«Όταν έφτασα στην Τρωάδα για να κηρύξω το ευαγγέλιο του
Χριστού
αν και μου ήταν ευνοϊκές οι περιστάσεις για το έργο του
Κυρίου, δεν
μπορούσα να ησυχάσω, γιατί δε συνάντησα εκεί τον αδερφό μου
τον Τίτο. Γι’ αυτό, λοιπόν, τους αποχαιρέτησα κι έφυγα για
τη Μακεδονία».
(Β΄ Κορ.2,12-13)
Παρόλο ότι ο χώρος της Τρωάδας ήταν εύφορος «του ακούσαι
λόγον Κυρίου», ο Απόστολος Παύλος εγκαταλείπει το έργο και φεύγει.
Ασφαλώς η ενέργειά του αυτή δεν δείχνει υποτίμηση στην
κηρυκτική και αποστολική του διακονία χάρη ατομικής ανάγκης, αλλά τη δύναμη που
μπορεί να έχει στο έργο του Κυρίου η ανθρώπινη σχέση.
Φαίνεται πως η σχέση του Αποστόλου Παύλου με τον Τίτο δεν
ήταν μια απλή σχέση στα όρια δασκάλου-μαθητή αλλά μια καρδιακή σχέση φιλίας που
γινόταν και για τους δύο πηγή ζωής και έμπνευσης.
Η φιλία, ως βαθειά γνωριμία και επικοινωνία μεταξύ δύο
ανθρώπων, υπερβαίνει το επίπεδο της αλληλοβοήθειας σε δύσκολες στιγμές και
γίνεται σημαντική για τον καθένα, εφόσον δίνει την αίσθηση ότι αξίζει για τον
άλλο και ότι έχει σημασία γι’ αυτόν. «Οι πιο θλιβεροί άνθρωποι είναι εκείνοι
που τελειώνουν τις μέρες τους χωρίς φιλίες, χωρίς να γνωρίσουν στενότερα
κάποιον και ν’ αγαπηθούν» (Από το βιβλίο «Όρια ζωής»).
[...] «Η αλλοίωση του Χριστιανικού ήθους» γράφει:«Ο άνθρωπος
υπάρχει πραγματικά στο ποσοστό που συναντά τον άλλο με γυμνή ψυχή και
μοιράζεται μαζί του τα πιο βαθειά του αισθήματα, είτε αυτά είναι απόγνωση,
αμφιβολία, ανασφάλεια, είτε είναι στοργή και τρυφερότητα. Μόνο όταν μοιράζεται
με τον άλλο τα βαθύτερά του βιώματα, αρνητικά ή θετικά, κοινωνεί με τον άλλο
και η ανάγκη της κοινωνίας με τον άλλο δεν είναι μια ανάγκη αλλά είναι η
ανάγκη».
Ασφαλώς ο άνθρωπος που δεν ολοκληρώθηκε στην ανθρώπινη αγάπη
και επικοινωνία, δεν θα μπορέσει ν’ αγαπήσει και να κοινωνήσει τέλεια το Θεό. Η
ενανθρώπιση του Θεού μας μαρτυρά πως προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα και τ’ αγίασε.
Η τελειότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, δείχνει πως έζησε τη ζωή μας σ’
όλες τις πτυχές της, χωρίς όμως αμαρτία που διαστρεβλώνει και χαλά την ομορφιά
της ζωής.
Η προπτωτική κατάσταση του Αδάμ και της Εύας, έγινε η
φυσιολογική συμπεριφορά του Χριστού και των αγίων Του. «Όποιος είχε την αγαθή
τύχη να συναντήσει ένα ΄Αγιο – όχι σαν οπτασία, αλλά σαν άνθρωπο απλό και
καθημερινό – δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχει «φυσικότερο» χαρακτηριστικό για
τον άνθρωπο από την αγιότητα»(Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός).
Το Ευαγγέλιο μας μιλά για τη φιλία του Χριστού και του
Λαζάρου. Μας αναφέρει γι’ αυτήν, όταν ήδη ο Λάζαρος πέθανε. Ωστόσο ο φίλος του
τον σώζει από το θάνατο…Για να φανερώνει τη δυναμική της αληθινής φιλίας.
Στα όρια της υπαρξιακής αγωνίας, της απόγνωσης και
απογοήτευσης, της μοναξιάς ως εμπειρίας θανάτου, η παρουσία του φίλου γίνεται
ζωοποιός. Μας βγάζει από τ’ αδιέξοδα του εαυτού μας και μας ελευθερώνει από την
κλεισούρα της εγωκεντρικότητας.
Βέβαια, όπως όλα τα ανθρώπινα, και η φιλία έχει τα στοιχεία
της ατέλειας. Η Χάρις του Θεού, που με την επιθυμία των φίλων, έρχεται και
διαποτίζει τη σχέση, έχει τη δύναμη «να θεραπεύει τα ασθενή και ν’ αναπληρώνει
τα ελλείποντα». Έτσι η φιλία μπορεί να συνεχιστεί και πέραν του τάφου κατά το
μέτρον που οι φίλοι ενωθήκαν εν Πνεύματι Αγίω. Η συνάντησή τους «εν τη εσχάτη
ημέρα» με το Χριστό πρόσωπο προς πρόσωπο, θα τελειοποιήσει τη σχέση, και μαζί
με τον όντως Φίλο και τους φίλους του Φίλου θα ζήσουν την αιώνια χαρά της
κοινωνίας των προσώπων.
Από την πόλη του φίλου του Χριστού,
π. Ανδρέας Αγαθοκλέους
http://vatopaidi.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου