
καθόρισε σημαντικά αργότερα. Εν ολίγοις έλεγε: «συναίσθημα=αίσθημα+εγωισμός».
Όταν μια φοιτήτρια τον ρώτησε πώς θα φτάσουμε στο αίσθημα, απάντησε: «Έχετε
φάει χυλόπιτα;». Εκείνη άλλαξε πολλά χρώματα, κι ο Πεντζίκης εξήγησε ότι
χρειάζεται μια δυνατή απογοήτευση, για να καθαρθεί το συναίσθημα από τον
εγωισμό και να γίνει αίσθημα. Πριν από την ομιλία, προσέβαλε βάναυσα την ευειδή
βοηθό ενός ιερωμένου καθηγητή. Ήταν ο τρόπος του για να δείξει την αποστροφή
του προς τον καθωσπρεπισμό και τις συμβατικότητες.
Μετά την ομιλία τον επισκέφτηκα στο σπίτι του. Με δέχτηκε με
προσήνεια αλλά, βλέποντας μπροστά του ένα φοιτητή που φαινόταν του
«κατηχητικού», φρόντισε να με σοκάρει μιλώντας μου για γυναίκες. Όταν
διαπίστωσε πως δεν ταράχτηκα, γίναμε φίλοι[i]. Βρήκαμε κοινά ενδιαφέροντα: την
αγάπη για το Άγιο Όρος και τη γεωγραφία. Μου χάρισε το βιβλίο του «Σημειώσεις
εκατό ημερών», βρίζοντας τον «Αστέρα» που δεν το προώθησε και του επέστρεψε
εκατοντάδες αντίτυπα. Το διάβασα, δεν το κατάλαβα τελείως, αλλά όταν το
τελείωσα, αναλύθηκα σε δάκρυα. Ένιωσα μια κάθαρση. Ήταν η πρώτη ρωγμή στον
πυρήνα του ορθολογισμού μου.
Ακολούθησαν κι άλλες συναντήσεις μας, συνήθως δυο ή τρεις
φορές τον χρόνο, σε κλίμα πατρικής αγάπης, μέχρι την τελευταία που μου
εξομολογήθηκε κάποιες δυσκολίες του του παρελθόντος και γίναμε φίλοι. Είχαμε
και μια αρκετά τακτική αλληλογραφία.
Έμαθα πολλά δίπλα του: Την αγάπη για τη μεσαιωνική
γραμματεία, για τη μη συμβατική συμπεριφορά, για τον ανορθολογισμό, για τα
πράγματα, αντί των εννοιών και των ιδεών που αντιπαθούσε όσο οτιδήποτε άλλο και
τις ονόμαζε «αηδίες», κάνοντας λογοπαίγνιο με την αγγλική προφορά της λέξης...
Του άρεσε η απαρίθμηση των πραγμάτων, όπως ο κατάλογος των πλοίων στην Ιλιάδα,
που τον θεωρούσε το καλύτερο κομμάτι του Ομήρου, και τα memorabilia, τα διάφορα
ασήμαντα θυμητάρια από γνωστούς ή άγνωστους ανθρώπους (συνήθως νεκρούς) ή από κάποια
γεγονότα, μέσω των οποίων προσπαθούσε να έρχεται σε επαφή μαζί τους, και η
ψηφαρίθμηση.
Κάποτε κάθησε υπομονετικά, με τις ώρες, να μου εξηγήσει πώς
εργαζόταν με την ψηφαρίθμηση. Άθροιζε τις αριθμητικές τιμές των γραμμάτων κάθε
λέξης ενός κειμένου, μέχρι το άθροισμα να του δώσει έναν αριθμό από το 1 ώς το
9. Ή μετρούσε την ποιότητα των γραμμάτων της (ένρινα, χειλικά, κλπ.). Κάθε
αριθμό από το 1 ώς το 9 ή κάθε ποιότητα τα συνέδεε με μια ομάδα πραγμάτων, πχ.,
φως, νερό, κλπ., όταν έγραφε, ή με κάποια απλά σχήματα, με τα οποία γέμιζε τον
πίνακα, όταν ζωγράφιζε. Πχ., αν το αποτέλεσμα παρέπεμπε στο φως, έγραφε την
πρώτη φράση που του ερχόταν στο μυαλό όπως: «Ο ήλιος βγήκε στο παράθυρο». Και
συνέχιζε ψηφαριθμώντας άλλα κείμενα.
Αυτή η εργασία ήταν πολύ επίπονη για το μυαλό του αλλά και
τον Πεντζίκη ολόκληρο. Έλεγε όμως πως έτσι καθαιρόταν το μυαλό του,
εξαφανίζονταν οι ιδέες και πήγαζε το αίσθημα από το κέντρο της ανθρώπινης
ύπαρξης, την καρδιά του. Από το 1969 σταμάτησε να ψηφαριθμεί κοσμικά κείμενα
και ψηφαριθμούσε μόνο το συναξάρι της ημέρας από τον Συναξαριστή του αγίου
Νικοδήμου. Συνήθως σηκωνόταν νωρίς το πρωί και δούλευε έτσι μέχρι το μεσημέρι.
Αυτός ήταν ο δικός του, «κοσμικός» κανόνας, όπως έλεγε, παραλληλίζοντάς τον με
τον κανόνα προσευχής του μοναχού.
Πρώτη φορά επισκέφτηκε το Άγιο Όρος το 1933 και συμπλήρωσε
περίπου εβδομήντα προσκυνήματα μέχρι την κοίμησή του. Η πρώτη επίσκεψη κλόνισε
μια και καλή τον ορθολογισμό του κι ήταν η αφορμή για να αναθεωρήσει τη ζωή και
τις απόψεις του για την τέχνη και τη συγγραφή.
Ενώ ήταν δύσκολος άνθρωπος και αθυρόστομος (δεν δίσταζε να
κάνει σκουπίδι κάποιον με την παραμικρή αφορμή, κυρίως όταν του φαινόταν πως
υποκρινόταν ή είχε οίηση) σεβόταν πολύ τους αγιορείτες μοναχούς και δεν
αντιδρούσε σε οποιεσδήποτε κριτικές τους, γιατί ένιωθε πως είχαν επιλέξει ένα
θάνατο στη ζωή τους (ήταν πολύ διαφορετικές οι συνθήκες ζωής στο Όρος τις
δεκαετίες μετά τον πόλεμο από τις σημερινές).
Θήλασε από τη σοφία των απλών, των σαλών και των
περιφρονημένων μοναχών αυτής της εποχής κι ο καρπός αυτής της σχέσης φάνηκε στα
έργα του, τα στριφνά και δυσνόητα εκ πρώτης όψεως, όμως συνταγμένα με πολύν
αγώνα “προς καταστροφή του φυσικού προσώπου σε μια προσπάθεια προς απόκτηση
προσώπου εν ετέρα μορφή”, όπως σημειώνει στον υπότιτλο του βιβλίου του
“Σημειώσεις εκατό ημερών”.
Αυτά συνήθως περιγράφουν μια πάλη με το ισχυρότατο εγώ του,
με σκοπό να καθαρίσει τα ένδον του από τον εγωισμό και να μιλήσει έτσι
αυθεντικά.
Στην αλληλογραφία του με τους ανθρώπους που εκτιμούσε
αυτοεξουδενωνόταν, κατηγορώντας τον εαυτό του με βαρείς χαρακτηρισμούς. Ένιωθε
επίσης ότι οι εξουθενωτικές και επιθετικές κριτικές για το έργο του του έκαναν
καλό. Κάποιος κριτικός είχε γράψει για ένα κείμενό του πως «το βιβλίο
κυκλοφορεί άδετον, όπως και ο συγγραφεύς». Χρόνια μετά, όταν ο Πεντζίκης έμαθε
πως μια οδός στην Καλαμαριά πήρε το όνομα του εν λόγω κριτικού, έσπευσε εκεί να
την «προσκυνήσει», γιατί ένιωθε ευγνωμοσύνη προς τον λόγιο που τον βοήθησε να
συνειδητοποιήσει τις εσωτερικές συγκρούσεις του και να ταπεινοφρονήσει.
Αυτός ο εκ πρώτης όψεως απότομος άνθρωπος είχε πολύ αίσθημα
μέσα του, μια μεγάλη καρδιά που ξεχείλιζε. Ερωτευόταν από το πιο απλό
πετραδάκι, τα μαλάκια, άλλους μικροοργανισμούς και ατελέστερες μορφές ζωής
μέχρι τους ολοκληρωμένους συνανθρώπους του και μοίραζε γενναιόδωρα την αγάπη
και τη σοφία του. Ιδιαίτερα εκτιμούσε κάποιες παρθενικές ψυχές, όπως δύο
αγιορείτες ιερομονάχους, τότε στην αγαπημένη του Μονή Σταυρονικήτα, που
διέκρινε πάνω τους τη χάρη της παρθενίας, όπως μου έλεγε.
Ο διαρκώς αγωνιζόμενος και αρκετά αντιφατικός Νίκος
Πεντζίκης, στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο χριστιανός από πολλούς
μεγαλοσχήμονες διανοούμενους «χριστιανούς». Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 13
Ιανουαρίου 1993 και ετάφη την επομένη στο αγιορείτικο (σιμωνοπετρίτικο) μετόχι
της Ορμύλιας, με μια εξόδιο τελετή με αναστάσιμο χαρακτήρα.
Είθε ο Κύριος να τον αναπαύσει με τους αγίους Του και, με
τις ευχές του, να μας σκεπάζει και να μας ευλογεί.
[i] Έμαθα ότι
τό ίδιο συνέβη λίγα χρόνια πρωτίτερα με τρεις φοιτητές ιατρικής, που είχαν
σχέση με τη «Ζωή» και τους έστειλε σ᾿ αυτόν ο γέρο Παΐσιος. Όταν πήγαν στον
γέροντα και του είπαν ότι ενδιαφέρονται για την τέχνη, αυτός τους έστειλε στον
Πεντζίκη. Τους ρώτησε αν έχουν πάει με πόρνες, αυτοί πέρασαν με επιτυχία το
τεστ κι έγιναν από τους στενότερους φίλους του.
Theo
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου