Ο άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε στην κοινότητα Υψηλομετώπου
της Λέσβου από γονείς μωαμεθανούς, αλλά αυτός όχι μόνο έγινε χριστιανός, αλλά
και μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού.
Ήταν τόσο καλός και τόσο ωραίος νέος, που προκαλούσε το
θαυμασμό, αλλά και το φθόνο των φθονερών ανθρώπων, μέχρι σημείου μία γειτόνισσα
του τούρκισσα να θελήσει να τον δηλητηριάσει. Ήταν τότε 15 χρόνων. Με το
δηλητήριο, που του έδωκε σε γλύκισμα, δεν απέθανε, αλλά έμεινε τυφλός και
κατάκοιτος. Σ’ αυτή την κατάσταση αρρώστησε από ευλογιά.
Μια χριστιανή τότε γυναίκα ζήτησε απ’ την τούρκισσα μητέρα
του παιδιού να της επιτρέψει να νίψει το παιδί με άγιασμα. Η μητέρα του, αν και
μωαμεθανή, βλέποντας ότι το παιδί της πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο δέχτηκε
το αγίασμα και το θαύμα έγινε. Ο Κωνσταντίνος θεραπεύτηκε τελείως.
Ήταν παιδί με αγαθή ψυχή. Η αμαρτία τον φόβιζε. Τον
συγκινούσε η αρετή και η αγάπη του Χριστού στον κάθε άνθρωπο. Έβαλε σαν σκοπό
της ζωής του να γίνει χριστιανός. Ζήτησε τότε να μεταβεί στο Άγιον Όρος και
ήλθε εκεί στη Νέα Σκήτη. Εκεί εξομολογήθηκε και φανέρωσε την απόφαση του να
βαφτιστεί. Ο εξομολόγος του τον κράτησε κοντά του λίγες μέρες και ανέφερε
σχετικά στους προϊσταμένους του στο Μοναστήρι του Αγίου. Παύλου. Όλοι χάρηκαν
και δόξασαν το Θεό, όμως έπρεπε να σκεφθούν σοβαρά, γιατί θα είχε φοβερές
συνέπειες για όλους να μαθευτεί πως τόλμησαν να βαφτίσουν ένα μωαμεθανό.''
Αποφάσισαν να τον στείλουν στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας,
που ήταν το κέντρο του Αγίου Όρους και είχε εκεί πολλούς σοφούς καί αγίους
πατέρες. Πήγε, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος στη Λαύρα, τον κράτησαν, τον
περιποιήθηκαν, τον ενίσχυσαν αδελφικά και με πολλή αγάπη, χωρίς όμως να
τολμήσουν να τον βαφτίσουν.
Βρισκότανε εκεί τότε ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε', που
αργότερα κρέμασαν οι Τούρκοι. Σ’ αυτόν έστειλαν το μωαμεθανό, αφού του έδωκαν
για βοήθημα και πέντε αργύρια. Φαίνεται ότι όλοι φοβότανε μήπως ο νεαρός
Τούρκος, που ζητούσε να βαφτιστεί, ερχότανε να τους στήσει παγίδα και να γίνει
αιτία να κάψουν το Άγιο Όρος οι μωαμεθανοί.
Ο Κωνσταντίνος, αντί να πάει να συναντήσει τον Πατριάρχη
Γρηγόριο, πήγε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, όπου γνώρισε τον άγιο πνευματικό
πατέρα Χρύσανθο και έμεινε κοντά του, φιλοξενούμενος για τρεις ημέρες.
Από εκεί, χωρίς να ξέρει που πάει λόγω ομίχλης, άλλα στην
πραγματικότητα γιατί έτσι το θέλησε ο Θεός, πήρε το δρόμο για τα Καυσοκαλύβια,
μια μεγάλη σκήτη του Αγίου Όρους.
Πηγαίνοντας σ’ αύτη κοιμήθηκε στο δρόμο και είδε όραμα την
Παναγία, που του είπε να μη λυπάται, αλλά να συνεχίσει το δρόμο του για τα Καυσοκαλύβια.
Εκεί γνώρισε τον άγιο γέροντα Γαβριήλ, όμως ο προϊστάμενος της Σκήτης φοβήθηκε
να τον βαφτίσει χωρίς τη γνώμη ανωτέρων του και τον έστειλε με συνοδεία μοναχού
στη Μονή Ιβήρων, όπου βρισκότανε τότε ο Πατριάρχης Γρηγόριος. «Τι προσήλθες
προς ημάς τους καταφρονεμένους», του είπε ο Πατριάρχης για να τον δοκιμάσει.
«Τι ζητάς από εμάς, που καθώς βλέπεις δεν έχουμε τίποτε; Ημείς δεν είμεθα
ταπεινότεροι από όλα τα έθνη; Σεις έχετε το βασίλειο και τη δόξα και κάθε
απόλαυση ζωής και συ την καταφρονείς; Έλα στον εαυτό σου».
Ο Κωνσταντίνος τα άκουγε αυτά και έκλαιγε. Βλέποντας τον ο
Πατριάρχης θέλησε να τον παρηγορήσει λέγοντας: «Μετ’ ολίγον έρχομαι εγώ μόνος
στα Καυσοκαλύβια και βαφτίζω σε, μόνον προετοίμασον τον εαυτόν σου με αγνείαν
και προ πάντων να είσαι κεκρυμμένος».
Επέστρεψε ο άγιος στα Καυσοκαλύβια και παρέμεινε έξι μήνες.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα έκαμε σ’ όλους εκεί εντύπωση η θερμή πίστη και η αρετή
του.
Τέλος αποφάσισαν να τον βαφτίσουν. Την ώρα που έλεγε ο
ιερεύς «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Κωνσταντίνος» το πρόσωπο του Κωνσταντίνου
έλαμπε, ώστε οι άλλοι μοναχοί με δυσκολία μπορούσαν να τον βλέπουν.
Τα αδέρφια του αγίου βρισκότανε τότε στη Μαγνησία της Μ.
Ασίας. Θερμός πόθος του αγίου, ήταν να τους συναντήσει και να τους κάνει και
αυτούς χριστιανούς. Για το σκοπό αυτό πήρε αδεία από το γέροντα του να έλθει
στο Αϊβαλί και από κει στη Μαγνησία.
Ο Πατριάρχης μάλιστα Γρηγόριος Ε' του έδωκε συστατικά
γράμματα για το σοφό δάσκαλο των Κυδωνιών (Αϊβαλιού) τον κυρ Γρηγόριον
(Σαράφην). Αλλά εκεί στην πολυσύχναστη τότε πόλη των Κυδωνιών, τον γνώρισε
κάποιος Τούρκος. Ο Κωνσταντίνος το κατάλαβε και προσπάθησε να φύγει στη Σμύρνη,
αλλά μέσα στο πλοίο τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον έφεραν στον αγά της
πόλεως.
Εκεί ο άγιος με θάρρος ομολόγησε ότι έγινε χριστιανός.
«Μωαμεθανός ήμουν, είπεν, αλλ’ εφωτίσθην παρά του Θεού και επληροφορήθην, ότι
ματαία είναι η πίστις των αγαρηνών, και μόνη η των χριστιανών πίστις είναι
αληθής και αμώμητος. Δια τούτο γνωρίσας το συμφέρον μου, έγινα χριστιανός, δια
να κερδίσω την αιώνιον ζωήν».
ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου του εξ΄Αγαρηνών στο μικρό χωριό Λεπέτυμνος της Λέσβου
Ο αγάς των Κυδωνιών κάλεσε τον αγά των Μοσχονησίων, για να
προσπαθήσουν και οι δυο να τον ξαναφέρουν στη θρησκεία τους. Όμως ούτε οι
φυλακίσεις ούτε οι απειλές ούτε οι υποσχέσεις ούτε οι βασανισμοί ήταν δυνατόν
να μεταπείσουν τον άγιο. Οι χριστιανοί των Κυδωνιών εν τω μεταξύ με αγρυπνίες
και παρακλήσεις ικέτευαν το Θεό να τον ενισχύσει.
Τα βασανιστήρια που του έκαμαν ήταν φρικτά. Τα είχε κάνει
ένας «χαλκοκατσίβελος» πριν δέκα χρόνια βασανίζοντας τον Άγιο Γεώργιο τον
Χιοπολίτη που μαρτύρησε στο Αϊβαλί. Σιδηρένια περικεφαλαία κοκκινισμένη στη
φωτιά έθεταν στο κεφάλι του. Έστριβαν με λουριά μολυβένιες σφαίρες γύρω στο
κεφάλι του, ώστε τα μάτια του να βγαίνουν απ’ τις κόγχες τους.
Μερόνυχτα έσφιγγαν τα πόδια σε ξύλα ή τον κρέμαζαν από τα
πόδια για ολόκληρες νύχτες και έσχιζαν τις σάρκες του. Οι χριστιανοί έβλεπαν
θείο φως να βγαίνει τη νύχτα από το ναό του Αγίου Γεωργίου και να μπαίνει στο
κελί της φυλακής. Στη φυλακή είδε όραμα την Παναγία, που του φανέρωσε ότι θα
λάβει μαρτυρικό τέλος στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά τα βασανιστήρια ξανάφεραν τον άγιο μπροστά στους
Τούρκους άρχοντες, με την ελπίδα να τον μεταπείσουν. Του έλυσαν τα χέρια, και
τότε αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείο του σταυρού. Ο αγάς των Μοσχονησίων έγινε
έξω φρενών, όρμησε και με το ξίφος του άρχισε να ξεσχίζει το στήθος του αγίου
και τότε σχηματίστηκε στο στήθος του ένας φωτεινός σταυρός.
Ο αγάς των Κυδωνιών, μην μπορώντας να φέρει αποτέλεσμα,
έστειλε με συνοδεία τον άγιο στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί υπέφερε πολλά άλλα βασανιστήρια. Από τη φυλακή έστειλε
με ένα πνευματικό, που τον επισκέφθηκε, επιστολή στον Οικουμενικό Πατριάρχη
Γρηγόριο τον Ε', που βρισκότανε ακόμα στο Άγιον Όρος, όπως επίσης και στους
εκεί γνωστούς του.
Σε νέα ανάκριση, που τον οδήγησαν, φώναζε ο άγιος: «Ω
ηγεμών, άμποτε να εγνώριζες και συ το συμφέρον της ψυχής σου και να εγινόσουν
χριστιανός».
Ο ηγεμών μην υποφέροντας «την ύβριν» διέταξε να τον
απαγχονίσουν και να τον θάψουν στα τουρκικά μνήματα εξακολουθώντας να θεωρεί
τον άγιο σαν μωαμεθανό, αλλά και για να μη τον πάρουν οι χριστιανοί και τον
τιμήσουν σαν άγιο.
Μαρτύρησε στις 2 Ιουνίου του 1819.
Το Άγιον Όρος έστειλε μοναχούς στο Αϊβαλί να μάθουν
λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια, που υπέφερε ο άγιος, για να τα καταγράψουν.
Έπειτα οι ίδιοι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και κατόρθωσαν να εξαγοράσουν τα
φορέματα, που φορούσε κατά το μαρτυρικό θάνατο ο άγιος.
Αυτά βρίσκονται στο Άγιον Όρος, στα Καυσοκαλύβια και πολλοί
άρρωστοι, που τα έφεραν επάνω τους ζητώντας την πρεσβεία του Αγίου, βρήκαν την
υγεία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου