ΩΦΕΛΙΜΟΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΡΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ἦτον ποτὲ κατὰ καιρούς, ἕνας τῶν λαμπρότατων,
καὶ δυνατῶν καὶ φοβερῶν, μεγαλοπρεπεστάτων.
Αὐτὸς ἦν μέγας βασιλεύς, μὲ δύναμιν μεγάλην,
μὲ φρόνησιν ὑπέρμετρον, ὡς οὐδεμίαν ἄλλην.
Οἱ πάντες ἦτον εὐτυχεῖς, ὅσοι ἑκατοικοῦσαν,
ὑπὸ τὴν σκέπην καὶ σκιάν, καὶ τὸν ἐπροσκυνοῦσαν.
Τὰ πάντα ἦτον μὲ ῥυθμόν, μὲ χάριν, μ᾿ εὐταξίαν,
μὲ ἀφθονίαν καὶ πληθύν, καὶ ἄκραν εὐεξίαν.
Διὰ τὰ τόσα δὲ καλά, καὶ χάριτας μεγάλας,
ὅπου ἐλάμβαναν αὐτοὶ κι εὐεργεσίας ἄλλας.
Ὁ μέγας οὗτος βασιλεύς, δὲν τοὺς ζητοῦσεν ἄλλο,
λατρείαν καὶ ὑποταγήν, καὶ ὄχι τὶ μεγάλο.
Καὶ ταύτην τὴν ὑποταγήν, πάλιν τὴν ἐμετροῦσε,
ὡς χάριν καὶ ἀνταμοιβήν, τόσον τοὺς ἀγαποῦσε.
Κι ἐν ὅσῳ τούτων ὁ καθείς, εἶχεν εἰς τὴν καρδίαν,
ἀγάπην καὶ ὑποταγήν, εἰς τὴν παραγγελίαν.
Εὐφραίνετο δεσποτικῶς, τὰ ἀγαθὰ τοῦ τόπου,
κι ἦτον ὁ πλέον εὐτυχής, εἰς ὅλα ἄνευ κόπου.
Συμβαίνει δὲ ἐκ συμφορᾶς, καὶ φθόνου συνεργείας,
τὴν, ἐντολὴν νὰ παραβῇ εἷς ἐκ τῆς συντροφίας.
Κι εὐθὺς αἰσθάνεται αὐτός, τὴν ἀθλιότητά του,
ὅτι ἐξέπεσε κακῶς, ἀπ᾿ τὴν λαμπρότητά του.
Τότε τὸν πιάνουν, τὸν ῥωτοῦν, γιατί ν᾿ ἀνοητήσης ;
μὰ προφασαις πιά, δὲν χωροῦν, γιατ᾿ ἔγινεν ἡ κρίσις.
Καὶ ἡ ἀπόφαση εὐθύς, ἐφάνη γεγραμμέννη,
νὰ ἐξορισθῇ ἀπὸ ἐκεῖ, κι ἐλπίδα πιὰ δὲν μένει.
Οὔτε τὸν λέν, οὔτε μπορεῖ, νὰ μάθῃ τί θὰ γένῃ,
μόν᾿ ἔτρεμεν ὁ δυστυχής, γιατ᾿ ὅλοι θυμωμένοι.
Ἔλεγε δὲ ἡ προσταγὴ τοῦτον ὡς ὠργισμένον,
εἰς μίαν βάρκαν μοναχόν, νὰ ῥίψουν τὸν καϋμένον.
Τῆς βάρκας δὲ καὶ τὰ πανιά, νὰ ἔχουν ἀνοιγμένα,
νὰ τὸν σκουντίσουν παρευθύς, νὰ πάγῃ στὰ χαμένα.
Ὅπου τὸν ῥίψει ὁ γιαλός, τὰ κύματα, ὁ ἀέρας,
ἢ σὲ στεριὰν ἢ σὲ νησί, ἦν ἄδηλον τὸ πέρας.
Κι ἢ νὰ χαθῇ ἢ νὰ σωθῇ, τοῦτο ἦτον σκεπασμένον,
ὁ μέγας οὗτος Βασιλεύς, τὸ εἶχε κεκρυμμένον.
Εἰς τὴν φελοῦκαν του λοιπόν, τὸν βάλουν τὸν καϋμένον,
στὸ πέλαγος πιὰ τὴν σκουντοῦν, τὸν ἔχουν γιὰ χαμένον.
Τὰ κύματα καὶ ὁ ἀήρ, ἐπάνω τ᾿ ἐφορμοῦσι,
καὶ τὸν ἁρπάζουνσιν εὐθύς, τὴν βάρκα πολεμοῦσι.
Ὡς τὰ σκυλιὰ τὸν κυνηγοῦν, ὁρμοῦσι μὲ ἀνδρείαν,
ὅταν φανῆ ὁ λαγωός, ἐμπρός τους στὴν πορείαν.
Κι ἄλλο αὐτί, καὶ ἄλλο οὐράν, καὶ ἄλλο στὸν λαιμόν του,
τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτά, ζητεῖ τὸ μερτικόν του.
Ἔτζι καὶ εἰς τὸν δυστυχῆ, τοῦτον τὸν διωγμένον,
καὶ εἰς τὴν διάκρισιν αὐτῶν, ὅλως παραδομένον,
Τὰ δύο στοιχεῖα ἐχθρωδῶς, καὶ μὲ θυμὸν καὶ βίαν,
ἔπεσαν νὰ τὸν πολεμοῦν, κάμνοντας τρικυμίαν.
Καὶ πότε μὲν στὰ ὑψηλά, ὡσὰν νὰ τὸν πετάξουν,
εἰς τὸν αἰθέρα νὰ χαθῇ, ἢ νὰ τὸν κατατάξουν.
Μὲ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ, τόσον τὸν ἀνεβάζουν,
καὶ πότε πάλιν στὰ βαθειά, τόσον τὸν κατεβάζουν.
Ὥστε τὸν πάτον τοῦ γιαλοῦ, γιὰ τάφον τ᾿ ἑτοιμάζουν,
καὶ ἔξαφνα εἰς τὰ ὑψηλά, πάλιν τὸν ἀνεβάζουν.
Καὶ ἔτζι ὅλα τὰ αὐτά, πότ᾿ ὕψος, πότε βάθος,
οἱ βλέποντες ἀπ᾿ τὸν γιαλόν, χάσαντες πιὰ τὸ σκάφος.
Λυπούμενοι καὶ σκυθρωποί, διὰ τὴν δυστυχίαν,
τοῦ συμπολίτου κι ἀδελφοῦ, ἄφησαν τὴν ὑγείαν.
Ὁ δὲ πτωχὸς καὶ δυστυχής, ἄθλιος ξορισμένος,
στὴν βάρκαν πρόμυτα εὐθύς, ἔπεσε ξαπλωμένος.
Πότ᾿ ἔμενεν ἡμιθανής, πότ᾿ ἐνθουσιασμένος,
σὲ στεναγμοὺς ἀπ᾿ τὴν καρδιάν, σὲ δάκρυα βυθισμένος.
Ἂχ πόσον στάθηκα τρελλός, ἔλεγ᾿ ὁ πικραμένος,
νὰ ἀκούσω λόγια καὶ βουλᾶς, κατ᾿ αὐτοῦ καυμένος.
Μὰ τώρα τοῦτ᾿ ἀνωφελῆ, πᾶνε τὰ περασμένα,
τὸ τί θὰ γένω πιὰ νὰ διῶ, γιατ᾿ εἶμαι στὰ χαμένα.
Μήτε νὰ λάμνω ἠμπορῶ, μήτε νὰ διοικήσω,
τὸ σκάφος τοῦτο ποὺ πατῶ, μήτε νὰ τὸ κρατήσω.
Τὸ τί θὰ γένω ἀπορῶ, καὶ ποῦ θὰ καταντήσω
ὅλα δεινὰ τὰ προορῶ, καὶ θὲ νὰ ξεψυχήσω.
Γιατ᾿ ἂν μὲ ῥίψῃ ὁ γιαλός, εἰσὲ κατοικημένην,
στεριὰν μεγάλην ἢ νησί, μὲ ἀνθρώπους στολισμένην.
Ἐλπίζω νά βρω καὶ ἐγώ, τὸ πρῶτον ἀναγκαῖον,
ψωμὶ ὀλίγον καὶ νερόν, καὶ ἂς λείψουν τὰ ἄλλα πλέον.
Μὰ ἂν μὲ ῥίψῃ σ᾿ ἐρημιάν, τόπους ἀκατοικήτους,
ἀπὸ ἀνθρώπους παντελῶς, ἐρήμους ἀπροσίτους.
Κι ἀπ᾿ τὰ ἄγρια καὶ φοβερά, ζῷα τῆς ἐρημίας,
ὁποὺ τρομάζει κι ἂν τὰ διῇ, τινὰς ἐξ ἱστορίας.
Ἤθελα ξεσκισθῇ εὐθύς, χωρὶς ἀργοπορίαν,
ἢ ἀπ᾿ τὴν πεῖνα νὰ χαθῶ, ἂν μόνον ἐρημία.
Τὸ μέγα τοῦτο καὶ δεινόν, εἶναι ὁποὺ τρομάζει,
τὸν νοῦν μου καὶ τὸ λογικόν, σὲ θάνατον μὲ βάζει.
Ἂχ οὐρανὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ καταδικάσῃς,
νὰ γένω βοῦκα τῶν θηριῶν, τῆς γὴς ἢ τῆς θαλάσσης.
Λυπήσου με , κι ἂν ἔσφαλα, καὶ δός με κατοικίαν,
παραμικρὰν ὅσον νὰ ζῶ, κι ὄχι μὲ εὐτυχίαν.
Τοιαῦτα οὖν κι ἄλλα πολλά, μὲ θρήνους ὁ καϋμένος,
ἔλεγε πρὸς τὸν οὐρανόν, γιατ᾿ ἦτον πιὰ χαμένος.
Εἰς τὴν μεγάλην ταραχήν, τοῦ προφανοῦς θανάτου,
μέραις καὶ μῆνες τὰ αὐτά, ἐχάθη ἡ καρδιά του.
Μὰ τί νὰ κάμῃ ἄλλο πιά, εἰ μὴ οἰκτρῶς νὰ θέλῃ,
περὶ αὐτοῦ ὥραν στιγμήν, τοῦ οὐρανοῦ τὰ τέλη.
Κι ἔτζι βρισκόμενος σ᾿ αὐτά, καὶ ὄντας βυθισμένος,
εἰς βάσανα καὶ στεναγμούς, καὶ καταπικραμένος.
Εἰς μίαν νύκτ᾿ ἀπ᾿ ταῖς πολλαῖς, τὴν πλέον σκοτισμένην,
μὲ θόρυβον καὶ ταραχήν, ἄκρως τεταραγμένην,
Ἡ θάλασσα ἀπὸ τὸν θυμὸν καὶ ἀγανάκτησίν της,
τόσον διάστημα καιροῦ, μὲ τόσην ταραχήν της,
Νὰ μὴ μπορέσῃ τὸ ῥηθέν, σκαφίδιον νὰ χάψῃ,
ἀφ᾿ οὗ καράβια φοβερά, ἐν ἀκαρεῖ νὰ βλάψῃ,
Τὸ εἴδομεν πολλαῖς φοραῖς, κι ἀπ᾿ τοῦτο τὸ βαρκάκι,
τόσον νὰ περιγελασθῇ, τὸ εἶχε γιὰ φαρμάκι.
Ἐφούσκων᾿ ὑπερβολικά, καὶ ἦτον γιὰ νὰ σκάση,
καὶ ὁ ἀέρας σὺν αὐτή, τὰ εἶχον πλέον χάση.
Στὸ μέσον της νυκτὸς αὐτῆς, ἐκεῖ ὁποὺ θρηνοῦσεν,
αἰσθάνεται μίαν ταραχήν, μεγίστην ποὺ θαῤῥοῦσε.
Πῶς ἔπεσε ἀπὸ ψηλά, εἰσὲ κανένα βάθος,
καὶ ἐσυντρίφθ᾿ ὁλόκληρος ἐκεῖνο του τὸ σκάφος.
Εἰς ἑαυτὸν δ᾿ ἐρχόμενος, νιώθει ἀκινησίαν,
κι ὅτ᾿ ἔλειψαν τὰ φοβερά, κινήματα μὲ βίαν.
Σηκώνεται τρομακτικῶς, περιπατεῖ καὶ πίπτει,
παρατηρεῖ ψηλαφητῶς, κι ἀπ᾿ τὴν φελοῦκα σκύπτει.
Γιατ᾿ ἦν τὸ σκότος πιὸ βαθύ, καὶ πιὸ σκοτεινισμένον,
ἀπὸ ταῖς ἄλλαις τῶν βραδιαῖς, καὶ πιὸ πεπυκνωμένον,
Καὶ μὲ τὰ χέριά του νοεῖ, πιάνοντας γῆν καὶ πέτραν,
ὅτι εἰς ὄχθην τοῦ γιαλοῦ, ἔκαμε τὴν καθέδραν.
Κι εὐθὺς τεινάζεται αὐτός, μὲ βίαν ὡς μποροῦσε,
γιαν᾿ ἀποφυγὴ τὸν γιαλόν, ποὺ μὲ θυμὸν ὁρμοῦσε.
Αὐτὸς ἦτον ὅλως ἀφρός, ἀπ᾿ τὸν πολὺν θυμόν του,
γιατ᾿ ἔχασε τὸν δυστυχῆ, τὸν πρὸ μικροῦ δικόν του.
Καὶ ἐφούσκωνεν ὡσὰν βουνὸν κι ἔτρεχε νὰ τὸν φθάσῃ,
ἀπὸ τοὺς βράχους, τοῦ βουνοῦ πάλιν νὰ τὸν ἁρπάσῃ.
Καὶ μὴν μπορώντας παντελῶς, νὰ κάμῃ τὸν σκοπόν του,
ἐμούγκριζε πολλὰ πικρά, καὶ ἔσκανε ἀπ᾿ τὸν θυμόν του.
Πίσω τραβεῖτο παρευθύς, κι ἄλλην ἑτοιμασίαν,
ἔκαμνε πιὸ ὁρμητικήν, καὶ πιὸ μὲ φαντασίαν.
Καὶ ταῦτα βλέπων ὁ πτωχός, ἐκεῖνος ζορισμένος,
νὰ φύγ᾿ ἐζήτ᾿ ἀπὸ τὸν γιαλόν, νὰ ἦναι μακρυσμένος.
Κι ἄρχησε μὲ ψηλαφητόν, καὶ μὲ τὰ τέσσαρά του,
τοῦ βράχου πιὰ κατὰ μικρά, νὰ πιάνῃ τ᾿ ἀψηλά του.
Ἡ κάθε πέτρα καὶ τζαλί, τοῦ φαίνετο λιοντάρι,
καὶ ἔτρεμε μὲ ὑπερβολήν, νὰ βάλῃ τὸ ποδάρι.
Μὰ κ᾿ ἐν ταυτῷ οἱ λογισμοί, ἄρχησαν νὰ ἀνεβαίνουν,
ὁ φόβος καὶ ἡ ταραχή, ὅλον τὸν κυριεύουν.
Γιατ᾿ ὁμοίαζεν αὐτὸ νησί, τόπος ἐρημωμένος,
καὶ κατοικία ἔρημος, ἐκ πέτρας συνθεμένος.
Ἄμποτες ἔλεγεν αὐτός, νὰ εὔγω γελασμένος,
καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους καν βοσκούς, νὰ ἦναι κατοικημένος.
Γιατὶ εἰς τὸ ἑξῆς σ᾿ αὐτό, ἔχω διὰ νὰ ζήσω,
τὰ κόκκαλά μου ὅλα ἐδῶ, ἔχω νὰ τὰ ἀφήσω.
Κι ἔτζι λοιπὸν ὡς ἔβλεπεν, ὅτι οὔτε σημεῖα,
πῶς ἄνθρωποι ἦτον ἔχει, παρηγοριὰ καμμία.
Τόσον ἐτρόμαζε συχνὰ γιὰ κάθε φαντασίαν
ὅπου ὁ φόβος εἰς τὸν νοῦν, φέρει χωρὶς αἰτίαν.
Μὰ κεῖ λοιπὸν ὁποὺ σχεδόν, ἦτον ἀπελπισμένος,
κι ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολύν, ὅλ᾿ ἀποκαμωμένος.
Στοχάζεται παρατηρεῖ, ὅτι ηὖρε μονοπάτι,
καὶ εὐκολύνει τὴν ὁδόν, μὲ ἄνεσιν κομμάτι.
Κι εὐθὺς ἀρχίζει νὰ ξυπνᾷ, ἀπ᾿ τὴν ἀπελπισίαν,
κι ἀπὸ τὸ μονοπάτ᾿ αὐτό, βρίσκει παρηγορίαν.
Μὰ ὄχι τόσον ἀρκετήν, γιατ᾿ ἴσως καὶ θηρίου,
κι εἶναι κοντὰ εἰς τὴν φωλιάν, μεγάλου καὶ ἀγρίου.
Καὶ ὅλο διὰ προσοχῆς, μὲ μάτια τζιτωμένα,
ἀργοποροῦσε γιὰ νὰ δῇ, μὴν πάγῃ στὰ χαμένα.
Ἀγωνιζόμενος λοιπόν, μὲ τέτοιας δυστυχίας,
εἶχε περάσῃ ὁ καιρός, τῆς νύκτας τῆς βαθείας.
Κι ἄρχησεν ἡ ἀνατολή, νὰ χρυσοκοκκινίζῃ,
τὸ σκότος πίσω νὰ χτυπᾷ, ἡμέρα νὰ ἀρχίζῃ.
Κι αὐτὸς τὰ μάτια τ᾿ ἐν ταὐτῷ, ἄρχησε νὰ τζιτώνῃ,
τὰ παρεμπρὸς τ᾿ εἶνε νὰ διῇ, τὸ σῶμα του ὑψώνει.
Καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυά, σὰν ἄνθρωποι νὰ μοιάζουν,
πλῆθος πολὺ ὅλοι μαζύ, ποσῶς φωνὴν δὲν βγάζουν.
Μὰ δὲν πιστεύει παρευθύς, καὶ νὰ τὸ βεβαιώση,
πῶς ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί, γιατ᾿ ἔβαλε πιὰ γνῶσι.
Νὰ μὴν πιστεύῃ παρευθύς, νυκτὸς τὰς φαντασίας,
ὁποὺ ὁ ἄνθρωπος θαῤῥεῖ, ἐκ φόβου καὶ δειλίας,
Πῶς εἶνα πράγματα ψαυστά, ὅσα τῆς φαντασίας,
κι ἄλλ᾿ ἀντὶ ἄλλων τὰ θαῤῥεῖ, ἐκ τῆς ἀνοησίας.
Καθὼς ὁ ἴδιος αὐτός, τόσαις φοραῖς γελάσθη,
ἀπὸ τὰς ῥίζας καὶ κορμούς, ματαίως ἐξηπάσθη.
Γιὰ τοῦτο καὶ τὸ ὁραθέν, ὡς ἄνθρωποι τοῦ ἐφάνη,
μποροῦσε νά ῾ναι ἄλλο τι, γιὰ τοῦτο δὲν τὰ χάνει.
Ἀλλὰ προσμένει πιὰ τὸ φῶς, γιὰ νὰ τὸν βεβαιώσῃ,
περὶ ἐκείνων ἀληθῶς, σωστὰ νὰ τὸν πιστώσῃ.
Ἐν τούτῳ δὲ τὸ μεταξύ, ἔχων τοὺς ὀφθαλμούς του,
προσηλωμένους εἰς αὐτά, μ᾿ ὅλους τοὺς στοχασμούς του.
Τὸν ἥλιον παρακαλεῖ, νὰ μὴν ἀργοπορήσῃ,
ἀπ᾿ τῆς θαλάσσης τὰ νερὰ γλήγορα νὰ πηδήσῃ.
Κι ἀπ᾿ τὴν λαχτάραν τὴν πολλήν, θαῤῥεῖ πῶς ἐκαρφώθη,
ὁ ἥλιος εἰς τὰ νερά, καὶ ἡ καρδιά τ᾿ ἐσώθη.
Μ᾿ αὐτὸς ἀργὸς καὶ σοβαρὸς καὶ μὲ μεγάλην χάριν,
ὡσὰν τὴν νύμφ᾿ ἀπ᾿ τὸν παστόν, καὶ μὲ πολὺ καμάρι.
Ἄρχησε πιὰ νὰ προχωρῇ, νὰ φαίνεται ἡ κορφή του,
κι ὡσὰν φωτιὰ ἀπ᾿ τὸν γιαλόν, ἔκαμε τὴν ἀρχήν του.
Τότε λοιπὸν κι ὁ δυστυχής, ἐκεῖνος ὁ καϋμένος,
ἔβλεπε πλέον καθαρά, κι ὄχι σὰν ζαλισμένος.
Καὶ βλέπει ὅτι εἶν᾿ αὐτοί, ἄνθρωποι πολὺ πλῆθος,
κι ἤρχοντο ἴσια πρὸς αὐτόν, κι εὐθὺς ἀλλάζει ὕφος,
Κι ἐχάρη μὲν κατὰ πολλά, ὅτι εἶν᾿ κατοικημένος,
ἀπὸ ἀνθρώπους σὰν κι αὐτόν, τόπος ἡμερωμένος.
Ἀλλ᾿ ἐν ταὐτῷ καρδιοκτυπᾷ, ἀπ᾿ ἄλλας ὑποψίας,
μήπως τὸν ῥίψουν πάλ᾿ αὐτοί, εἰς ἄλλας τυραννίας.
Καὶ ἔχουσι κακὸν σκοπόν, σ᾿ αὐτὸν γιατὶ εἶναι ξένος,
νὰ τὸν σκοτώσουν ἐν ταὐτῷ, γιατὶ εἶν᾿ ἀπ᾿ ἄλλο γένος.
Κι ἄρχισε νὰ προμελετᾷ, λόγια τὰ πιὸ κλαμένα,
καὶ σχήματα πιὸ ταπεινά, μὲ χέρια σταυρωμένα,
Γιὰ νὰ τοὺς φέρῃ σ᾿ οἰκτιρμόν, νὰ τὸν εὐσπλαγχισθῶσι,
κι ἀπὸ τὸν σκοπόν τους τὸν κακόν, τελείως νὰ ἀφεθῶσι.
Ἐν τούτῳ δὲ τῷ μεταξύ, ὡς ἔρχονται κοντά του,
τὰ προγυμνάσματα αὐτά, πᾶν καὶ τὰ λογικά του.
Αὐτοὶ λοιπὸν ὅλοι μαζύ, εὐθὺς τὸν τριγυρίζουν
μήτε ῥωτοῦν, μήτε λαλοῦν, μήτε τὸν ἐγνωρίζουν.
Μόνον τὸν φέρνουν πιὸ κοντά, κι εὐθὺς τὸν ξεγυμνώνουν,
ὅλα τὰ ῥοῦχα του μακράν, ἄλλοι τοῦ τὰ μαζώνουν.
Κι αὐτὸς τὰ μάτια τὰ ἀνοικτά, πῶς εἶχεν ὁ καϋμένος,
ἐκ τούτων φαίνοτο πῶς ζῇ, καὶ ὄχι πεθαμένος.
Κι ἀφ᾿ οὗ τὸν γύμνωσαν λοιπόν, ἀπ᾿ ὅλα του τὰ ῥοῦχα,
καὶ μὲ νερὸν καὶ καὶ μυρωδιαῖς, τὸν πλύνουν σὰν τὴν κοῦπα.
Τότε εὐγάζουσι λαμπρά, καὶ χρυσοϋφασμένα,
πολλὰ καλὰ καὶ θαυμαστά, ῥοῦχα ἐκλελεγμένα.
Καὶ τὸν ἐνδύουσιν αὐτόν, ἀπὸ κορφῶν στὰ νύχια,
μὲ ἐκεῖνα τὰ πολλὰ λαμπρά, καὶ θαυμαστὰ στολίδια.
Κι ἀφ᾿ οὗ τὸν ἔνδυσαν καλά, ὡς ἤθελαν ἐκεῖνοι,
μὲ κάθε σέβας συστολήν, κι αὐτὸς νὰ ὑποκλίνῃ.
Εὐθὺς τοῦ βάλλουν στὴ κορφὴν μὲ σέβας καὶ μὲ τάξιν,
μίαν κορῶνα θαυμαστήν, ὀπ᾿ ἐφεξ᾿ ἀπ᾿ τὴν λάμψιν.
Καὶ τὸν φοροῦν εἰς τὸ κορμί, βασιλικὴν χλαμύδα,
κοκκίνην καὶ πολλὰ λαμπράν, δὲν εἶχε μία σπιλίδα.
Καὶ εἰς τὸ χέρι τὸ δεξί, σημεῖον ἐξουσίας,
σκῆπτρον τοῦ δίδουσι λαμπρόν, τοῦ τόπου βασιλείας.
Εἶχον δὲ φέρει μετ᾿ αὐτῶν, κι ἁμάξι στολισμένον,
καὶ μὲ χρυσὰ καὶ ἀργυρᾶ, βασιλικῶς στρωμένον.
Ἐπάνω εἰς αὐτὸ λοιπόν, ἐντίμως τὸν καθίζουν,
τὴν φήμην τὴν βασιλικήν, μεγάλως τὴν φημίζουν.
Κι ὅλο τὸ πλῆθος ἐν ταυτῷ, εὔχονται προσκυνοῦσι,
τό, ζήτω, ζήτ᾿ ὁ βασιλεύς, κι ὀπίσω πιὰ κινοῦσι.
Μὰ ἐν ταυτῷ μέσα σ᾿ αὐτά, τὰ ὄργανα ἀρχινοῦσι,
νὰ μελωδοῦν χαροποιά, τὰ πέριξ ν᾿ ἀντηχοῦσι.
Καὶ τὰ πουλάκ᾿ εὐθὺς ξυπνοῦν, μέσα ἀπ᾿ ταῖς φωλιαῖς
μὲ μελῳδίαν λυγερήν, ἀκοῦοντ᾿ αἱ φωναίς τους.
Κι ἦτον τὸ πᾶν ὅλο χαρά, καὶ ὅλως εὐθυμία,
ὁ οὐρανὸς μὲ τὴν αὐγήν, στὰ δένδρα μελῳδία,
καὶ κοιλάδες ν᾿ ἀντηχοῦν, τὸ μέλος νὰ διπλώνουν,
καὶ νὰ τὸ στέλλουν πιὸ μακρυά, τὴν εἴδησιν ν᾿ ἁπλώνουν.
Ἀμὴ ὁ πρῴην δυστυχής, καὶ τώρα εὐτυχισμένος,
ἂς τὸν ἰδῶμεν τί φρονεῖ, ἂν εἶναι ἀναπαυμένος.
Ἀπ᾿ ἄλλο εἶδος ταραχῆς, μεγάλης εὐτυχίας,
ὁ νοῦς του ἀκαταστατεῖ, στέκεται μετὰ βίας.
Τὸ τί εἶναι αὐτὰ ὁποὺ θεωρεῖ, ὁ νοῦς του δὲν προβάλλει,
ὄνειρον ἡ ἀληθινά, εἰς ὅλα ἀμφιβάλλει.
Καὶ μᾶλλον ὄνειρον θαῤῥεῖ, γιὰ τί τέτοια πολλάκις,
πῶς βασιλεύει ξαφνικὰ βλέπ᾿ ἄνθρωπος συχνάκις,
Καὶ τοῦτο τὸ ἑξαφνικόν, πιὸ ὄνειρον ὁμοιάζει,
μὰ πρᾶγμα νὰ ῾ν᾿ ἀληθινόν, ποσῶς δὲν τὸ ταιριάζει.
Γιὰ τοῦτο τρίβει συνεχῶς, τὰ μάτια του κι ἀνοίγει,
μὰ βλέπει ὅτι εἶνε αὐτό, πρᾶγμα κι ὄχι παιγχνίδι.
Καὶ ὁ καιρὸς ὅσον περνᾷ, πλέον τὸν βεβαιώνει,
τὰ πράγματα ἀληθινά, πῶς εἶν᾿ καλὰ τὸ νοιώνει.
Μὲ θαυμασμὸν ὅμως πολύν, στέκεται συλλογεῖται,
πόθεν καὶ διατί αὐτά, τὴν ἔκβασιν φοβεῖται.
Γιατὶ ἠξεύρει πῶς αὐτός, εἶναι δυστυχισμένος,
κι ἀπ᾿ τὴν πατρίδα του ἐδῶ, μὲ ὀργὴν ἐξορισμένος.
Μὰ νὰ ῥωτήσει δὲν μπορεῖ, γιατ᾿ εἶναι καθισμένος,
εἰς τὸ ἁμάξι ὑψηλά, μὲ δόξαν θρονισμένος.
Παραμονεύει δὲ καιρόν, νὰ εὕρῃ νὰ ῥωτήσῃ,
τῶν περὶ ἑαυτοῦ καλῶς, τὸ ἄπορον νὰ λύσῃ.
Κι ἐν τούτοις ἀπὸ μακρυά, ἐφάνη μία χώρα,
μὲ κτήρια πολλὰ λαμπρά, στὴν μέσην μίαν ὥρα.
Καὶ μὲ περίχωρα πολλά, μὲ κήπους στολισμένα,
καὶ μὲ νερὰ καὶ ποταμούς, τριγύρου δροσισμένα.
Σὰν ἔφθασαν δὲ πιὸ κοντά, ἐφάνη ἄλλο πλῆθος,
ἀπὸ τὴν χώραν παρεμπρός, νὰ βγαίνῃ μ᾿ ἕνα ἦθος.
Χαροποιὸν καὶ σοβαρόν, γιατὶ ἦν οἱ πιὸ μεγάλοι,
τῆς πόλεως οἱ ἱερεῖς, καὶ εὐγενεῖς καὶ ἄλλοι.
Καὶ ὅταν ἔφθασαν κοντά, ὅλοι τὸν προσκυνοῦσι,
κι ὅλοι οὖν ἅμα ἐν ταὐτῷ, τὸν θρίαμβον κροτοῦσι.
Καὶ πρὸς τὴν πόλιν περπατοῦν, μὲ δόξαν καὶ μὲ τάξιν,
κι ὁ κόσμος ὅλος στιβακτός, στάθῃ νὰ τὸν κοιτάξη.
Γυναῖκες καὶ παιδιὰ πολλά, ἦτον στὰ παραθύρια,
καὶ εἰς ταῖς πόρταις μὲ κανιά, στὰ χέρια θυμιατήρια.
Καὶ ηὔχοντο μὲ τὴν καρδιάν, καὶ τὸν ἐπροσκυνοῦσαν,
μ᾿ ἀγάπη καὶ πολλὴν χαράν, στὰ μάτια τὸν θωροῦσαν.
Καὶ τέλος φθάνουσι κοντά, σὲ μιὰ πόρτα μεγάλη,
ὅπου στὴν πόλιν ὅσ᾿ αὐτήν, δὲν ἦτον καμμία ἄλλη.
Σ᾿ αὐτὴν ἐμβαίνοντες λοιπόν, ἐφάνη εἰς τὴν μέσην,
μίας αὐλῆς πολλὰ πλατιᾶς, καὶ εἰς ὡραίαν θέσιν.
Ἕνα παλάτι θαυμαστόν, σὲ χρυσομαρμαρένιαις,
κολώναις μὲ ποδαρικά, ποὺ ὥμοιαζαν ἀσημένιαις.
Καὶ μὲ διάφορα γλυπτά, τὸ δόμα στολισμένον,
ὥστ᾿ ἔμοιαζε σὰν ζωγραφιά, πετήδεια καμωμένον,
Καὶ μία σκάλ᾿ ἀφεντικὴ καὶ μεγαλοπρεπεστάτη,
πολλὰ ὡραῖα τεχνική, καὶ εὐρυχωρωτάτη.
Σ᾿ αὐτὴν ἐστέκοντο λαμπροί, καὶ χρυσοφορεμένοι,
νέοι ὡραῖοι καὶ σεμνοί, μὲ τάξ᾿ ἀραδιασμένοι.
Σὰν ἔφθασε λοιπὸν ἐκεῖ, στὴν σκάλα τὸ ἁμάξι,
κι ὅλοι ἐμπρὸς μὲ συστολήν, ἐμβήκαν εἰσὲ τάξι,
Ἀπὸ τ᾿ ἁμάξι τότ᾿ εὐθύς, ῾λαφρὰ τὸν κατεβάζουν,
κι ἀπὸ τὴν σκάλαν μὲ τιμαῖς, λαμπρὰ τὸν ἀνεβάζουν.
Κ᾿ εἰς μίαν σάλαν ἀνοικτὴν μεγαλοπρεπεστάτην,
τὰ τείχη της ὅλα λαμπρά, ἡ σκέπη της γεμάτη.
Ἀπὸ κανδήλια θαυμαστά, χρυσοαργυρωμένα,
π᾿ ἔφεγγαν μ᾿ ἀκτινοβολαῖς, μὲ τάξιν κρεμασμένα.
Ἦτον στὴν μέσην δὲ αὐτῆς, θρόνος ἀκουμβισμένος,
πολλὰ λαμπρὸς βασιλικός, μὲ βάθρα ὑψωμένος.
Ἐμβαίνουσι σ᾿ αὐτὴν λοιπόν, πρῶτον οἱ μεγιστάνοι,
Γέροντες καὶ οἱ ἱερεῖς, δεξιὰ ζερβὰ διβάνι.
Ἐστάθησαν ὅλοι σειράν, καθ᾿ ἕνας τους βαθμούς των,
μὲ εὐταξίαν θαυμαστήν, κάτω τους ὀφθαλμοὺς των.
Κι ἀπὸ τὴν μέσην σηκωτά, στὰ χέρια τὸν περνοῦσι,
τὸν νέον βασιλὲ αὐτόν, κι ὅλοι τὸν προσκυνοῦσι.
Καὶ εἰς τὸν θρόνον τὸν λαμπρόν, ἐπάνω τὸν καθίζουν,
μὲ δόξαν καὶ εὐχαῖς πολλαῖς, ἄνακτα τὸν φημίζουν.
Κι εὐθὺς τὰ τόπια σὰν βρονταῖς, ἄρχησαν νὰ βοοῦσι,
περίχωρα καὶ τὰ βουνά, παντοῦ νὰ ἀντηχοῦσι.
Τὰ ὄργανα κ᾿ ἡ μουσική, μὲ μέλος εὐθυμίας,
τοῦ πλήθους τὴν πολλὴν χαράν, ἔδειχναν ἐκ καρδίας,
Ἐν τούτοις δὲ καὶ νὰ φιλοῦν, ἄρχισαν κατὰ τάξιν,
ποδάρι, χέρι, ἢ τὴν γῆν, κατὰ βαθμὸν καὶ στάσιν.
Καὶ ὁ καθ᾿ ἕνας του φιλᾷ, πάλιν εἰς τὸν βαθμόν του,
ἐμβαίνει χωρὶς ταραχήν, φυλάττων τὸν ῥυθμόν του.
Εἰς ὅλα δὲ τὰ θαυμαστά, ταῦτα καὶ παρ᾿ ἐλπίδα,
θαύμαζε κι ὅλο καρτερεῖ, νὰ εὕρῃ καιροῦ μερίδα.
Γιὰ νὰ ῥωτήσ᾿ ἀπὸ τινά, νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν,
τῆς τόσης δόξης καὶ τιμῆς, τέλος καὶ βασιλείαν.
Καὶ βιάζεται κατὰ πολλά, νὰ εὕρῃ καιρὸν καὶ τόπον,
νὰ μάθῃ τὰ περὶ αὐτοῦ ἐκ τούτων τῶν ἀνθρώπων.
Ἐκ τῶν ὁποίων εἶχ᾿ αὐτός, εἰς ἕνα τὸν σκοπόν του,
νὰ τὸν ῥωτήσῃ ἀκριβῶς, νὰ λύσῃ τ᾿ ἄπορόν του.
Τοῦτος ἐστέκετο κοντὰ εἰς τὸν λαμπρόν του θρόνον,
καὶ ἐφαίνετο ἀπ᾿ τοὺς λοιπούς, πῶς ἦτον πιὸ μὲ τόνον.
Γιατ᾿ ἦτον καὶ κατ᾿ ἐξοχήν, ἄνθρωπος ἡλικίας,
σεβάσμιος προσεκτικός, ἄξιος εὐλαβείας.
Τοῦτον λοιπὸν κρυφερωτά, τὸν λέγει κατ᾿ ἰδίαν,
σὲ βλέπω ἄνθρωπον σεμνόν, ἄνθρωπον μ᾿ ἡλικίαν.
Καὶ πρῶτον ἀπὸ τοὺς λοιπούς, κατὰ βαθμὸν καὶ ἀξίαν,
μὲ φρόνησιν πολλὰ βαθειάν, κατὰ τὴν θεωρίαν.
Γιὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀπόκρισιν νὰ λάβω,
βεβαίαν καὶ ἀληθινήν, διὰ νὰ καταλάβω.
Πόθεν, καὶ πῶς, καὶ διὰ τί ἔγινα τοῦτο ποὖμαι,
νὰ βασιλεύσω εἰς ἐσᾶς, μὲ δόξας νὰ τιμοῦμαι.
Μήπως καὶ ξεύρετ᾿ ἀπὸ ποῦ, ἢ τίνος ῾γὼ λογοῦμαι,
ὁποὺ μὲ τόσ᾿ ὑποδοχήν, ἄναξ νὰ εὐφημοῦμαι;
Τοῦτο λοιπὸν παρακαλῶ, νὰ μὲ τὸ σαφηνίσῃς,
τὴν ἀπορίαν μου αὐτήν, πιστῶς νὰ μὲ τὴν λύσῃς.
Κι ὁ γέρων προσκυνῶν αὐτόν, μὲ ταπεινόν του σχῆμα,
ἄριστε βασιλεῦ ἡμῶν, τῷ λέγει παραχρῆμα.
Ὅτ᾿ ἐπειδὴ καὶ μὲ ῥωτᾷς, νὰ μάθῃς τὴν αἰτίαν,
τῆς βασιλείας σου αὐτῆς, καὶ εἶσ᾿ ἐν ἀπορίᾳ.
Χρέος μου εἶναι δουλικόν, τὴν καθαυτὸ αἰτίαν,
νὰ φανερώσω καθαρὰ διὰ πληροφορίαν.
Ἡμεῖς ἐνταῦθα βασιλεῦ, ἔχομ᾿ ἐξ ἱστορίας,
ὅτι οἱ προπάτορες ἡμῶν, τὰ περὶ βασιλείας.
Στὴν τύχην καὶ στὸν οὐρανόν, ἄφησαν καὶ ζητοῦσαν,
τὸν βασιλέα πὰρ ᾿ αὐτῶν, κατ᾿ ἔτος ἀπαιτοῦσαν.
Κι ὁ οὐρανὸς κάθε χρονιά, τοὺς ἔστελνε ἀπὸ ἕνα,
καλόν, κακόν, ὅτι κι ἂν ἦν, τῆς τύχης τὰ γραμμένα.
Κι ἔκτοτε τὰ ἔχομεν κι ἡμεῖς, κι ἔτζη τὰ ἀκολουθοῦμεν,
καὶ εἶναι ὅρος καὶ θεσμός, ἀλλέως δὲν μποροῦμεν.
Κι ἡμέρα ἡ ἐχθεσινή, οὖσα τέλος τοῦ χρόνου,
εὐγάζομεν τὸν παλαιόν, ἀμέσως ἐκ τοῦ θρόνου.
Κι ἡμέρα ἡ σημερινή, εἶν᾿ ἡ πρωτοχρονιά μας,
κι εὐγαίνομ᾿ ἀπὸ τὴν αὐγήν, ἡμεῖς καὶ τὰ παιδιάμας.
Κι ἀπ᾿ τὴν πόλιν πιὸ μακράν, κατὰ τὴν ἐρημίαν,
ὁδεύομεν ὅλοι μαζύ, μὲ κάθε ἑτοιμασίαν.
Γιὰ νὰ δεχθῶ μ᾿ αὐθεντικῶς, τὸν νέον κυριάρχην,
ὁπ᾿ ἄνωθεν ὁ οὐρανός, μᾶς στέλλει γιὰ τοπάρχην;
Κι ἔξω στὴν ἐρημιὰ μακράν, τὸν πρῶτον ποὺ εὑροῦμεν,
τὸν ἔχομεν ἐξ οὐρανοῦ, εὐθὺς τὸν προσκυνοῦμεν.
Γιὰ τοῦτο τὸ νὰ ἐρωτοῦν, δὲν εἶν᾿ συγχωρημένον,
πόθεν, καὶ πῶς, καὶ διατί, εἶναι ἐμποδισμένον.
Μόνον κηρύττομεν αὐτόν, τοῦ τόπου μας δεσπότην,
κύριον ἐξουσιαστήν, σὲ ἑνὸς χρόνου ὁλότην.
Κατὰ τὸν νόμον μας λοιπόν, τοῦτον ὁποῦ κρατοῦμεν,
μὲ τὸ νὰ τελείωσεν ἐχθές, ὁ χρόνος ὡς μετροῦμεν.
Σήμερον εἶν᾿ πρωτοχρονιά, εὐγαίνοντες νὰ βροῦμεν,
ἐκεῖνον ποὺ ὁ οὐρανός, μᾶς δίδει νὰ χαροῦμεν.
Κι ἀπὸ καλήν μας κι ἀγαθήν, τύχην καὶ εὐδαιμονίαν,
τὸ ὑποκείμενον τὸ σόν, ηὕραμεν κατ᾿ εὐθεῖαν.
Καὶ ὡς θεόπεμπτον ἡμεῖς, σέβομεν προσκυνοῦμεν,
πόθεν, καὶ ποιός, καὶ διὰ τί, δὲν πρέπει νὰ ῥωτοῦμεν.
Καὶ τοῦτο μόνον δουλικῶς, ὅλοι παρακαλοῦμεν,
στὴν σκέπην σου τὴν κραταιάν, νὰ ἤμεθα ζητοῦμεν.
Γιὰ νὰ περάσωμεν καλῶς, μ᾿ ἄνεσιν κι ἡσυχίαν,
νὰ σὲ εὐχόμεθα κοινῶς, διὰ τὴν εὐτυχίαν.
Σὲ εὐχαριστῶ κατὰ πολλά, Γέρον ἀγαπητέ μου,
ὁποὺ τὰ πάντα καθαρῶς, μὲ ἔδειξας ἔμπροσθέν μου.
Καὶ ἐκατάλαβα καλῶς, κι ἦλθα στὸν ἑαυτόν μου,
ἀπ᾿ τὴν μεγάλην ταραχήν, τῶν τόσων στοχασμῶν μου.
Μ᾿ ἀκόμη ἕνα θὰ μὲ πῇς, περίεργον ἐξ ἴσου,
παρακαλῶ πιὸ καθαρά, εἰς τοῦτο ἀποκρίσου.
Γιατί αὐτὸ εἶναι σὲ μέ, τὸ πλέον ἀναγκαῖον,
καθὼς κατάλαβα καλῶς, δεύτερα τ᾿ ἄλλα πλέον.
Ὁ δὲ παλιός σας βασιλεύς, τί γίνεται ὁ καϋμένος;
ποῦ πάγει, καὶ ποῦ καταντᾷ, ἢ μένει σκοτωμένος;
Ὁ νόμος σας περὶ αὐτοῦ, τί ἔχει ὡρισμένον;
πρόνοιαν, ἢ καταδρομήν, σὲ κεῖνον τὸν καϋμένον;
Τοῦτο παρακαλῶ πολλά, νὰ μὲ τὸ φανερώσῃς,
χωρὶς νὰ κρύψης παντελῶς, ἢ νὰ μὲ τὸ μπαλώσῃς.
Γιατί σὲ μένα τοῦτο πιά, εἶναι πολλ᾿ ἀναγκαῖον,
ὁ χρόνος γλίγωρα περνᾷ, καὶ χάνω τοῦτα πλέον.
Κι ὁ Γέρων συσταλθεὶς σ᾿ αὐτό, τί ἀπόκρισιν νὰ δώσῃ,
κοκκίνισεν ἀπ᾿ τὴν τροπήν, πῶς νὰ τὸ φανερώσῃ;
Μ᾿ ἐρχόμενος εἰς ἑαυτόν, λέγει τὸν βασιλέα,
ἄμποτες ὅλοι βασιλεῦ, φρονήματα Γενναῖα.
Νὰ εἶχον τέτοια Γνωστικά, κι ὄχι παραλυμίνα,
νὰ βλέπουν μόνον τὸ παρόν, νὰ τρέχουν στὰ χαμένα.
Καὶ πάντοτε πιὰ νὰ θαῤῥοῦν, πῶς θὰ διαιωνίζουν,
χωρὶς νὰ θέλουν παντελῶς, τὸ πρᾶγμα νὰ γνωρίζουν.
Ὅτι καθὼς ἑξαφνικά, στὸν θρόνον ἀναβαίνουν
ἀκουλουθεῖ πιὰ φυσικά, ἔτζι νὰ κατεβαίνουν.
Καὶ ἐπειδὴ ὡς γνωστικός, ζητεῖς διὰ νὰ μάθῃς,
τὸ τί μετέπειτ᾿ ἀπ᾿ αὐτά, καὶ τί μέλλει νὰ πάθης.
Ἰδοὺ τὰ λέγω καθαρά, τί εἶν᾿ τὰ ὡρισμένα,
ἀπὸ τοὺς νόμους μας σφοδρῶς, ἔκπαλαι τεταγμένα.
Ἔξευρ᾿ οὖν ὦ βασιλεῦ, τὸν ἄνθρωπον εὑρόντες,
ὁποὺ ὁ οὐρανὸς σὲ μᾶς στέλλει παρακαλῶντες,
Ὅτι τὰ ῥούχ᾿ ὁποὺ φορεῖ σπουδαίως τὰ ἁρποῦμεν,
καὶ τὰ φυλάττομεν καλά, σὲ μέρος τὰ κρατοῦμεν.
Καὶ σὰν τελειώσῃ ὁ καιρός, τῆς τούτου βασιλείας,
καὶ ἔλθη ἡ παραμονή, ἄλλης πρωτοχρονίας.
Τὸν κατεβάζομεν εὐθύς, εἰς ἄδηλον πιὰ ὥρα,
ἀπὸ τὸν θρόνον βιαστικά, δόξαις δὲν ἔχουν χώρα.
Καὶ τὸν ἐκδύομεν εὐθύς, ἀπ᾿ τὰ λαμπρὰ στολίδια,
καὶ μὲ τὰ πρῶτα τὰ παλιά, ῥοῦχα τ᾿ αὐτὰ τὰ ἴδια.
Ὁπού, ὡς εἶπον ἀσφαλῶς, ἔχομεν φυλαγμένα,
ἐνδύομεν τοῦτον εὐθύς, ὄντα προτοιμασμένα.
Χωρὶς δ᾿ ἀναβολῆς καιροῦ, σὲ μιὰ βάρκα τὸν βάνουν,
καὶ τὸν σκουντοῦν πιὸ ἀνοικτά, στὰ ῥεύματα τὸν χάνουν.
Καὶ τοῦτος ἄλλην μιὰν φοράν, τὸν τόπον μας δὲν βλέπει,
ἀλλοῦ, κι ἀλλοῦ πιὰ καταντᾷ, ἢ θλίβεται, ἢ τέρπει.
Αὐτὰ λοιπὸν ὦ βασιλεῦ, εἶναι τὰ ὕστερά σου,
καθὼς καὶ ὅλων τῶν λοιπῶν, ἔτζη καὶ τὰ δικά σου.
Μὲ ὑπεχρέωσες πολλά, γέρων χαριτωμένε,
λέγει ὁ βασιλεὺς σ᾿ αὐτόν, καὶ φίλε τιμημένε.
Καὶ βέβαια ἀληθινά, εἶναι ὅσα μὲ λέγεις,
γιατ᾿ εἶσαι Γέρων θαυμαστός, καὶ πρᾶξιν πολλὴν ἔχεις.
Καὶ τὰ φυλάττω ἀσφαλῶς, εἰς τοῦ νοὸς τὴν θήκη,
ὅσα κι ἂν μάθω παρὰ σοῦ, στ᾿ αὐτί μου σκουλαρίκι.
Μ᾿ ἀκόμη ἓν παρακαλῶ, νὰ μὲ τὸ σαφηνίσῃς,
καὶ κατὰ τοῦτο ἀκριβῶς, τὸν νοῦν μου νὰ φωτίσῃς.
Καὶ σὲ ὑπόσχομ᾿ ὅσον ζῶ, τὴν χάριν νὰ γνωρίζω,
χωρὶς τῆς γνώμης σου οὐδέν, ἔργον ν᾿ ἀποφασίζω.
Ἰδοὺ λοιπὸν τί ἐπιθυμῶ, προσέτι γιὰ νὰ μάθω,
ὁ ξωρισθεὶς ποὺ καταντᾷ, γιατὶ κι ἐγὼ θὰ πάθω.
Τὸ ἴδιο κι ἀπαράλλακτον, χωρὶς ἀμφιβολίαν,
καθὼς κατάλαβα καλῶς, καὶ μὲ πληροφορίαν.
Καὶ νὰ νοιασθῶ τὰ τέλη μου, μὲ μέσον ἡ μὲ τρόπον,
γιὰ νὰ μὴν πεσ᾿ ἑξαφνικῶς, καὶ χάσω πιὰ τὸ ὅλον.
Θαυμάζω καὶ σᾶς ἐπαινῶ, ὁ Γέρων ἀπεκρίθη,
κι ἀπ᾿ τὴν χαρὰν του παρευθύς, δάκρυα περιεχύθη.
Καὶ χαίρομαι κατὰ πολλά, γιὰ τὴν βαθειάν σου γνῶσι,
καὶ ἄμποτες μὴν γελασθῇς, ὁ οὐρανὸς νὰ δώσῃ.
Ἀπ᾿ τὰς τρυφάς, καὶ ἠδονάς, ταύτης τῆς βασιλείας,
καὶ κόλακας πολλὰ συχνούς, υἱοὺς τῆς ἀπωλείας.
Καὶ θέλεις εἶσαι ζηλευτός, πολλὰ εὐτυχισμένος,
καὶ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, πάντα μακαρισμένος.
Κατὰ τὴν προσταγὴν λοιπόν, τῆς σῆς μεγαλωσύνης,
καταλεπτῶς τὰ ἱστορῶ, πάντα μετ᾿ εὐφροσύνης.
Ποῦ πάγει καὶ ποὺ καταντᾷ, ὁ πρῴην δοξασμένος,
πάλ᾿ εὐτυχίαν σε νὰ διῇ, ἢ βάσαν᾿ ὁ καϋμένος.
Ἔξευρε οὖν ὦ βασιλεῦ, ὅτι ἀπ᾿ τὸ περιγιάλι,
ἔρχονται δύω φοβερά, ῥεύματα σὰν κανάλι.
Τὸ μὲν τραβᾷ στὰ δεξιά, καὶ τ᾿ ἄλλο στὰ ζερβά μας,
μὰ καὶ τὰ δυὸ πολλὴν ὁρμήν, κάμνουν εἰς τὴν δουλειάν μας.
Καὶ τὰ νερὰ ὁποὺ τραβοῦν, στὸ δεξιόν μας μέρος,
ῥέουν καὶ τρέχουν ὁμαλῶς, καὶ κάμνουν ἕνα μέλος.
Γιατὶ τὰ δεξιὰ νερά, πᾶνε καὶ καταντοῦσιν,
εἰς ἕνα μέρος θαυμαστόν, ὁπ᾿ ὅλοι εὐτυχοῦσιν.
Εἶναι ὁ τόπος τῆς χαρᾶς, τόπος εὐδαιμονίας,
ὅλος λαμπρὸς καὶ φωτεινός, γεμάτος εὐῳδίας.
Οἱ κατοικοῦντες εἰς αὐτόν, εἶναι χαριτωμένοι,
κι ὅλως χαρὰ παντοτεινά, γιατ᾿ εἶναι γλυτωμένοι.
Ἀπὸ τὰ πάθη καὶ δεινά, θλίψεις καὶ ἀδικίας,
ὁποὺ τραβοῦμ᾿ ἡμεῖς ἐδῶ, πάθη μας καὶ κακίας.
Ἐκεῖ εἶν᾿ ἕνας βασιλεύς, μ᾿ δύναμιν ὑπερτάτην,
παντοτεινὴν ἀγαπητήν, ἄριστον σοφωτάτην.
Καὶ ὅσ᾿ ἐκεῖ ἀξιωθοῦν, νὰ πᾶν᾿ νὰ κατοικήσουν,
ἠμπόρεσαν ἀληθινά, τὸ πᾶν νὰ ἀποκτήσουν.
Λύπης καὶ συμφορῶν δεινῶν, δὲν εἶναι μήτε ἡ λέξις,
ὅλο ἀγάπη καὶ χαρά, δόξης κι εὐκλείας ἕξις.
Τὰ δὲ ἀριστερὰ νερά, ἄγρια βρομισμένα,
τραβοῦν κι αὐτὰ εἰς τὰ ζερβά, ὁρμῶσι θυμωμένα.
Σ᾿ ἕνα νησὶ μακρ᾿ ἀπὸ ἐδῶ, ἀσχημοκαμωμένον,
τὸ σκότος κατοικεῖ ἐκεῖ, τὸ πιὸ πεπυκνωμένον.
Αἱ λύπαις καὶ τὰ βάσανα, ἐκ᾿ ἔχουν κατοικία,
δὲν εἶναι ἄλλο τι ἐκεῖ, εἰμὴ ὅλο κακία.
Κι οἱ κατοικοῦντες εἰς αὐτὸ εἶναι σὰν Ἀφρικάνοι,
ἄγριοι μαῦροι καὶ κακοί, ἀπάνθρωποι τυράννοι.
Κι ὅλο κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμός, καὶ ὄχι ἄλλο πρᾶγμα,
γιατὶ στὰ τέτοια φυσικῶς, χαίρετ᾿ αὐτὸ τὸ τάγμα.
Ἀρματωμένοι μὲ σπαθιά, μὲ τόξα ἁλυσίδες,
μὲ ὄργανα τυραννικὰ καὶ μὲ πολλαῖς παγίδες.
Κι ἀπὸ τὰ μάτια τους θωρεῖς, φωτιὰ ὅλον εὐγαίνει,
ζιμπλίδες, καὶ σὰν ἀστραπαῖς, στὸ σκότος παραφέρνει.
Καὶ ἡ δουλειά τους καὶ χαρά, τούτων δὲν εἶναι ἄλλη,
παρὰ νὰ ἦναι παιδευταί, μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Κι ἀλλοίμονον στὸν δυστυχῆ, ὅποιος κι ἂν εἶναι ἐκεῖνος,
ὁποὺ στὰ χέρια τους τυφλά, ἔρχεται σὰν τὸ κτῆνος.
Ἔχει νὰ κλαίῃ νὰ θρηνῇ, καὶ νὰ τὸν τυραννῶσι,
τὸ πῶς ἐστάθηκε τυφλός, κωφὸς καὶ χωρὶς γνῶσι.
Γιατὶ ἀπὸ ἐκεῖ βλέπει καλῶς, ὅσους τοὺς ὡμιλοῦσαν,
διδακτικῶς κι ἀγαπητῶς, καὶ σὰν αὐτὸν δὲν ζοῦσαν.
Νὰ χαίρωνται καὶ νὰ σκιρτοῦν, τὸ δεξιὸν οἰκοῦντες,
τὸν προῤῥηθέντα τῆς χαρᾶς, τόπον κ᾿ εὐδαιμονοῦντες.
Καὶ ταῦτα μὲν περὶ τῶν δυώ, τόπων τοῦ μακρισμοῦ του,
ἄκουσον δὲ ὦ βασιλεῦ, καὶ τὰ τοῦ χωρισμοῦ του.
Γυμνώσαντες λοιπὸν αὐτόν, ἀπ᾿ ὅλα τὰ λαμπρά του,
κι ἐνδύσαντες πάλιν αὐτόν, μὲ τὰ παλιόρουχά του,
εἰς τὴν φελοῦκαν του εὐθύς, τὸν βάλλομεν θρηνοῦμεν,
καὶ εἰς τὰ ῥεύματα αὐτά, μὲ βίαν τὸν σκουντοῦμεν.
Ἐν ᾧ δὲ ταῦτα παρ᾿ ἡμῶν, γίνονται ἐνεργοῦνται,
πνεύματα ἄνωθεν ἐκεῖ, στὰ ῥεύματα πετοῦνται.
Ταῦτα τὰ πνεύματα εἰσί, τῆς πρώτης ὑπερτάτης,
τῆς πρὸς τὸ δεξιὸν ἀρχῆς, τῆς θαυμασιωτάτης.
Ἔρχονται δὲ καὶ πονηρά, πνεύματα τῆς κακίας,
τοῦ μέρους τοῦ ἀριστεροῦ, τοῦ σκότους κατοικίας.
Κι ἔτζι λοιπὸν σὰν σκουντιθῇ, ἡ βάρκα του στὸ ῥεῦμα,
τὰ πνεύματα τὰ ἀγαθά, ἔρχονται μ᾿ ἕνα νεῦμα.
Αὐτὸν καλὰ εὐθὺς θωροῦν, ἂν εἶναι παστρεμένος,
ἀπὸ ταῖς βρόμαις τῆς τρυφῆς, καὶ λαμπροφορεμένος.
Ἀπὸ ἐνδύματα ἀρετῆς, ἀγάπης σωφροσύνης,
κι ἔχει πολλὰ νὰ καρτερῇ, ἀπ᾿ ἐλεημοσύνης.
Κι ἐκ τούτων λάμπει σὰν κι αὐτά, τὸ στόμ᾿ εὐωδιάζει,
ἀπὸ τοὺς ὕμνους καὶ εὐχάς, ποὺ καρδιακὰ διαβάζει.
Ἐὰν λοιπὸν ὡσὰν κι αὐτά, λάμποντα τὸν ἰδῶσιν,
εὐθὺς ὁρμοῦσι πρὸς αὐτόν, καὶ ἄλλα μὲν πηδῶσι.
Μέσ᾿ στὴν φελοῦκαν παρευθύς, καὶ τὸν καταφιλοῦσι,
ὡς φίλον τους καὶ συγγενῆ, τὸν γλυκοχαιρετοῦσιν.
Ἄλλα δὲ πάλιν τριγυροῦν, καὶ τὸν διαφυλάττουν,
ἀπ᾿ τὰς ὁρμὰς καὶ ταραχήν, τῶν ἄλλων ποὺ φριάττουν.
Αὐτὰ κάμνουν μίαν ταραχήν, φωνὰς κατηγορίας,
πῶς οὗτος δὲν εἶν᾿ ἀγαθός, ἔκαμε ἀδικίας.
Καὶ βλέποντες μ᾿ ὅλα αὐτά, μηδὲν νὰ κατορθοῦται,
ὡσὰν ὁποὺ ἀπ᾿ τ᾿ ἀγαθά, πνεύματα ἀπωθοῦνται.
Ἀναστενάζουν πιὸ βαθειά, τρίζουν καὶ τοὺς ὀδόντας,
καὶ στρέφουσι πρὸς τὰ ζερβά, τὸ χάσιμον θρηνώντας.
Τὰ πνεύματα δὲ τὰ᾿ ἀγαθά, εὐθὺς τὸν διευθύνουν,
εἰς τὰ νερὰ τὰ δεξιά, μόνον δὲν τὸν ἀφήνουν.
Συντροφευμένος μὲ αὐτά, φθάνει κι ἀπολαμβάνει,
τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλά, ὁποὺ ὁ νοῦς τὰ χάνει.
Τοῦ τόπ ᾿ ἐκείνου τοῦ λαμπροῦ, τόπου εὐδαιμονίας,
καὶ χαίρετ᾿ ὑπερβολικά, εἰς δόξας αἰωνίας.
Ἂν ὅμως ὁ ἐξωρισθείς, δὲν εἶν᾿ λελαμπρυσμένος,
ἀλλ᾿ ἀπὸ πάθη καὶ τρυφάς, λίαν ἐσπιλωμένος.
Καὶ δυσειδὴς ἀπὸ ποδῶν, μέχρι τῆς κεφαλῆς του,
ἀπὸ διάφορα κακά, νοὸς καὶ τῆς ἁφῆς του.
Τὰ πνεύματα τὰ ἀγαθά, σὰν τὸν ἰδοῦν τοιοῦτον,
ἀπέχουσιν ἀπὸ αὐτόν, γιὰ ξένον ἔχουν τοῦτον.
Καὶ σκυθρωπῶς παραμεροῦν, φεύγουν στὰ δεξιά τους,
κι εὐθὺς τὰ ἄλλα τὰ ζερβά, ἀρχεύουν τὴν δουλειάν τους.
Κι ἄλλα πηδοῦν εἰς τὸν λαιμόν, κι ἄλλα εἰς τὸ κεφάλι,
τοῦ τρισαθλίου καὶ πτωχοῦ, μὲ θόρυβον καὶ ζάλη.
Καὶ τὸν ὠθοῦν εἰς τὰ ζερβά, ῥεύματα τὰ δικά τους,
κι ἀνάκλησιν πιὰ παντελῶς, δὲν ἔχ᾿ ἀπ᾿ τὰ κακά τους.
Καὶ κλαίει καὶ ἀδημονεῖ, κτυπιέται ὁ καϋμένος,
μ᾿ ἀνωφελῶς ὅλα αὐτά, γιὰ πάντα εἶν᾿ χαμένος.
Ἰδοὺ λοιπὸν ὦ βασιλεῦ, τὰ τέλη ὅσων ἔλθουν,
στὴν βασιλείαν μας αὐτήν, καὶ ποὖχουν ν᾿ ἀπέλθουν
.
Αὐτὰ εἶναι ἀληθινά, βέβαια δίχως ἄλλο,
μὴ σὲ γελοῦν οἱ στοχασμοί, καὶ πῇς ἂς ἀμφιβάλω.
Κι ὁ βασιλεὺς προσεκτικός, μὲ ἔφεσιν καὶ πόθον,
νὰ μάθη καὶ τὸν ἐρωτᾶ, περὶ τῶν προκατόχων.
Ἦλθον, αὐθέντα βασιλεῦ, πολλῶν εἰδῶν ἀνθρώποι,
καθὼς ὁ λόγος καθαρῶς, τοὺς δείχνει πιὸ κατόπι.
Ἦλθον λοιπὸν ὦ βασιλεῦ, καὶ φρόνιμοι γενναῖοι,
ἀπὸ τὴν πρώτην τους ἀρχήν, στὴν ἀρετὴν ἑδραῖοι.
Καὶ ἐβασίλευσαν καλῶς, μὲ δόξαν μὲ χαράν τους,
καὶ εἰς τὸ δεξιὸν νησί, ηὗραν τὰ ἀγαθά τους.
Ἄλλοι δὲ πάλιν παρεμπρός, στὴν μέσιν ἢ στὰ τέλη,
ἦλθον εἰς ἑαυτὸν γιατί, ἔννοιωσαν τί τοὺς μέλλει.
Καὶ διορθώθησαν καλῶς, μὲ διαφόρους τρόπους,
μὲ φρόνησιν καὶ στοχασμόν, κι ἔλαμψαν σὰν τοὺς πρώτους.
Ἄλλοι δὲ πάλιν εἰς τρυφάς, βρισκόμεν᾿ οἱ καϋμένοι,
ἐνίοτε εἰς ἑαυτούς, ἤρχοντο ζαλισμένοι.
Καὶ ἔλεγον ἐν ἑαυτοῖς, πῶς πρέπει ν᾿ ἀφεθῶμεν,
τὰ ὕστερά μας πιὰ καλῶς, πρέπει νὰ τὰ νοιασθῶμεν.
Μὰ ἂς χαρῶμεν καὶ αὐτήν, τὴν σήμερον ἡμέραν,
γιατ᾿ εἴμεθα μὲ συντροφιάν, καὶ κλίνει πρὸς ἑσπέραν.
σημ. συμφώνως πρὸς τὴν ἀρίθμησιν τοῦ πρωτοτύπου βιβλίου, εὑρεθέντος ἐν
τῷ Ἰβηριτικῷ Ἱ.Κ. Ἁγ. Ἄννης ἐν Καρυαῖς λείπουν ἐνταῦθα αἱ σελίδες 19-22.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΗΣ ΤΑΥΤΗΣ
ΗΘΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ἡ παραβολικὴ αὐτὴ πλασθεῖσα Ἱστορία,
τὸν ἄνθρωπον ἐξιστορεῖ, κάμνους/ ἀλληγορία.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπὸν αὐτὸς μετὰ τὴν ἐξορίαν,
ὅπου ὑπέστη κατ᾿ ἀρχὰς διὰ τὴν ἁμαρτίαν.
Στὸν κόσμον ἔρχετ᾿ ἀσθενής, στὴν μήτραν τῆς μητρός του,
ἐν ταύτῃ πρῶτον συλληφθείς, μὲ συνδρομὴ πατρός του.
Κι ἐν ταύτῃ κατοικεῖ αὐτός, μῆνας ὅσους εἶν᾿ χρεία,
μέσα στὰ σκότη καὶ ὑγρά, ὁποῦ κρατ᾿ ἡ κοιλία.
Τὴν μήτραν τῆς μητρὸς λοιπόν, ἡ βάρκα παρασταίνει,
καὶ τὰ ὑγρὰ καὶ τὰ νερά, τὴν θάλασσαν ἐκείνη.
Καὶ κινδυνεύει τὸ μωρόν, νὰ μὴν πνιγῇ ὁμοίως,
καθὼς κι ἐκεῖνος στὸν γιαλόν, κινδύνευεν ἀθλίως.
Τὸ πέσιμον δὲ στὴν ξηράν, ἡ τούτου εἶναι γέννα,
ἡ ἄνοια καὶ τὸ βαθὺ σκότος καὶ τὰ χαμένα.
Ποὺ δὲν ἠξεύρει ποῦ πατεῖ, καὶ ποῦ βρίσκετ᾿ ἀκόμη,
ὁ βρεφικός του εἶν᾿ αὐτός, καιρὸς ὁποὺ δὲν νοιώνει.
Τὸ φέξιμον δὲ τῆς αὐγῆς εἶναι ὁποὺ ἀρχίζει,
νὰ νοιώθῃ κάτιτι αὐτὸς μ᾿ ἀκόμη δὲν γνωρίζει.
Ἡ βασιλεία δὲ αὐτοῦ καὶ τόση ἐξουσία,
ἡ ἀνδρική του εἶν᾿ αὐτὴ τελεία ἡλικία.
Καθ᾿ ἣν αὐτὸς ὡς κραταιὸς δεικνύεται κι ἀνδρεῖος,
κύριος, ἐξουσιαστὴς καθ᾿ αὐτοῦ κυρίως.
Κι ὁ Γέρων ὁ πολλὰ σεμνὸς μὲ φρόνησιν βαθεῖαν,
ἡ θεία καὶ προσκυνητὴ εἶναι φιλοσοφία.
Αὕτη φωτίζει καὶ τὸν νοῦν λαμπρύνει καὶ τὰ ἤθη,
αὕτη κηρύττει φανερῶς καὶ μυστηρίων πλήθη.
Κάμνει τὸν ἄνθρωπον σοφὸν καὶ ὄντως βασιλέα,
τοῦ κόσμου τούτου καὶ παθῶν εἰς ὅλα Ὀδυσσέα.
Τὸν κάμνει καὶ πολλὰ γλυκύν, χρήσιμον ζηλευμένον,
εὐδαίμονα μακαριστόν, ὄντως εὐτυχισμένον.
Κι ἀφ᾿ οὗ τὸν κάμῃ ὡς φωστὴρ νὰ λάμπῃ εἰς τὸν κόσμον,
φιλόσοφον ἀληθινόν, παράδειγμα αἰώνων.
Τὸν κάμνει καί κληρονομεῖ, τὴν θείαν βασιλείαν,
νὰ χαίρεται παντοτεινά, ζωὴν τὴν αἰωνίαν.
Οἱ νέοι δὲ ἀπατηλοὶ ὁποῦ τὸν τριγυρίζουν,
καὶ κόλακες φθοροποιοὶ ὁποῦ τὸν σκανδαλίζουν.
Εἶναι τὰ φιλοσοφικὰ λεγόμενα ἀγγεῖα,
καὶ τούτων τὰ φθοροποιὰ βρισκόμενα βιβλία.
Ἀπὸ κακὴν δ᾿ ἀνατροφήν, ὅσοι σ᾿ αὐτὰ δοθῶσι,
ἀπολλυνται ὁλοτελῶς δὲν εἶναι γιὰ νὰ ζῶσι.
Οἱ τέτοιοι γίνονται θηριά, μὲ σχῆμα μόν᾿ ἀνθρώπου,
ὅλοι ταλαίπωρ᾿ ἐμπαθεῖς, καταργημα τοῦ τόπου.
Γιατὶ οὐ μόνον εἰς φθοράν, ἀπώλειαν καὶ πάθη,
τὸν ἑαυτόν τους καταντοῦν, καὶ εἰς κακίας βάθη.
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι δυστυχῶς, εὑρίσκονται κοντά τους,
ἀπόλλυνται, κακὴν κακῶς, χάνουν καὶ τὰ μυαλά τους.
Γιατὶ οἱ τέτοιοι προσκυνοῦν, τὴν ὕλην καὶ τὴν σάρκα,
καὶ περιθάλπουν τὴν φωτιὰν κὶ᾿ αὐτὴν τοὺς καίει λάθρα.
Γιὰ τοῦτο εἶναι μισητοί, φθοροποιοί, κακοῦργοι,
ἀπάνθρωποι καὶ βδελυκτοί, καθ᾿ αὐτὸ πανοῦργοι.
Πρὸ πάντων δὲ ἐχθροπαθῶς, καὶ μὲ πολλὴν κακίαν,
τὸν ἑαυτόν τους τυραννοῦν, ἀπὸ ἀναισθησίαν,
Εἰς πάθη δίδονται τυφλά, ἔρωτος μάχης, φθόνου,
φιλαργυρίας, καὶ τρυφῆς, οἰνοποσίας φόνου.
Κι ἂν κυριεύεται τινάς, ἀφ᾿ ἓν ἐκ τῶν ῥηθέντων,
ἄξιος λύπης ἀληθῶς, ὡς εἷς τῶν πληγωθέντων.
Μετρεῖται καὶ ὡς ἐμπαθὴς ὅλοι κατηγοροῦσι,
καὶ γίνεται καὶ μισητός, ὡς ζῷον τὸν μετροῦσι.
Ἀμὴ ἐκεῖν᾿ οἱ σαρκικοί, τέκνα τῆς ἀπωλείας,
ὁποῦ καυχῶνται σ᾿ ὅλα αὐτὰ κι᾿ εἰς τὰ τῆς ἀσωτίας.
Πῶς ἄνθρωποι νὰ λογισθοῦν, μὲ μέτρα καὶ μὲ κρίσιν,
ἀφ᾿ οὗ αὐτοὶ καθ᾿ ἑαυτῶν φέρονται παρὰ φύσιν;
Καὶ ῥίπτονται θηριωδῶς, εἰς τόσας ἀτιμίας,
πάθη καὶ θλίψεις καὶ δεινά, κι εἰς τόσας βλασφημίας.
Καὶ χάνονται ὁλοτελῶς, ἀδίκως, παραλόγως,
καὶ περὶ τούτου εἰς αὐτούς, δὲν γίνετ᾿ οὔτε λόγος.
Ἀλλ᾿ ὡς ζῳώδεις ἀληθῶς, καὶ πράγματι καὶ λόγω,
εἷς ζῷα λέγουν καταντοῦν, καὶ δέχονται τὸν ψόγον.
Ἀμὴ ἀλλοίμονον σ᾿ αὐτούς, κι ἐδῶ, καὶ μετὰ ταῦτα,
καὶ τοῦτο προκηρύττεται, πολλάκις καὶ ἐνταῦθα.
Καὶ ἡ δικαία του Θεοῦ, κατὰ τοιούτων κρίσις,
ἐπέρχεται ἑξαφνικῶς, πρὸς χαλινὸν ἐπίσης.
Σὺ δὲ ὦ φίλε ἀδελφέ, τοῦτ᾿ ἔξευρε βεβαίως,
ὅτι ἐστέφθης βασιλεύς, ἀνδρεῖος καὶ γενναῖος.
Κατὰ παθῶν καὶ πειρασμῶν, κατὰ σαρκὸς καὶ κόσμου,
καὶ εἶναι μέγας καὶ πολύς, ἀκρόασίν σου δός μου.
Καὶ μὴν θελήσῃς δυστυχῶς, ἀνδράποδον νὰ γένῃς,
καὶ κληρονόμος δυστυχής, πυρὸς καὶ τῆς γεένης.
Καὶ βάλλε κάποιαν ἀρχήν, τὸ πρᾶγμα νὰ ῾ξετάζῃς,
καὶ θέλεις τ᾿ εὕρῃ ἀληθές, ποσῶς νὰ μὴν διστάζῃς.
Γιατ᾿ ὥσπερ ὁ ἱστορηθείς, βασίλευσε μὲ δόξαν,
καὶ εἶχε πλούτη καὶ καλά, δυνάμεις, βέλη, τόξα,
Ἔτζι κ᾿ ἐσύ ῾σαι δυνατός, μ᾿ ὅπλα καὶ ἐξουσίας,
τῆς χάριτος, τῆς ἀρετῆς, καὶ ψυχικῆς ἀνδρείας.
Κι ὥσπερ ἐκεῖνος ἐξωσθείς, δὲν μένει τὶ κοντά του,
ἀπὸ τὰ πλούτη καὶ καλὰ ποὖχεν ὡς ἐδικά του.
Ἔτζη καὶ σὺ ὅλο γυμνός, τὸ βλέπεις ὅλ᾿ ἡμέρα,
ἀλλοῦ θὰ πᾶς μετ᾿ οὐ πολύ, δὲν ξεύρεις τὴν ἡμέρα.
Καὶ τοῦτο δὲν εἶν᾿ νὰ γελᾷς, ἀλλὰ νὰ κλαίῃς μᾶλλον,
γιατ᾿ εἶναι, φίλε, δυὼ τινά, ποὺ μέλλουν δίχως ἄλλο.
Τὸ ἓν ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλο φοβερόν, κι ὁ νοῦς ὅταν συλλάβῃ,
τὸν περὶ τούτου στοχασμόν, γίνεται ὅλως ζάλη.
Τὸ ἕνα εἶναι ἀγαθῶν δόξης αἰωνιότης,
χάριτος θείας παροχή, εὔκλεια καὶ λαμπρότης.
Τὸ ἄλλο εἶναι θλιβερῶν δεινῶν αἰωνιότης,
πυρὸς γεέννης συνοχή, κυρίως ἀθλιότης.
Καὶ λάβε λίγον στοχασμόν, καὶ εἰς τὸν νοῦν σου φέρε,
ὅτι ὁδεύεις συνεχῶς, περνοῦσι αἱ ἡμέραι.
Κι ἡ ματαιότης σου αὐτὴ μὲ ὅλα τὰ καλά της,
σὲ μίαν ὥρα φεύγ᾿ εὐθύς, καὶ μόνον τὰ δεινά της.
Σὲ μένουν καὶ μετανοεῖς, γιὰ τὴν τυφλότητά σου,
ἀφ᾿ οὗ πρὸ ὀφθαλμῶν πολλὰ εἶχες διδάγματά σου.
Καὶ τοῦτο μόν᾿ ἂν στοχασθῇς, πῶς μὲ τὴν φρόνησίν σου,
σ᾿ αὐτὸν τὸν λιγοστὸν καιρόν, τῆς ἐν ῥοπῇ ζωῆς σου.
Τρία θαυμάσια καλά, κάμνεις στὸν ἑαυτόν σου,
βεβαίως θέλεις βουληθῇς, μὴ χάσῃς τὸν καιρόν σου.
Τὸ ἕνα εἶν᾿ ὅτι κι ἐδῶ εἰς ταύτην τὴν ζωήν σου,
νὰ ζήσῃς θέλεις εὐτυχῶς μὲ δόξαν κι ἄνεσίν σου.
Τὸ ἄλλο εἶν᾿ ὅτ᾿ ἀσφαλῶς αἱ πανδειναι ἐκεῖναι,
αἱ τῆς γεέννης φοβεραί, αἰώνιαι ὀδύναι.
Δὲν εἶν᾿ γιὰ λόγου σου αὐταί, καὶ εἶσαι γλιτωμένος,
καὶ τοῦτο μον᾿ εἶν᾿ ἀρκετὸν νὰ εἶσαι κερδεμένος.
Τὸ τρίτον καὶ τὸ θαυμασιτόν, ὅτ᾿ ἐν ταυτῷ ἐμβαίνεις,
εἰς τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ, αἰώνια νὰ χαίρῃς.
Ταῦτα λοιπὸν ἂν στοχασθῇς, πόσα καλὰ θὰ κάμῃς,
τὸν ἑαυτόν σου παρεμπρός, εἰς τάξιν ἐὰν βάλῃς.
Εἶναι ἀδύνατον σχεδόν, νὰ μὴν ἔλθης κλίσιν,
τοῦ νὰ ζητήσῃς μοναχός, τόσων καλῶν τὴν κτῆσιν.
Μὴν ἀμελήσης τὸ λοιπόν, καὶ κάμνεις ἀδικία,
στὸν ἑαυτόν σου φοβεράν, ὅπερ πολλὴ κακία.
Κι θέλῃς νὰ εὐκολυνθῇς, εἰς ὅσα σὲ πειράζουν,
ἔχε στὸν νοῦν σου συνεχῶς, ἐκεῖνο ποὺ φωνάζουν.
Τὰ πρᾶγμα πρὸ ὀφθαλμῶν, κι ὀλ᾿ οἱ πεπεδευμένοι,
οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι σου, καίτοι ἀποθαμένοι.
Ὅτι γῆ εἶ σὺ ἀληθῶς, εἰς γῆν καὶ ἀπελεύσῃ,
καὶ ἐν νεκροῖς μετ᾿ οὐ πολύ, συνάριθμος σὺ ἔσῃ.
Τέλος καὶ τῷ Θεῷ Δόξα καὶ κλέος. Ἀμήν.-
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου