…Ο Κύριος είπε: «Μάθετε απ’ εμού την πραότητα και την
ταπείνωσιν και ευρήσετε ανάπαυσιν εις τας ψυχάς υμών». Τούτο λέγει ο Κύριος
περί του Αγίου Πνεύματος. Μόνον εν Αγίω Πνεύματι ευρίσκει η ψυχή την τελείαν
ανάπαυσιν.
Μακάριοι ημείς, οι ορθόδοξοι χριστιανοί, διότι πολύ αγαπά
ημάς ο Κύριος και δίδει εις ημάς την χάριν του Αγίου Πνεύματος, και εν Πνεύματι
Αγίω βλέπομεν την δόξαν Αυτού. Διά να φυλάττωμεν όμως την χάριν, οφείλομεν να
αγαπώμεν τους εχθρούς και εις όλας τας θλίψεις να ευχαριστώμεν τον Θεόν.
Ο Κύριος εκάλεσε μίαν αμαρτωλήν ψυχήν εις μετάνοιαν, και
επέστρεψεν η ψυχή προς τον Κύριον, και Αυτός, ως Ελεήμων, προσεδέξατο αυτήν και
εφανέρωσεν Εαυτόν εις αυτήν. Ο Κύριος είναι εύσπλαγχνος, ταπεινός και πράος.
Κατά το πλήθος της αγαθότητός Του δεν εμνήσθη των αμαρτιών της ψυχής, και αυτή
ηγάπησεν Αυτόν έως τέλους, και ποθεί Αυτόν, ως το πτηνόν εις το στενόν κλωβίον,
το πράσινον δάσος.
Ο άνθρωπος πριν δεχθή την χάριν ζη και νομίζει ότι όλα εις
την ψυχήν του είναι καλά. Όταν όμως επισκεφθή αυτόν η χάρις και μείνη εις
αυτόν, τότε βλέπει εαυτόν εντελώς διάφορον, και όταν μετά στερηθή πάλιν της
χάριτος, τότε μόνον γνωρίζει εις ποίαν αθλίαν κατάστασιν ευρίσκεται.
Όστις δεν γνωρίζει την χάριν, δεν επιζητεί αυτήν. Ο κόσμος
εκολλήθη εις την γην και πολλοί δεν γνωρίζουν, ότι ουδέν γήινον δύναται να
συγκριθή προς την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.
Η μήτηρ, αποθνήσκουσα αφήνει ορφανά τα τέκνα της, ενώ ο
Κύριος δεν άφησεν ημάς ορφανούς, αλλ’ έδωκεν εις ημάς Παράκλητον το Πνεύμα το
Άγιον (Ιωάν. ιδ’ 16-18) και Αυτό εμπνέει εις ημάς να αγαπώμεν τον Θεόν και να
ποθούμεν Αυτόν απαύστως.
Όταν ελαττούται η χάρις εις την ψυχήν, τότε πάλιν αρχίζει
αυτή να εκζητή το έλεος του Κυρίου. Ταράττεται η ψυχή από την τυραννίαν των
κακών λογισμών και επικαλείται την προστασίαν του Θεού, του Πλαστού της, και
ικετεύει να δώση εις αυτήν πνεύμα ταπεινώσεως διά να μη εγκαταλείψη αυτήν η
χάρις της αδιαλείπτου αγάπης του Ουρανίου Πατρός.
Ο άνθρωπος αφ’ εαυτού είναι ανίκανος να φυλάττη τας εντολάς
του Θεού, και διά τούτο ελέχθη: «Αιτείτε, και δοθήσεται». Και εάν δεν
παρακαλούμεν, τότε οι ίδιοι βασανίζομεν εαυτούς και στερούμεθα της χάριτος του
Αγ. Πνεύματος. Η δε ψυχή χωρίς την χάριν θορυβείται διά πολλά, επειδή δεν
εννοεί το θέλημα του Θεού.
Διά να έχη την χάριν ο άνθρωπος, οφείλει να είναι εγκρατής
εν παντί: εις τας κινήσεις, εις την ομιλίαν, εις την δράσιν, εις τους
λογισμούς, εις την τροφήν. Προς πάσαν εγκράτειαν βοηθεί η μελέτη του λόγου του
Θεού, ως εγράφη: «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι
εκπορευομένω διά στόματος Θεού».
Ο Κύριος αγαπά ημάς περισσότερον παρά η μήτηρ τα τέκνα της
και δίδει δωρεάν εις ημάς την χάριν του Αγίου Πνεύματος, αλλά ημείς οφείλομεν
να την φυλάττωμεν επιμελώς, διότι δεν υπάρχει μεγαλυτέρα συμφορά από την
απώλειάν της. Όταν η χάρις εγκαταλείπη την ψυχήν, τότε, εις εκείνας τας
θλιβεράς στιγμάς, η ψυχή αισθάνεται ως να έπεσεν από τον ουρανόν εις την γην
και βλέπει όλα τα δεινά της γης. Δεν υπάρχουν πλέον στιγμαί διά να χαρή η ψυχή,
μέχρις ότου ο Κύριος δώση πάλιν εις αυτήν την χάριν Του. Η ψυχή επιποθεί τον
Δεσπότην και κλαίει ως ο Αδάμ μετά την έξωσιν αυτού από του παραδείσου. Ουδείς
τότε δύναται να παρηγορήση αυτήν πλην του Θεού. Τα δάκρυα του Αδάμ ήσαν
άφθονα, έρρεον ποταμηδόν, και έβρεχον το πρόσωπον, το στήθος και την γην. Οι
στεναγμοί αυτού ήσαν βαθείς και δυνατοί ως φυσερόν σιδηρουργού, και εβόα:
«Κύριε, Κύριε, παράλαβέ με πάλιν εις τον παράδεισον».
Η μήτηρ κλαίει πικρώς διά τον αγαπημένον υιόν της, όταν επί
πολύ δεν βλέπη αυτόν. Η αγάπη όμως του Θεού είναι ασυγκρίτως μεγαλυτέρα και
θαυμαστή, και όταν επισκεφθή την ψυχήν, τότε από την άμετρον χαράν προσεύχεται
με δάκρυα αγάπης δι’ όλον τον κόσμον, όπως όλοι οι άνθρωποι γνωρίσουν τον
Ουράνιον Πατέρα, και ανάπαυσιν δεν έχει, ούτε καν θέλει αυτήν, έως ότου οι
πάντες γευθούν της χάριτος της αγάπης Αυτού…
Προσέχετε την χάριν του Θεού. Μετ’ αυτής η ζωή είναι
εύκολος. Το παν γίνεται καλώς και κατά Θεόν, το παν είναι αγαπητόν και
ευχάριστον, η ψυχή αναπαύεται εις τον Θεόν, ωσάν να περιπατή εις ένα ωραίον
κήπον, εις τον οποίον ζη ο Κύριος και η Παναγία Θεοτόκος.
Μακάριοι είναι εκείνοι, όσοι ημέρας και νυκτός μεριμνούν πώς
να ευαρεστήσουν εις τον Κύριον. Αυτοί εκ πείρας και αισθητώς γνωρίζουν την
χάριν του Αγίου Πνεύματος. Η χάρις δεν έρχεται κατά τρόπον ώστε η ψυχή να αγνοή
την έλευσίν της, και οπότε εγκαταλείπη αυτήν η χάρις, τότε η ψυχή, ήτις αγαπά
τον Θεόν, αναζητεί τον Κύριον μετά μεγαλυτέρας θλίψεως και εντάσεως, ούτως,
ώστε αδυνατεί καν να ενθυμηθή τα συγγενή και προσφιλή πρόσωπα.
Δόξα εις τον Κύριον, ότι διδάσκει ημάς να αισθανώμεθα την
έλευσιν της χάριτος και να γνωρίζωμεν την άρσιν αυτής, τουτέστιν πώς αποκτάται
και πώς αφαιρείται.
Όστις φυλάττει όλας τας εντολάς, η καρδία αυτού θα
αισθάνηται πάντοτε την χάριν έστω και ολίγον. Αφαιρείται όμως η χάρις ένεκα της
κενοδοξίας, ένεκα και ενός ακόμη υπερηφάνου λογισμού. Δύναταί τις να νηστεύη
πολύ, να προσεύχηται πολύ, να κάμνη πολλά καλά, εάν όμως υπερηφανεύηται δι’
αυτά, τότε θα ομοιωθή προς κύμβαλον, το οποίον αλαλάζει, έσωθεν δε είναι κενόν.
Η κενοδοξία ερημοί την ψυχήν από της χάριτος, και χρειάζεται πολλή πείρα και
μακρός αγών διά να νικήσης το πάθος αυτό.
Ο πόλεμος ημών είναι πολύπονος, είναι μεγάλη και αδιάλειπτος
επιστήμη. Απαιτείται και σοφία, αλλά και απλότης. Εάν η ψυχή αγαπήση την
ταπείνωσιν, τότε όλα τα δίκτυα των εχθρών διαλύονται και όλα τα οχυρά των
κρημνίζονται. Ο πόλεμος είναι μεν πεισματώδης, αλλά μόνον διά τους υπερηφάνους.
Διά δε τους ταπεινούς είναι εύκολος, διότι αυτοί έχουν αγαπήσει τον Κύριον, και
Αυτός δίδει εις αυτούς το ισχυρόν όπλον Του, την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την
οποίαν φοβούνται οι εχθροί, διότι τους κατακαίει.
Ιδού η πλέον σύντομος και εύκολος οδός προς την σωτηρίαν:
Έσο υπήκοος, εγκρατής, μη κατακρίνης και φύλαττε τον νουν και την καρδίαν σου
από τους κακούς λογισμούς. Σκέπτου, ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί και ότι
τους αγαπά ο Κύριος. Ένεκα αυτών των ταπεινών σκέψεων η χάρις του Αγίου
Πνεύματος θα ενοικήση εν τη καρδία σου, και συ θα λέγης «Ελεήμων ο Κύριος!».
Εάν όμως κατακρίνης, είσαι μεμψίμοιρος, αγαπάς να κάμνης το θέλημά σου, τότε
έστω και αν προσεύχησαι πολύ, η ψυχή σου θα πτωχεύη και θα λέγης: «Με
εγκατέλειψεν ο Κύριος». Όμως δεν είναι ο Κύριος, όστις σε εγκατάλειψειν, αλλά
συ εξέκλινας εκ της οδού της ταπεινώσεως, και δι’ αυτό η χάρις του Θεού δεν
μένει εις την ψυχήν σου. Η Παναγία υπήρξεν ταπεινή περισσότερον «παρά πάντας
τους ανθρώπους τους όντας επί της γης» και διά τούτο δοξάζεται εις τον ουρανόν
και επί της γης. Και κάθε άνθρωπος όστις ταπεινούται, θα δοξασθή υπό του Θεού
και θα βλέπη την δόξαν του Κυρίου.
Ψυχή, ήτις εγνώρισε τον Κύριον διά Πνεύματος Αγίου,
εκτείνεται ορμητικώς προς Αυτόν. Η μνήμη Του με δύναμιν αρπάζει τον νουν, ώστε
λησμονεί τον κόσμον. Και όταν πάλιν μνησθή του κόσμου, τότε διαπύρως ποθεί διά
πάντας την ιδίαν χάριν, και προσεύχεται δι’ όλον τον κόσμον, ίνα οι πάντες
μετανοήσωσι και γνωρίσωσιν, οπόσον ελεήμων είναι ο Θεός.
Μακάριος εκείνος ο οποίος δεν απώλεσε την χάριν του Θεού,
αλλά αναβαίνει εκ δυνάμεως εις δύναμιν. Άνευ της χάριτος του Θεού όμοιοι είμεθα
προς κτήνη, αλλά κατά την χάριν ο άνθρωπος μέγας είναι παρά Θεώ.
Οι άνθρωποι εκτιμούν καθ’ υπερβολήν γηίνας επιστήμας ή
γνωριμίας μετ’ επιγείου βασιλέως και χαίρουν όταν συνδιάγουν μετ’ αυτού, αλλ’
αληθώς μέγα είναι μόνον να γνωρίζωμεν τον Κύριον εν Αγίω Πνεύματι και το θέλημα
Αυτού. Χωρίς δε Πνεύματος Αγίου η ψυχή παραμένει ως νενεκρωμένη, έστω και αν
έμαθεν όλον τον κόσμον.
Εάν οι άνθρωποι εγνώριζον τί είναι η πνευματική επιστήμη, θα
εγκατέλειπον τας γηίνας επιστήμας και τέχνας και θα εζήτουν μόνον τον Κύριον.
Το θείον κάλλος Του αιχμαλωτίζει την ψυχήν και αυτή επιποθεί αιωνίως να μένη
μετ’ Αυτού και ουδέν άλλον επιζητεί, και όλα τα βασίλεια της γης θεωρεί ως τα
νέφη τα πλανώμενα εις τον ουρανόν.
Τα επίγεια μανθάνονται διά της επιγείου διανοίας, ενώ ο Θεός
και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνον διά του Αγίου Πνεύματος, και παραμένουν
απρόσιτα εις τον μη αναγεννημένον νουν.
Εις πολλούς ο Κύριος δεν δίδει να γνωρίσουν Αυτόν ένεκα της
υπερηφάνειας του νοός των, και όμως αυτοί σκέπτονται, ότι δήθεν γνωρίζουν
πολλά. Και τί αξίζει η γνώσις αυτών, εάν δεν γνωρίζουν τον Κύριον, δεν
γνωρίζουν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν γνωρίζουν πώς έρχεται και διατί
αίρεται;
Αλλ’ ας ταπεινώσωμεν εαυτούς, αδελφοί, και ο Κύριος θα δείξη
εις ημάς τα πάντα, όπως ο στοργικός πατήρ δεικνύει τα πάντα εις τα τέκνα του.
Παρατήρει με τον νουν σου, τί γίνεται εις την ψυχήν. Εάν
υπάρχη ολίγη χάρις, τότε η ψυχή ειρηνεύει και αισθάνεται αγάπην προς όλους. Εάν
η χάρις είναι περισσοτέρα, τότε εις την ψυχήν έρχεται χαρά και φως μέγα, και
εάν είναι ακόμη μεγαλυτέρα, τότε και το σώμα αισθάνεται την χάριν του Αγίου
Πνεύματος.
Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα δυστυχία από την απώλειαν της
χάριτος.,.
Σπάνιαι είναι αι ψυχαί, αι οποίαι γνωρίζουν Σε, και ολίγοι
είναι εκείνοι, μετά των οποίων δύναταί τις να ομιλή περί Σου. οι περισσότεροι
σώζονται διά της πίστεως. Αλλ’ ως Συ ο Ίδιος είπας εις τον Απόστολον Θωμάν: «Συ
είδας Με και εψηλάφησάς Με, αλλά μακάριοι και εκείνοι, οίτινες δεν είδαν και
πιστεύουν». Ούτω δεν αισθάνονται όλοι το Πνεύμα το Άγιον, αλλ’ όσοι φοβούνται
τον Θεόν και φυλάττουν τας εντολάς Αυτού, όλοι εκείνοι θα σωθούν, διότι απείρως
αγαπά ημάς ο Κύριος, και εγώ δεν θα ηδυνάμην να γνωρίζω την αγάπην αυτήν, εάν
δεν εδίδασκέ με το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον διδάσκει παν αγαθόν…
Τινές ερρίζουν περί της πίστεως και τέλος δεν υπάρχει εις
αυτάς τας φιλονεικίας, ενώ, αντί να φιλονικώμεν, πρέπει να προσευχώμεθα μόνον
εις τον Θεόν και εις την Παναγίαν, και ο Κύριος χωρίς έριδας θα δώση τον
φωτισμόν και μάλιστα ταχέως θα δώση αυτόν.
Πολλοί εμελέτησαν όλας τας θρησκείας, αλλά την αληθινήν
πίστιν καθώς πρέπει δεν εγνώρισαν. Όστις όμως προσεύχεται εν ταπεινώσει εις τον
Θεόν, διά να φωτίση αυτόν, εις εκείνον ο Κύριος θα δώση να γνωρίση, οπόσον
αγαπά τον άνθρωπον…
Όστις εγνώρισε την αγάπην του Θεού, ούτος αγαπά όλον τον
κόσμον και ουδέποτε μεμψιμοιρεί, διότι η πρόσκαιρος θλίψις διά τον Θεόν
εργάζεται αιωνίαν χαράν.
Ψυχή ανυπότακτος, η οποία δεν παρεδόθη εις το θέλημα του
Θεού, αποβαίνει ανεπίδεκτος θείας γνώσεως. από της μιας σκέψεως μεταφέρεται
ολοέν εις την άλλην, και ούτω ποτέ δεν προσεύχεται μετά καθαρού νου και δεν
δοξάζει πρεπόντως τα μεγαλεία του Θεού…
Συ ελυπήθης την πτωχείαν μου και έδειξας εις εμέ το Πρόσωπόν
Σου, και νυν η ψυχή μου έλκεται προς Σε, Κύριε, και εις ουδέν ευρίσκει
ανάπαυσιν, αλλ’ ημέρας και νυκτός κλαίω, ως το παιδίον, το οποίον απώλεσε την
μητέρα του.
Αλλά και το παιδίον θα λησμονήση την μητέρα του, και η μήτηρ
το παιδίον της, όταν Σε ίδουν. Η ψυχή, βλέπουσά Σε, λησμονεί όλον τον κόσμον.
Ούτως έλκεται η ψυχή μου προς Σε, και εκλείπει εις Σε, και δεν ορέγεται να
βλέπη το κάλλος του κόσμου τούτου.
Όταν η ψυχή εν Πνεύματι Αγίω γνωρίση την Παναγίαν Μητέρα
του Θεού, όταν εν Πνεύματι Αγίω γίνη συγγενής προς τους αποστόλους, τους
προφήτας, τους ιεράρχας, τους οσίους και προς όλους τους αγίους και δικαίους,
τότε έλκεται ακρατήτως εις εκείνον τον κόσμον, και δεν δύναται να σταθή, αλλά
νοσταλγεί, καταπονείται και κλαίει μη δυναμένη να αποσπασθή από της προσευχής.
και αν και το εξησθενημένον το σώμα έχη ανάγκην να ανακλιθή, αλλά και επί της
κλίνης η ψυχή ορμητικώς ανατείνεται προς τον Κύριον και την Βασιλείαν των
Αγίων…
Όστις επί της γης διαμένει εν τη αγάπη του Θεού διά του
Αγίου Πνεύματος, ούτος και μετά θάνατον θα είναι μετά του Κυρίου, διότι
ακατάλυτος είναι η αγάπη…
«…Κύριε, δος μοι Σε μόνον να αγαπώ»
Συ με έκτισας. Συ με εφώτισας διά του αγίου βαπτίσματος. Συ
συγχωρείς τα αμαρτήματά μου και χαρίζεις εις εμέ να κοινωνώ το τίμιον Σώμα Σου
και Αίμα. Δος μοι την δύναμιν να μένω πάντοτε εν Σοι.
Κύριε, δος μοι αδαμιαίαν μετάνοιαν και την αγίαν Σου
ταπείνωσιν. Η ψυχή μου πλήττει επί της γης και ποθεί τα ουράνια.
Ο Κύριος ήλθεν εις την γην, διά να προσλάβη ημάς εκεί, όπου
μένει Αυτός, η Πανάχραντος Αυτού Μήτηρ, η Οποία υπηρέτησεν Αυτόν επί της γης
χάριν της σωτηρίας ημών, και οι μαθηταί και ακόλουθοι του Κυρίου.
Εκεί καλεί ημάς ο Κύριος, παρ’ όλας τας αμαρτίας ημών. Εκεί
θα ίδωμεν τους αγίους Αποστόλους, οι οποίοι δοξάζονται ως κήρυκες του
Ευαγγελίου. Εκεί θα ίδωμεν τους αγίους προφήτας και ιεράρχας, τους διδασκάλους
της Εκκλησίας. Εκεί θα ίδωμεν τους οσίους, οι οποίοι ηγωνίσθησαν να ταπεινώσουν
διά της νηστείας την ψυχήν των. Εκεί δοξάζονται οι διά Χριστόν σαλοί, διά το
ό,τι ενίκησαν τον κόσμον.
Εκεί θα δοξάζωνται όλοι, όσοι ενίκησαν εαυτούς, όσοι προσηύχοντο
δι’ όλον τον κόσμον και έφερον επ’ αυτών την θλίψιν όλου του κόσμου, διότι
είχον την αγάπην του Χριστού, η δε αγάπη δεν υποφέρει να απολεσθή έστω και μία
ψυχή.
Εκεί θέλει να σκηνώση η ψυχή μου. μηδέν όμως το ακάθαρτον θα
εισέλθη εκεί, όπου εισέρχονται διά μεγάλων θλίψεων, διά πολλών δακρύων, με
συντετριμμένον πνεύμα. Μόνον τα παιδία, τα οποία εφύλαξαν την χάριν του αγίου
βαπτίσματος, διαβαίνουν εκεί άνευ θλίψεων, και εν Πνεύματι Αγίω γνωρίζουν τον
Κύριον.
Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Θεόν και προσεύχεται ημέρας και
νυκτός, διότι το όνομα του Κυρίου είναι γλυκύ και περιπόθητον διά την
προσευχομένην ψυχήν και έλκει αυτήν εις την αγάπην του Θεού.
Έζησα πολύν καιρόν επί της γης και πολλά ήκουσα και είδα.
Ήκουσα πολλήν μουσικήν, ήτις εγλύκαινε την ψυχήν μου, και εφρόνουν ότι, αν αυτή
η μουσική είναι τόσον γλυκεία, τότε πόσω μάλλον τέρπει την ψυχήν η ουράνιος
μελωδία, εκεί όπου εν Πνεύματι Αγίω δοξάζουν τον Κύριον διά τα πάθη Του.
Η ψυχή ζη πολύ επί της γης και αγαπά τα γήινα κάλλη. Αγαπά
τον ουρανόν και τον ήλιον, αγαπά τους ωραίους κήπους, την θάλασσαν και τους
ποταμούς, τα δάση και τους λειμώνας. αγαπά η ψυχή και την μουσικήν, και όλα
αυτά τα επίγεια γλυκαίνουν αυτήν. Αλλ’ όταν αύτη γνωρίση τον Κύριον ημών Ιησούν
Χριστόν, τότε δεν θέλει πλέον να βλέπη τα επίγεια.
Είδα επιγείους βασιλείς εν δόξη και πολύ εξετίμων αυτό. Αλλ’
όταν η ψυχή γνωρίση τον Κύριον, τότε δι’ ολίγον θα λογίζηται όλην την δόξαν
των βασιλέων. Η ψυχή τότε διψά συνεχώς τον Κύριον και απλήστως ημέραν και νύκτα
επιποθεί τον Αόρατον να ίδη, τον Αψηλάφητον να ψηλαφίση.
Το Άγιον Πνεύμα, εάν η ψυχή σου γνωρίζη Αυτό, θα δώση εις σε
να καταλάβης εκ πείρας πως Αυτό αποκαλύπτει εις την ψυχήν τον Κύριον, και πόσον
γλυκεία είναι η πείρα αύτη.
Ω Ελεήμων Κύριε, φώτισον τους λαούς Σου ίνα Σε γνωρίσουν,
ίνα γνωρίσουν το μεγαλείον της αγάπης Σου.
Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. Έπλασεν από της γης τον
άνθρωπον και εις τον πήλινον έδωκεν να γνωρίση Αυτόν εν Πνεύματι Αγίω, ώστε να
λέγη ο άνθρωπος «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» και να λέγη τούτο εκ πληρώματος
πίστεως και αγάπης.
Τί μεγαλύτερον δύναται να ζητή η ψυχή επί της γης;
Μέγα θαύμα! Η ψυχή αίφνης αναγνωρίζει τον Δημιουργόν της και
την αγάπην Αυτού.
Όταν η ψυχή ίδη τον Κύριον, πόσον είναι πράος και ταπεινός,
τότε και εκείνη ταπεινούται έως τέλους, και ύστερον ουδέν ποθεί τόσον, όσον την
ταπείνωσιν του Χριστού. Και όσον και αν έζη η ψυχή επί της γης, πάντοτε θα
επόθη και θα εζήτη αυτήν την ακατάληπτον ταπείνωσιν του Χριστού, την οποίαν
είναι αδύνατον να λησμονήση.
Κύριε, πόσον πολύ αγαπάς τον άνθρωπον!…
(Από το βιβλίον «Ο ΓΕΡΩΝ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ» Θεσ/νίκη 1974).
«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 10. ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2004. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
http://athonikoipateres.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου