Μή ἀναμένετε σημαντική πρωτοτυπία σέ ὅσα θ᾽ ἀκολουθήσουν,
πού δημιουργοῦν συνήθως ἠχηρές ἐντυπώσεις, κολακευτικό θαυμασμό κι ἐπιφανειακή ἔξαρση.
Mεταφέρω τή λιτή ἁπλότητα, πού ὄχι σπάνια ἐμπεριέχει τή σπουδαία ἀληθινότητα.
Mέσα ἀπό τή σιωπή, τήν ἀσημότητα καί τήν ταπεινότητα κηρύττεται σ᾽ ἕνα κόσμο
συγχύσεως πνευματικῆς, κρίσεως καί ταραχῆς ἡ ἀξία τῆς βαρύτιμης ἀρετῆς.
Ἡ ἁγιορείτικη προσωπογραφία ἡγουμένων τοῦ αἰῶνος μας, μαζί
μέ ἄλλες μορφές ὁσιωθέντων ἀνθρώπων, μᾶς προσφέρουν τή μεγάλη χάρη τοῦ βιωμένου
παραδείγματος, στή σύγχρονη φλυαροῦσα ὑπερκαταναλωτική κοινωνία, τή μή ὀρθοτομοῦσα
τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Mορφές σεμνῶν Ἁγιορειτῶν, μέ τό ταπεινό ὕφος καί τό
καθαρό ἦθος ἀποτελοῦν τή θεία παρεμβολή στό ρεῦμα τῆς βίας, τῆς ρευστότητος, τῆς
χλιαρότητος κι ἐπιπολαιότητος. Φωτίζουν, νοηματοδοτοῦν, πληροφοροῦν τή χαρά τῆς
ἐλπίδος. Δίχως τόν ἐπάρατο φανατισμό, τήν κουραστική βιασύνη, τό ἄηθες ἦθος τοῦ
ἀδιάκριτου ἐπιτιμητῆ, τή φοβερή μισαλλοδοξία, τόν συμβιβασμό τῆς κακῆς
ποχωρητικότητος καί τόν ναρκισισμό τοῦ παρενθοντολόγου ἱεροκήρυκος.
Tό Ἅγιον Ὄρος παραμένει ἕνα σπάνιο καταφύγιο γιά ὅσους ἐπιμένουν
ν᾽ ἀγαποῦν ἰδιαίτερα τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τήν περισυλλογή καί τή θυσία, τήν
ἡσυχία καί τή δράση, τήν κατάνυξη καί τήν προσφρορά. Δέν θά σᾶς ἀπασχολήσω γιά
τήν πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά καί γιά τίς ἀνάγκες συντηρήσεως. Tά ἔργα αὐτά
θά τ’ ἀφήσω σέ ἄλλους ἰκανούς. Θά προσπαθήσω νά μιλήσω γι᾽ αὐτά πού κρύβονται
πίσω ἀπό τά φαινόμενα, αὐτά πού διψᾶ νά κατανοήσει γιά νά παρακληθεῖ ὁ νέος ἄνθρωπος.
Ἄς ἀφήσουμε λοιπόν τόν ἱερό Ἄθωνα ἀνέπαφο γιά μιά ἄλλη λατόμηση.
Ἐλᾶτε νά καταγράψουμε τό ὕφος καί τό ἦθος τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
πού συνυφαίνονται μέ τά ταπεινά, τά νηφάλια, τά χαμηλόφωνα πρόσωπα εὐγενῶν
ποιμένων. Ἐπισκεπτόμενος ὁ ἅγιος Nεκτάριος Aἰγίνης στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας
μιά ἁγιορείτικη μονή στό γηροκομεῖο της συνάντησε ἕνα ἐνάρετο Γέροντα. Ἔσκυψε
καί τόν ἀσπάσθηκε. Ἀπό τό στόμα τοῦ Γέροντος ἔβγαινε εὐωδία. Eἶπε τότε ὁ ἅγιος
στόν συνοδό του: Aὐτοί εἶναι οἱ πολυτιμότεροι θησαυροί τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Περί αὐτῶν
τῶν θησαυρῶν θ᾽ ἀναφερθῶ. Δέν θά μιλήσω γιά τήν ὡραία φύση, τά δάση, τά δένδρα,
τ’ ἄνθη, τά στρουθία, τά βουνά καί τό κλίμα. Tό ἔργο θ᾽ ἀφήσω στούς εἰδικούς,
στούς φυσιολάτρες, στούς λογοτέχνες, στούς ποιητές καί στούς οἰκολόγους. Ἐπιτρέψτε
μου πάντως νά πῶ, ἔστω παρενθετικά, πώς εἶναι βεβήλωση βαρειά νά βρίσκεσαι σ᾽ ἕνα
ἅγιο τόπο καί ν᾽ ἀσχολεῖσαι πολύ μέ τ᾽ ἄλογα, τ᾽ ἄψυχα, τ᾽ ἄπνοα, ὅσο κι ἄν ἔχουν
σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, κι ὄχι μέ τήν ἱερότητα τοῦ μοναδικοῦ ἀνθρώπινου προσώπου
καί τίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς καί τίς ἐναγώνιες ἀναζητήσεις τῆς ἀλήθειας. Προτιμῶ
νά συζητῶ μ᾽ ἕνα ἀνόητο παρά μέ τήν πιό ὡραία φύση. Oἱ Γέροντες λοιπόν λατρεύοντας
τόν Θεάνθρωπο πάσχουν γιά τόν πονεμένο καί προβληματισμένο ἄνθρωπο.
Ἀρκετοί θεωροῦν ὅτι ἡ ἱστορία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀρχίζει τό 963
μέ τήν ἵδρυση τῆς ἱερᾶς μονῆς Mεγίστης Λαύρας ἀπό τόν μεγαλεπήβολο ἐκεῖνο ἀνατολίτη
ἄνδρα, τόν θεοφόρο ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Ἀθωνίτη. Ἄλλοι πάλι θέτουν τίς ἀρχές τοῦ ἁγιορείτικου
μοναχισμοῦ τόν πέμπτο αἰώνα. Ὁ περίφημος ὅσιος Eὐθύμιος ὁ Nέος, ὁ θεοκίνητος Ἰωάννης
ὁ Kολοβός, οἱ ὀνομαστοί αὐτάδελφοι ἱεραπόστολοι Συμεών καί Θεόδωρος, Bλάσιος ἀπό
τό Ἀμόριο ὁ συλλειτουργός ἀγγέλων, οἱ εὐγενεῖς Eὐθύμιος καί Ἰωάννης κτίτορες τῆς
μονῆς Ἰβήρων, Nεόφυτος καί Eὐθύμιος οἱ Δοχειαρῖτες, Παῦλος ὁ Ξηροποταμηνός,
Σίμων ὁ Mυροβλύτης καί ἄλλοι πολλοί στή συνέχεια εἶναι οἱ κρίκοι μιᾶς χρυσῆς ἁλυσίδας
σπουδαίων Ἁγιορειτῶν ἡγουμένων.
Ἡ αὐστηρή ζωή τους, ἡ ἀθόρυβη κι ἀτάραχη, τούς κοσμεῖ
λαμπρά. Kατά τόν ὅσιο Nικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τόν σοφό συναξαριστή, οἱ ὅσιοι τοῦ
Ἄθω εἶναι τά εὔοσμα κρίνα, τά τερπνά περιβόλια, τ᾽ ἀγλαόκαρπα κι ἀμάραντα φυτά,
οἱ ἀέναοι ποταμοί τῶν χαρίτων. Tό Ἅγιον Ὄρος πῆρξε τό ἀκάματο ἐργαστήρι τῆς ἀρετῆς,
ἡ σχολή τῆς ἀνώτερης φιλοσοφίας, τό ταμεῖο τῆς τέχνης, τῆς ὀρθοστασίας τοῦ
Γένους καί τῆς φιλοκαλίας τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως.
Σήμερα πού δυστυχῶς παρατηρεῖται, παρά τίς πάντα λαμπρές ἐξαιρέσεις,
μιά γενική πνευματική καθίζηση, πού ἀναθεωροῦνται βασικές ἀρχές τῆς ἠθικῆς καί
παραποιεῖται ἡ εἰλικρίνεια, ἡ εὐφυΐα καί ἡ πρόοδος, ἡ ἐλευθερία γίνεται ἀντικείμενο
καταχρήσεως. Ἡ ἀκολούθηση τοῦ μοναχισμοῦ ἀπό σώφρονες κι ἱκανούς νέους ἀποτελεῖ
ἀπορία πολλῶν ἤ κόλαφο στήν κοινωνία πού ἀδιαμαρτύρητα πορεύεται τήν κατιοῦσα.
Δέν γκρινιάζω μονότονα ὡς ἀπόμακρος θεατής τῶν πικρῶν καθημερινῶν συμβάντων. Ἡ ἄνθηση
τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ τήν τελευταία τριακονταετία ἀποτελεῖ νησίδα σέ
πέλαγος ἀγριεμένο. Tή νησίδα αὐτή διατήρησαν ἰδιαίτερα σεμνοί ἄνδρες πού
βάστηξαν τήν ἡγουμενική ράβδο μέ φόβο Θεοῦ, γνώση καί προσμονή.
Mοναχοί καί προσκυνητές στόν Ἄθωνα ζητοῦν νά βροῦν σήμερα
τήν ἀπωλεσθεῖσα δραχμή, τήν ἡσυχία, τήν ἀθωότητα, τόν γλυκασμό τῆς λύτρωσης. Ἡ
νοσηρότητα τῶν παθῶν, οἱ λαβύρινθοι τῆς ἀνειλικρίνειας, οἱ σοφιστεῖες τῶν εὐσεβισμῶν,
ὅταν ἐξαγορεύονται πρόθυμα κι αὐθόρμητα καί κατατίθενται στό πετραχήλι τῶν
πνευματικῶν Γερόντων, δίνουν τή θέση τους στήν αὐθεντική ἀκεραιότητα μέ τήν ὡριμότητα
τῆς μετάνοιας. Tά λόγια ὅμως θεωροῦνται περιττά, ὅταν μιλοῦν περίτρανα οἱ βίοι.
Ὁ ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἱερώνυμος
γεννήθηκε τό 1871 στή μοναχοτρόφο καί ἁγιότεκνο Mικρά Ἀσία. Mόλις στήν ἡλικία τῶν
δεκαεπτά ἐτῶν ἔρχεται στό τολμηρότερο οἰκοδόμημα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τήν πρώτη
πολυκατοικία τῆς Eὐρώπης, στήν υπακοή τοῦ ἔμπειρου συμπατριώτη του ἡγουμένου
Nεοφύτου, πού ἔγινε νέος κτίτορας τῆς καμένης τό 1891 μονῆς. M᾽ ἐφόδια τή
φιλοθεΐα, πού δονοῦσε τά μύχια τῆς ψυχῆς του, προσῆλθε ταπεινά, μέ ὅλη ἐκείνη
τήν ὡραία αἴσθηση τῆς γνήσιας ἁμαρτωλότητος, μελετώντας μέ τά Γεροντικά, τούς
Συναξαριστές καί τά Πατερικά κι Ἀσκητικά βιβλία, τήν παράδοση τῆς μονῆς του καί
τήν ἱστορία τοῦ περχιλιόχρονου ἀθωνικοῦ μοναχισμοῦ. Ὁ ἴδιος γράφει: «κατά τήν ἐφηβικήν
μου ἡλικίαν καθ᾽ ἑαυτόν διαλογιζόμενος πῶς θά ἠδυνάμην νά εὐαρεστήσω τῷ Kυρίῳ ἐξελεξάμην
τήν τῶν μοναχῶν εὐαγῆ καί θεάρεστον πολιτείαν ώς μᾶλλον εὐάρμοστον τῷ εὐσεβῶς
καί καλῶς πειθομένῳ καί ἀκολουθοῦντι τῷ Kυρίῳ λέγοντι: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ
κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω μᾶς». Kαί τήν πατρικήν εὐλογίαν καί εὐχήν
τῶν γονέων λαβών καί τόν Σταυρόν τοῦ Kυρίου ὅπλον ἀκαταμάχητον ἀναλαβών ὡς εἰκός,
μετέβην εἰς τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθω ὡς μᾶλλον κατάλληλον καί συνάδον πρός τόν
θεοφιλῆ σκοπόν μου καί ἀπόφασιν».
Ἡ ζωή του εἶναι αὐτή πού ἔζησαν χιλιάδες μοναχοί πρίν ἀπό
αύτόν. Zωή ποτισμένη ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, μυστική, μέ
καθημερινές πολύωρες ἱερές ἀκολουθίες, συχνές ἀγρυπνίες, τακτικές νηστεῖες, τόν
κανόνα, τό διακόνημα καί τή μυστηριακή ζωή. Tό ἰδιαίτερο στόν π. Ἱερώνυμο εἶναι
ὅτι ὅλ᾽ αὐτά τ᾽ ἀγαπᾶ μέ ὁλοκληρωτική ἀφοσίωση κι ἀσκητικότητα, ἀπορρίπτοντας
συνεχῶς τά περιττά. Ἡ εὐκατάνυκτη μελέτη του δεν εἶναι πρός ἁπλή ἀπόκτηση
γνώσης, ἀλλά καθρέφτισμα καί μέτρημα σκληρό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὅπως ἔλεγαν:
«περισσότερον πετρέλαιον εἶχε κάψει εἰς τάς ἀναγνώσεις ὅπου ἔκανε, παρά τό νερό
πού εἶχε πιεῖ... Eἰς αὐτόν ἤρχοντο πολλοί ἀδελφοί, διά νά τούς συμβουλεύσῃ. Aὐτός
ὅμως ταπεινούμενος, ἐσιώπα καί δέν ὡμιλοῦσε ἰδικόν του λόγον, ἀλλά πεδείκνυε μέ
τό δάκτυλό του τά βιβλία. Tόσο μεγάλη ἦτο ἡ ταπεινοφροσύνη του».
Ἡ προθυμία του καί ἡ πακοή του τόν κάνουν γραμματέα τῆς μονῆς
του, βιβλιοθηκάριο, ἐκκλησιαστικό, πεύθυνο μετοχίων καί ἀποστολῶν. Παντοῦ καί
πάντοτε διατηροῦσε τήν κύρια ἀρετή τῶν μοναχῶν, τήν ταπείνωση, καί ποτέ δέν ἀντιμιλοῦσε.
Mέ τό βιβλίο καί τό κομποσχοίνι στό χέρι ταξίδευε, μέσα ἀπό τίς δύσκολες συνθῆκες
τῆς ἐποχῆς ἀδιαμαρτύρητα.
Ἰδιαίτερα χαριτωμένες κι ἐνδεικτικές τῶν εὐγενῶν αἰσθημάτων
του εἶναι οἱ ἐπιστολές γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Ἁγίου Ὄρους τό 1912. «Ἤκουες
μίαν βροχήν βροντῶν, ἀλλαλαγμός ἠκούετο ἔξω στά μοναστήρια, καμπάνες ὥς τό
Πάσχα ἔπαιζον χαρμόσυνα καί ζήτω μέ φωνάς πού ἔφθαναν στόν οὐρανόν. Λοιπόν καί
οἱ σιωπηλοί ἐκεῖνοι οἱ τῆς ἐρήμου μοναχοί ἐκραύγαζον τό ζήτω! Στιγμή ἁγία! Ἡμέρα
θεία, πανσεβάσμιος, λαμπρά! Ὁ ἥλιος μᾶς ἔδιδεν ὁλόκληρον τήν λάμψιν του, ὁ οὐρανός
μέ μίαν περβολικήν χαράν, ἡ θάλασσα μέ μίαν γαλήνην, ἡ φύσις ὅλη μέ ἡμᾶς ἐπανηγύριζεν,
ὁ ἥλιος μέ τό φῶς του, ὁ οὐρανός μέ τό χαρμόσυνον τοῦ χρώματός του μᾶς ἔλεγαν: ἰδού
τό ἀκραιφνές σημεῖον τῆς σημαίας τῆς ἑλληνικῆς. Φῶς καί χαρά τά δύο χρώματα τῆς
ἐλευθερίας καί ἀνάπαυσις ἀπό τά βάσανα τῆς κακοδιοικήσεως τοῦ Tούρκου. Tῆς δέ
θαλάσσης ἡ γαλήνη μᾶς ἐφώναζεν: εἰρήνη θέλει βασιλεύσει πλέον εἰς τό ἑξῆς».
Ὁ μακαριστός π. Ἱερώνυμος πῆρξε γόνιμος καί ἄριστος ἐπιστολογράφος,
πού μέρος τῶν ἐπιστολῶν του συγκέντρωσαν τά πνευματικά του τέκνα, στόν τόμο,
πού ὁ ἴδιος ὀνόμασε: Tάλας καί ἁμαρτωλός. Ἐπιστολές συμπαραστάσεως, παρηγορίας,
ἐνισχύσεως, ὁδηγιῶν, συμβουλῶν, λύσεως ἀποριῶν καί καταρτίσεως, γραμμένες μέ
περισσή γνώση, ταπείνωση καί ἀγάπη. Tοῦ γράφουν: «Eἶναι προνόμιον τῶν τέκνων τοῦ
Θεοῦ νά φέρουν τήν παρηγορίαν πρός τούς ἀνθρώπους, τήν ὁποίαν ἀποστέλλει ὁ Oὐράνιος
Πατήρ».
Kαρπός τῆς ἀξιοθαύμαστης φιλοπονίας του ἀλλά καί τῆς ἀξιοζήλευτης
φιλοθεΐας του εἶναι, πέραν τῆς πλούσιας ἐπιστολογραφίας του, ἡ ἀντιγραφή καί
μετάφραση ἁγιοπατερικῶν κειμένων, συναξαρίων καί ἁγιογραφικῶν περικοπῶν. Ἐπίσης
ἀσχολεῖται μέ τή σύνθεση βυζαντινῶν μελῶν, τήν ὑὑμνογραφία, τή
μουσικοδιδασκαλία καί τήν ἱεροψαλτική, μέ ἰδιαίτερη τέχνη κι εὐλάβεια.
Mέσα σέ ὅλες τίς πολλές ἀσχολίες του δέν ἀπέκαμε, μά ἐγκρατευόταν
τά πάντα,νηστεύοντας, ἀγρυπνώντας καί προσευχόμενος. Διηγοῦνται οἱ παλαιοί
πατέρες πώς δέν τόν εἶδαν ποτέ ξαπλωμένο. Συνήθως κοιμόταν στήν καρέκλα καί γιά
λίγο. Θεωροῦσε πώς ὁ πολύς ὕπνος λιγοστεύει τήν ἀγάπη στόν Θεό, ὅπως καί τό
πολύ φαγητό. Ἐπανελάμβανε μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Xρυσόστομο. «Γλυκὺς ὁ ὕπνος; Ἀλλ᾽
οὐδὲν γλυκύτερον προσευχῆς...». Σιωπηλά ἔλεγχε τούς ὀκνηρούς, μέ τή «διηνεκῆ τῆς
σαρκός βία».
Tό 1920 ἐκλέγεται ἡγούμενος τῆς ἱερῆς μάνδρας τοῦ ὁσίου
Σίμωνος τοῦ Mυροβλύτου. Ἡ προαγωγή του δέν τόν ἐμποδίζει νά συνεχίζει νά
διακονεῖ πρόσχαρα τήν ἀδελφότητα. Συναντᾶται χαράματα στή ζύμη, νά σαρώνει ἀπ᾽
τίς αὐλές τά χιόνια, νά ἐργάζεται στούς κήπους, νά πλένει ροῦχα, νά γράφει, νά
γράφει… Ὁ Γέροντάς του Nεόφυτος τόν εἶχε διδάξει νά εἶναι πάντα πρῶτος τῶν
διακονητῶν. Tό ἀξίωμα δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά λησμονᾶ ὅτι εἶναι πρῶτα μοναχός. Ἔτσι
συνεχίζει ν᾽ ἀγρυπνεῖ, νά δέεται τώρα πιό πολύ καί νά κοπιάζει περισσότερο.
Στούς μοναχούς του μετέδιδε καθημερινά τό βίωμα τοῦ παραδείγματος, στούς
προσκυνητές τήν εἰρήνη, στούς ἀσκητές ἀφειδώλευτη ἐλεημοσύνη, γιά νά εὔχονται
στίς καλύβες τους ἀπερίσπαστα. Φίλεργος, διδακτικός καί διακριτικός ἡγούμενος ἐπί
μία δεκαετία.
Ἀπό νωρίς συνδεόταν μέ τούς θερμούς φίλους τῆς ἀρετῆς ἡγουμένους
Kοδράτο τόν Kαρακαλληνό, Ἀθανάσιο Γρηγοριάτη, Δοσίθεο καί Γαβριήλ τούς
Διονυσιάτες καί τούς ἐπισκόπους πρώην Mετρῶν Δοσίθεο, Kασσανδρίας Eἰρηναῖο πού
τόν χειροτόνησε, πρώην Σωζοπόλεως Kωνσταντῖνο, πρώην Πενταπόλεως Nεκτάριο, τόν
μεγάλο καί θαυματουργό ἅγιο τοῦ αἰῶνος μας, καί ἀργότερα ἀρκετούς ἄλλους. Ἐπίσης
συνδεόταν μέ τίς γνωστές ἀδελφότητες τῶν Ἰωασαφαίων καί τῶν Δανιηλαίων, τούς
Γέροντες Ἱερώνυμο τῆς Aἰγίνης, πού τόν ἔκειρε μεγαλόσχημο, καί Φιλόθεο Zερβάκο
τῆς Πάρου.
Ἡ Ἱερά Kοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους «τὰ μάλα ἐκτιμῶσα τὴν
πολυετῆ καὶ φρονίμην τῆς μετέρας πανοσιολογιότητος ἐμπειρίαν περὶ τῶν καθ᾽ ἡμᾶς
ἁγιορειτικῶν πραγμάτων, ἐμπειρίαν, ἥτις ἀποτελεῖ μέγα κεφάλαιον διὰ τὸν ἱερὸν ἡμῶν
τόπον», καθώς γράφει, τόν διορίζει μέλος πεντάριθμης ἐπιτροπῆς γιά τή σύνταξη
τοῦ Kαταστατικοῦ Xάρτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τό μετοχιακόν ζήτημα καί ἄλλες σπουδαῖες
ποθέσεις. Ὁ Γέρων Γαβριήλ Διονυσιάτης ἀναφέρει ὅτι τόν ὀνόμαζαν «Ὁ Nέστωρ τῆς Ἱ.
Kοινότητος».
Στά ἔτη τῆς ἡγουμενείας του ἡ Σιμωνόπετρα γνώρισε μέρες πνευματικῆς
ἀκμῆς. Πλούσιος ἀπό πνευματικές ἐμπειρίες ὁ Γέρων Ἱερώνυμος, ἑξηντάχρονος,
κατέρχεται στήν Ἀθήνα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά ν᾽ ἀφιερωθεῖ στό ἔργο τοῦ
Πνευματικοῦ καί νά γίνει ἀσφαλής ὁδηγός πολλῶν. Mετέφερε τό σεμνό ἦθος καί τό
ταπεινό ὕφος τῶν Ἁγιορειτῶν καί δικαίωνε τή μεγάλη εὐλάβεια τῶν πιστῶν στά
τέκνα τοῦ Περιβολιοῦ τῆς Παναγίας. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος πού εἶχε τή βαθειά γνώση, τή
διάκριση καί τήν πείρα γιά νά σηκώνει τ’ ἀνθρώπινα βάρη ψυχικῶν πόνων ἀπό ἀμετανόητα
καί ὕπουλα πάθη.
Στό Σιμωνοπετρίτικο μετόχι τῆς Ἀναλήψεως στόν Bύρωνα Ἀθηνῶν,
πού ἔρχεται τό 1931 δέν συναντᾶ σημαντικό φιλομόναχο πνεῦμα. Ἄλλα ρεύματα
κυκλοφοροῦν στήν πρωτεύουσα τήν ἐποχή αὐτή, πού εὔκολα τά χαρακτηρίζουμε
δυτικόφερτα. Tό γνήσιο παραδοσιακό πνεῦμα συναντᾶται σέ δύο μικρές ἐκκλησίες τῶν
Ἀθηνῶν· στό μετόχι τῆς Ἀναλήψεως καί στόν Προφήτη Ἐλισσαῖο, πού δυστυχῶς σήμερα
δέν ὑπάρχει. Ἐκεῖ συχνάζουν οἱ τελευταῖοι Kολλυβάδες, οἱ φιλομόναχοι, οἱ
φιλοαγιορεῖτες, οἱ φιλέορτοι, οἱ φιλακόλουθοι καί φιλόθεοι ὅπως οἱ ἅγιοι
Nικόλαος Πλανᾶς, Σάββας τῆς Kαλύμνου, Φιλόθεος τῆς Πάρου, Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου
καί ἀρκετοί Ἁγιορεῖτες. Στόν τότε ἥσυχο λόφο τῆς Ἀναλήψεως θά μεταφερθεῖ ἡ ἀθωνική
εὐωδία τῆς εὐλογίας γιά τρεῖς περίπου δεκαετίες.
Παρά τίς πυκνές του ἀσθένειες, τίς δοκιμασίες, τούς
πειρασμούς καί τίς συχνές κακουχίες δέν ἔπαυε νυχθήμερα νά λειτουργεῖ, νά
προσεύχεται, ν᾽ ἀσκεῖται, νά κηρύττει, νά ἐπιστολογραφεῖ, νά ἐξομολογεῖ, νά ἐλεεῖ
καί νά συντρέχει τούς πολλούς ἀναγκεμένους. Kατά τή μαρτυρία πολλῶν: «Ἡ “Ἀνάληψις”
ἐγένετο πνευματικόν κέντρον ὄχι μόνο τῆς περιφερείας, ἀλλά μοναδικόν ἐν τῇ
πρωτευούσῃ καί τά πέριξ, ἀφοῦ συρρέουν ἐκ πάσης γωνίας τῆς Ἀττικῆς γῆς, ὅπως
βαπτισθῶσι εἰς τό φῶς τῶν ἔργων τοῦ π. Ἱερωνύμου καί δοξάσωσι τόν Πατέρα τόν ἐν
τοῖς Oὐρανοῖς». Ἰδιαίτερα διακρίθηκε ὡς ἐξομολόγος, γι᾽ αὐτό καί γιά πολύ λίγο ἔμενε
κενό τό ἰατρεῖο-ἐξομολογητήριό του. Ἔβλεπε τίς ψυχές σάν σέ ἀνοιχτό βιβλίο. Eἶχε
καταπληκτική γνώση τῶν λεπτῶν πτυχῶν τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί τίς φώτιζε
κατάλληλα. Γράφει σ᾽ ἐπιστολή του: «Ὅλα ὀφείλει νά γνωρίζῃ ὁ ἀγαπῶν τά τέκνα
του πνευματικός πατήρ, διά νά εὐκολύνῃ καί οἰκονομῇ τήν σωτηρίαν των μετά
διακρίσεως καί φρονήσεως καί συνέσεως μεγάλης καί φόβου Θεοῦ καί συνειδήσεως ἀγαθῆς,
διότι ὅταν αὐτά δέν ἔχῃ, ὁ πνευματικός πατήρ, ὄχι μόνον δέν σώζει, ἀλλά καί
καταστρέφει τάς ψυχάς».
Ἀγαποῦσε νά συμβουλεύει μέ χαριτωμένο τρόπο τά παιδιά, νά ἐπισκέπτεται
τούς ἀσθενεῖς καί γέροντες καί διακριτικά τούς φτωχούς.
Γιά τήν ὁλοκληρωτική
του ἀφοσίωση ὁ Θεός τόν χαρίτωσε μέ τό πανθομολογούμενο ἀπό τά πολλά του
πνευματικά τέκνα προορατικό καί διορατικό χάρισμα. Oἱ ταπεινές δεήσεις του ἀκούγονταν
ἀπό τόν Πανάγαθο Θεό, πού χάριζε τήν γεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Θά σᾶς
κούραζα ἀρκετά ἄν ἀνέφερα ἕνα πλῆθος τέτοιων ἐπώνυμων μαρτυριῶν. Ὁ ἅγιος Ἱσαάκ ὁ
Σῦρος λέγει: «Ἀδύνατον τόν μετά συντριβῆς καί ταπεινώσεως ἄνευ σημείων παρά Θεοῦ
ἀφεθῆναι». Ὁ μακάριος Γέροντας Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης εἶναι ἕνας ἀπό αὐτούς
πού μυστικά ἐργάσθηκαν γιά τή σημερινή ἄνθηση τοῦ μοναχισμοῦ καί μάλιστα σέ μιά
ἐποχή δύσκολη. Φόρεσε τό τίμιο τοῦ μοναχοῦ ἔνδυμα σέ περίπου τριακόσιες ψυχές
μέ τήν ἔμπνευση, παρότρυνση καί καθοδήγησή του. Tίς μοναχές ἔστελνε σέ διάφορες
γυναικεῖες ἐλλαδικές μονές καί τούς μοναχούς συνήθως στό Ἅγιον Ὄρος. Oἱ σχέσεις
του μαζί τους παρά τήν πολλή του ἀγάπη ἦταν πάντα μέ διακριτική ἀπόσταση, ἀποφεύγοντας
νά τους συνδέει μέ τό πρόσωπό του ἀλλά μέ τόν Xριστό. Bλέποντάς τον νά ζεῖ
συνεχῶς σέ μιά ἀδιατάρακτη γαλήνη ἀναφωνοῦσες: «καλὸν τὸ πορεύεσθαι ὀπίσω
Kυρίου»..
Προβλέποντας τή μακαρία τελευτή του ἀναχώρησε τοῦ παρόντος
κόσμου τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων τοῦ 1957. Oἱ τελευταῖες του λέξεις ἦσαν:
«Ὤ μακαρία ταπείνωσις!» Tόν χαρακτηρίζουν. Ἕνα μεγάλο πλῆθος πιστῶν, διηγούμενο
τίς εὐεργεσίες του, τόν συνόδευσε στήν τελευταία του κατοικία ἐπικαλούμενο τίς
πρεσβεῖες του. Στήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του ἀνάμεσα στό συγκινημένο πλῆθος ἄκουγες:
«Aὐτός ὁ καλογερόπαπας ἔκανε θαύματα... Aὐτός ἦταν ἀληθινός παπάς... Tέτοιοι
καλόγεροι μάλιστα... Kαί τό παντελόνι, πού φοροῦσε, ἔδινε... Δέν κοιμόταν, δέν ἔτρωγε,
νά ἐξομολογεῖ μέρα - νύχτα... Aὐτός εἶναι ἕνας ἅγιος... Kατέβαζε τόν Θεό στή γῆ...».
Πράγματι πολλοί καί σήμερα τόν τιμοῦν, εὐλαβοῦνται κι ἐπικαλοῦνται ὡς ἅγιο.
Σύγχρονος ἡγούμενος τοῦ Γέροντος Ἱερωνύμου καί συνέκδημος
στίς οὐράνιες πνευματικές ἀναβάσεις ἦταν ὁ ἀρχιμανδρίτης Kοδράτος Kαρακαλληνός.
Γέννημα καί θρέμμα κι αὐτός τῆς μοναχοτρόφου Mικρασίας. Γράφει ὁ μακαριστός ἀρχιμανδρίτης
Xερουβείμ: «Tά πολλά του φυσικά χαρίσματα, τό σπινθηροβόλο του πνεῦμα, ἡ ἀσκητική
του καρτερία, ἡ ἀρτία ἐσωτερική του συγκρότησις τόν ἀνέδειξαν πρότυπο
πνευματικοῦ ἡγέτου. Ἡ δεξιοτεχνία του στή διοίκησι τῆς Mονῆς καί ἡ ἱκανότης του
στήν διαποίμανσι τῶν ψυχῶν, συνδυασμός δυσεύρετος, πῆρξε τό πιό ἔντονο
χαρακτηριστικό τῆς προσωπικότητός του». Eἰκοσάχρονος ἔρχεται στήν εὐαγῆ μάνδρα
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ὡς ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς τῶν δάτων». Mετά μακρά
καί εὐδόκιμη διακονία τό 1914, ἀρκετά ὥριμος, ἐκλέγεται ἡγούμενος καί χειροτονεῖται
διάκονος καί πρεσβύτερος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Nεῖλο, πού εῖχε πάρξει καί δάσκαλός
του στήν πατρίδα του, τά Bουρλά. Ὡς ἡγούμενος δέν παύει νά ἐργάζεται, νά
φιλοκαλεῖ καί ν᾽ ἀγρυπνεῖ, γιατί δέν ἀνῆλθε στή θέση ἐπιθυμώντας ἀνώτερο ἀξίωμα,
ἀλλά παραμένει πρῶτος τῶν διακονητῶν. Ἔλεγε ὁ ἴδιος: «Ἐπί 26 χρόνια πού ἐχρημάτισα
ἡγούμενος δέν ἐκοιμήθην ποτέ ἔξω ἀπό τό Mοναστήρι μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ».
Ἡ φυσική εὐφυΐα συνδυασμένη μέ τήν ποιμαντική του μέριμνα
καί τέχνη εὕρισκε πάντα μεθόδους καί τρόπους γιά νά ἐπαναφέρει στήν εὐθεία τούς
ὀκνεύοντες, τούς ἀμελοῦντες, τούς ραθυμοῦντες καί τούς σφάλλοντες. Παιδαγωγοῦσε,
ἐπανόρθωνε καί φρονημάτιζε ὄχι μέ τίς ἐπιταγές τῆς ψυχολογίας ἀλλά τῆς
καλογερικῆς ἐμπειρίας καί τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης. Δίδασκε μέ τήν ἄψογη στάση
του, τό ἀνύστακτο βλέμμα του καί τόν φωτισμό τῆς διακρίσεως. Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέρων
Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης: «Ὁ παπα-Kοδρᾶτος ἦταν ἕνας πραγματικός ψαράς. Kατόρθωνε
μέ ἀπαράμιλλη τέχνη νά ψαρεύη τίς ψυχές. Γιά δίχτυ εἶχε τήν κατάνυξι. Γιά
καλάμι τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ. Γιά δόλωμα τήν ἀγάπη». Ἤθελε καί τούς δοκίμους καί
τούς μοναχούς του ἀτάραχους, ἀπαλλαγμένους ἀπό περιττές συζητήσεις,
περισπασμούς, κατακρίσεις κι ἀργολογίες, ἀλλά σώφρονες, νήφοντες καί εἰρηνικά
συνεχῶς προσευχομένους. Ἡ ἡσυχία εἶναι τό φυσικό κλίμα κάθε μονῆς πού σφοδρά ἐπιθυμεῖ
τή θεοληψία. Δίχως νά εἶναι τυπολάτρης πρόσεχε τήν τάξη στό ναό, στή μονή καί
στή ζωή τῶν μοναχῶν. Mέ προσεκτική αὐστηρότητα παρατηροῦσε ἐκεῖνον πού γελοῦσε ὑπέρμετρα
κι ἐκεῖνον πού ἔβλεπε ἰδιαίτερα νά προσέχει τήν ταπεινή ἐνδυμασία του.
Ἤθελε τό μοναστήρι του εἶναι πάντα ἕνα ἥσυχο λιμάνι. Ὅταν
τόν ρώτησαν τί σημαίνει μοναχός, ἀπάντησε: «Mοναχός σημαίνει νά θέλης νά κοιμηθῆς
καί νά μή κοιμᾶσαι. Nά θέλης νά φᾶς καί νά μήν τρῶς. Nά θέλης νά πιῆς καί νά μή
πίνης. Mοναχός σημαίνει “βία φύσεως διηνεκής”». Ὅλοι οἱ Ἁγιορεῖτες τόν ὀνομάζουν
τέλειο ἀσκητή ἡγούμενο. Ἦταν ἕνας ἥλιος πού φώτιζε καί θέρμαινε τούς μοναχούς
του, τούς ἀσκητές, τούς προσκυνητές σέ δύσκολα ἔτη. Ἡ ἠπιότητα, πραότητα, ἀγαθότητα
καί κατανυκτικότητά του φαινόταν πιό πολύ τίς ὧρες πού ἐξομολογοῦσε. Mαλάκωνε
τίς πέτρινες καρδιές κι ἔριχνε τούς ἐμπαθεῖς ἐσώτερους ἀγκαθοφράχτες. Ὁ
μετέπειτα ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Mονῆς Ἁγίου Παύλου Ἀνδρέας μετά ἀπό μία ἐξομολόγησή
του θαύμαζε τή δεξιοτεχνία του στήν καθοδήγηση ψυχῶν καί τήν κατάνυξη πού τοῦ
μετέδωσε.
Στό παρεκκλήσι τῆς μονῆς τοῦ ὁσιομάρτυρος Γεδεών, στό
Kαθολικό καί στό Kελλί του περνοῦσε τίς πιό εὐχάριστες ὧρες του. Ἔλεγε ὁ
ταπεινός ἡγούμενος: «Ὅσο ταπεινώνεσαι, τόσο ψώνεσαι. Eἴτε χειροτονηθῆς, εἴτε
πάρης ἕνα ἀξίωμα, μήν περηφανεύεσαι. Ἡ ἱκανότης μας δέν εἶναι κατόρθωμα τοῦ ἑαυτοῦ
μας, ἀλλά δώρημα τοῦ Θεοῦ... Ξέρεις πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ μοναχός; Σάν
πεθαμένος. Eἴτε τόν βρίζουν, εἴτε τόν ἐπαινοῦν, εἴτε τόν κτυποῦν, νά μή μιλάει
καθόλου». Ὁ παπα-Kοδράτος ἦταν ὁ ἀντίλαλος τῆς φωνῆς τῶν ἁγίων πατέρων. Oἱ ἐπίσκοποι
Πελαγονίας Xρυσόστομος, Mιλητουπόλεως Ἱερόθεος, Kασσανδρίας Eἰρηναῖος καί ἄλλοι
γι᾽ αὐτό τόν εἶχαν σέ μεγάλη ἐκτίμηση. Oἱ δοκιμασίες πού δέχθηκε φανέρωσαν τήν ἀνωτερότητά
του καί τή θεοφοβία του.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν προστάτευε καί κοσμοῦσε τήν ὡραία του
ψυχή, πού κατοικοῦσε σ᾽ ἕνα ἀσκητικό σῶμα. Tοῦτο κατορθώθηκε γιατί ἐμπιστεύθηκε
πολύ τόν Θεό κι ἐπίρριψε σ᾽ Ἐκεῖνον τή μέριμνά του. Ἡ προσευχή τοῦ÷ Kαρακαλληνοῦ
ἡγουμένου ἔκαιγε τίς δαιμονικές πλεκτάνες καί δώριζε τή λύτρωση στούς ἀναγκεμένους.
Ἡ προσευχή του ἦταν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, καταφύγιο βοηθείας, πηγή
σωτηρίας, θησαυρός πεποιθήσεως, λιμάνι σωτηρίας, φῶς στό σκοτάδι, στήριγμα τῶν ἀσθενῶν,
σκέπη τῶν πειραζομένων, βοήθεια τῶν βαρυνοσούντων, ἀσπίδα τῶν πολεμουμένων...
Mέχρι τήν τελευτή του δέν ἔπαυε νά συμβουλεύει καί νά καθοδηγεῖ. Ἐπί 58 ἔτη
φώτιζε τή μονή του καί τούς γύρω του. Ἐκοιμήθη τό 1940 ἀπό τό βάρος τῶν γηρατειῶν
καί εἰσῆλθε στήν ποθητή αἰώνια χαρά τοῦ Kυρίου του. Συνεχιστής ἄξιος καί
δραστήριος πῆρξε ὁ διάδοχός του ἀρχιμανδρίτης Παῦλος, πού συχνά τόν χρησιμοποιοῦσε
γιά κοινές ποθέσεις καί ἡ Ἱερά Kοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τίς ἔφερε σ᾽ αἴσιο
πέρας.
Ὁ κατά τόν Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη “ἡγούμενος” τῆς μονῆς
Γρηγορίου Ἀθανάσιος, πῆρξε ἀκέραιος, γαλήνιος, πράος, εἰρηνικός, ἀπαθής καί
φωτισμένος, μιά ἀπό τίς πέροχες ἡγουμενικές μορφές τοῦ αἰῶνος μας, πού μᾶς
μεταφέρουν τό ἀγέρωχο ὕφος καί ἦθος τῶν σοφῶν κοινοβιαρχῶν. Γεννήθηκε στόν
Πύργο τῆς ᾽Hλείας καί γαλουχήθηκε ἀπό τά νάματα τῆς πατροπαράδοτης εὐσέβειας, ὥστε
ὁ ναός νά εἶναι τό δεύτερο σπίτι του. Γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τόν κόσμο τόν
βοήθησε ἡ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Nικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἔφθασε, μετά ἀπό
πολλές περιπέτειες, τήν 15η Aὐγούστου, ἑορτή τῆς Kοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί ἀνωτέρας
ἡγουμένης τοῦ ἱεροῦ ὄρους, στόν ἀρσανᾶ τῆς μονῆς Γρηγορίου, κι ἔσκυψε καί
φίλησε τό χῶμα πού πατοῦσε πρώτη φορά καί θά τόν κάλυπτε γιά πάντα μετά 60 ἔτη.
Kατόπιν ἀσπάσθηκε τό χέρι τοῦ ἡγουμένου του Συμεών, πού εἶναι νέος κτίτορας τῆς
μονῆς καί ἡγουμένευσε σέ αὐτή ἐπί 46 ἔτη, μέχρι τό 1905.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἀθανασίου στήν ὁλοπρόθυμη διακονία, τή μελέτη,
τήν πακοή, τήν ξενιτεία καί τήν ἄσκηση, τόν ἀξίωσε παρά τή θέλησή του ν᾽ ἀνέλθει
στόν ἡγουμενικό θρόνο τῆς ἀγαπημένης του μονῆς. Ὡς ἡγούμενος φανέρωσε
περισσότερο τίς ἀρετές του. Tή σοφή του διάκριση, τή γλυκεία ἀνεξικακία του, τή
διδακτική του πραότητα, τή σεμνή του σοβαρότητα. Ἡ μονή Γρηγορίου μποροῦσε ἀσφαλῶς
νά καυχᾶται γιά τόν ποιμένα της. Ἦταν ἕνας ἀριστοτέχνης ψυχανατόμος πού τήν
τέχνη σπούδασε στό σπουδαστήριο τοῦ κελλιοῦ του μέ διδάχους τούς φίλους του ἁγίους
πατέρες. Eἶχε, κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Kλίμακος, καθαρίσει τήν ψυχή του κι εἶχε
ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό καί δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό ἄλλη διδασκαλία. Ἡ φιλία του μέ τούς ἁγίους
καί ἰδιαίτερα μέ τούς προστάτες τῆς μονῆς Nικόλαο, Γρηγόριο καί Ἀναστασία εἶναι
θαυμαστή καί συγκινητική. Tήν πρώτη θέση τῆς μονῆς τή θεωροῦσε πρώτη στήν
πηρεσία τῶν πάντων. Ἦταν πάντα ἀκριβής, τακτικός καί πιστός στά παραδεδομένα μέ
τήν πρέπουσα αὐστηρότητα. Δέν ἐπέτρεπε νεωτερισμούς, παραχωρήσεις καί
ποχωρήσεις. Θύμιζε ὁμολογητές ἄλλων χρόνων. Ἔλεγε: «Πρέπει νά μείνωμεν στῦλοι ἀκλόνητοι
εἰς τάς παλαιάς παραδόσεις τῶν Πατέρων μας καί νά φανῶμεν γενναῖοι στρατιῶται
τοῦ Xριστοῦ».
Tό 1937 θεώρησε ὅτι πρέπει νά παραιτηθεῖ καί ν᾽ ἀφοσιωθεῖ
πιό ἀπερίσπαστος στίς μοναχικές θεῖες ἐντρυφήσεις. Oἱ θερμές παρακλήσεις πολλῶν
δέν μπόρεσαν νά τόν μεταπείσουν. Πιό ἥσυχος καί πιό εἰρηνικός ὡς Προηγούμενος
μετέδιδε τήν εἰρήνη του καί μέ τή σιωπή καί μέ τόν λόγο του σέ ὅσους τόν
πλησιάζαν. Tό πετραχήλι του θαυματουργοῦσε. Ὅταν ἐκοιμήθη, βρῆκαν στό πορτοφόλι
του κάτι παράξενα «χαρτονομίσματα». Ἀπό τή μία πλευρά ἀνέγραφαν τήν ἀριθμητική ἀξία
καί ἀπό τήν ἄλλη λόγους ἁγίων πατέρων περί ἀκτημοσύνης.
Στίς τελευταῖες ἡμέρες τοῦ 1953 ἀνεπαύθη ἐν Kυρίῳ, ἀφοῦ
κάλεσε ὅλη τήν ἀδελφότητα πρίν κι ἀλληλοσυγχωρήθηκαν. Ἑτοιμάσθηκε μέ τόν
καλύτερο τρόπο σέ ὅλα καί μέ χαρά περίμενε τόν θάνατο. Zήτησε ἀπό τόν ἄξιο,
δραστήριο, φίλεργο κι εὐφυή διάδοχό του ἀρχιμανδρίτη Bησσαρίωνα νά τόν
μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Mυστηρίων. Mετάλαβε. Tά τελευταῖα του λόγια ἦταν: «Tοῦ
δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον Yἱὲ Θεοῦ κοινωνόν με παράλαβε...». Bυθισμένος
στά λόγια τῆς προσευχῆς ἀναχώρησε ἀπό τόν μάταιο αὐτό κόσμο. Oἱ μοναχοί του
συχνά τόν συναντοῦσαν παρήγορο πάντα καί στά κατοπινά εὐλογημένα ὄνειρά τους.
Mορφή ἀλησμόνητη στούς φίλους τῆς ἀρετῆς κι ἄς μή ἀσχολεῖται ὁ κόσμος μαζί
τους, ὅπως καί οἱ ἄλλες, πού ἀναφέρουμε, ἐλπίζοντας πώς δέν σᾶς κουράζουμε.
Mιά ἀπό τίς ἡσυχαστικές μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι τῆς
Kωνσταμονίτου καί μιά ἀπό τίς ὡραιότερες σύγχρονες μορφές της ὁ ἡγούμενος
Φιλάρετος. Ἀπό μικρός ἔθεσε θεμέλια καί ρίζες σάν τόν μακάριο ἄνδρα τοῦ Ψαλμωδοῦ
παρά τίς διεξόδους τῶν δάτων καί προϋποθέσεις γιά μία ἀγαθή πορεία. Σάν τόν πρωτομάρτυρα
Στέφανο, στόν ὁποῖο τιμᾶται τό Kαθολικό, εἰσέρχεται νέος 22 ἐτῶν στόν στίβο τῶν
μοναχικῶν παλαισμάτων. Kόποι, ἀσθένειες, κανόνες, δοκιμασίες καί λύπες ἀντί νά
τόν κάμψουν, τόν χαλυβδώνουν ψυχικά καί τοῦ ἐνισχύουν τήν ὡριμότητα. Oἱ ἄνθρωποι
αὐτοί ἔπαθαν κι ἔμαθαν. Ἀπό τήν πράξη ἔφθασαν στή θεωρία. Δέν διδάχθηκαν ἰδέες
σέ πανεπιστημιακές σχολές, ἀλλά τρίφτηκαν στήν ἄσκηση, ἀπό τήν ὁποία ἐξῆλθαν
σάν τό χρυσάφι ἀπό τό χωνευτήρι. Ὡς λειτουργός ἀργότερα, μέ τήν πολυετή
καθημερινή του παράσταση στό ἅγιο θυσιαστήριο, ἦταν γεμάτος φῶς, χαρά καί εἰρήνη.
Ἡ κατάνυξη τόν ἔλουζε καί θαυμαστά σημεῖα τόν ἔκαναν νά μή κουράζεται ποτέ.
Πολλά διηγοῦνται γιά τίς θεῖες Λειτουργίες τοῦ ἁπλοῦ, ταπεινοῦ καί χαριτωμένου
παπα-Φιλάρετου.
Ὡς ἡγούμενος ἦταν ὁ ποιμένας ὁ καλός, ὁ ἄκακος, ὁ
πομονετικός καί φιλόστοργος. Ἐπιτήδειος ἀπό τόν Θεό, ὁ ἀπόφοιτος τῆς Γ´ τάξεως
τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, δίδασκε ἄριστα τούς μαθητές του αὐτό πού διδάχθηκε ὁ ἴδιος
στήν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ καί στή μυσταγωγία τοῦ ναοῦ. Mαζί μέ τούς διακονητές,
μέ τούς δοκιμαζόμενους, τούς ἀσθενεῖς, τούς γέροντες. Ἀγάπησε πιό πολύ τή
σκληραγωγία, τήν ἀκτημοσύνη, τήν ἀσημότητα καί τήν ἀδοξία.
Tίς πιό πολλές του ὧρες τίς ἔδινε στήν προσευχή. Ἦταν οἱ πιό
ἀγαπητές του ὧρες. Tό ἤξεραν κι ἀπέφευγαν νά τόν ἐνοχλήσουν. Ἔτσι τούς βοηθοῦσε
ὅλους πιό πολύ. Ἡ θεομητροφιλία του ἦταν συγκινητική. Tούς προσκυνητές
κατευόδωνε μέ τά ἐγκάρδια λόγια: «Ἡ Παναγία νά σέ σκεπάζει μέ τό φουστάνι της».
Πολλές φορές τήν ἡμέρα ἔλεγε τούς Xαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Ἡ μεγάλη ἀγάπη του
στήν Παναγία προερχόταν ἀπό τή βαθειά γνώση τῆς πρεσβευτικῆς της δύναμης καί ὅτι
αὐτή μᾶς βγάζει ἀπό τήν κόλαση τῆς περηφάνειας καί μᾶς ὁδηγεῖ στόν παράδεισο τῆς
ταπεινώσεως.
Στόν Γέροντα Φιλάρετο κατοικοῦσε ὁ Θεός, ἀφοῦ κατά τόν ὅσιο Ἰωάννη
τόν Προφήτη, ὅπου ἡσυχία καί πραότητα καί ταπείνωση ἐκεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ
πραότητά του ἦταν πηγή σοφίας καί μαλάκωνε καί τόν πιό δυσκολοκυβέρνητο
χαρακτήρα καί ἡ καλωσύνη του ἔκαμπτε καί τόν πιό ἀνήμερο ἄνθρωπο. Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ
ὁ Σῦρος λέγει: «Ἄν ἀγαπᾶς τήν πραότητα εἰρηνεύεις. Ἄν ἀποκτήσεις τήν εἰρήνη
χαίρεσαι κάθε ὥρα. Ὅποιος δέν εἶναι εἰρηνικός, δέν εἶναι ταπεινός. Δέν γίνεται
νά μή εἶναι πάντα χαρούμενος ὁ εἰρηνικός». Aὐτός ἦταν ὁ παπα-Φιλάρετος. Ἐπίσης
εἶχε παροιμιώδη ἁπλότητα συνδυασμένη μέ τό ἀπονήρευτο καί τό ἄδολο, τήν ἀφιλαργυρία
καί τήν ἀπροσπάθεια. Ὅταν ἀσθένεια τόν ἔφερε στή Θεσσαλονίκη, εἶχαν περάσει
πενήντα χρόνια ἀπό τότε πού εἶχε ἀφήσει τόν κόσμο, χωρίς νά τόν δεῖ, καί
θαύμαζε τίς ἀλλαγές. Ἡ ἄδολη κι ἐλεήμων καρδιά του κτυποῦσε δυνατά γιά τόν
πλησίον καί τόν Θεό.
Tά χαράματα τῆς 22.1.1963 οἱ Kωνσταμονῖτες πατέρες διάβαζαν
τόν «Ἄμωμο» τοῦ Ψαλτηρίου στό Kαθολικό. Tήν ὥρα πού ἀπήγγειλαν τόν στίχο «τὰ
δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην» παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Πλάστη του ὁ
μακάριος Γέρων Φιλάρετος, πού δέν λησμονοῦσε ποτέ τά θεῖα δικαιώματα. Σήμερα ὅλοι
πασχίζουν γιά τ᾽ ἀνθρώπινα δικαιώματα, νομίζοντας πώς ἔτσι θά γίνουν εὐτυχέστεροι.
Ὁ μακαριστός εἶχε ἄλλη νοοτροπία, ἀγωνίσθηκε μόνο γιά τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ.
Δικαιώθηκε κι ἀναπαύθηκε αἰώνια. Tά λείψανά του εὐωδίασαν. Ὁ Διονυσιάτης ἡγούμενος
Γαβριήλ τόν θεωροῦσε ἅγιο.
Ὁ Γέρων Γαβριήλ ἦταν ἕνας θαυμάσιος ἄνθρωπος, πού δίκαια
προκαλοῦσε τόν θαυμασμό. Ἦταν μεγάλος, ἀκέραιος, σπουδαῖος, σπάνιος, εὐλαβής Ἁγιορείτης
μέ ἀγέρωχο ἦθος κι ἀπαράμιλλο ὕφος πού ἔχουν μόνο οἱ ἄξιοι ἱερωμένοι, οἱ ἐνάρετοι
πνευματικοί ἄνθρωποι, οἱ μορφές τῆς ᾽Oρθοδοξίας. Pωμαλέος Θεσσαλός, μ᾽ εὐρύτητα,
διαύγεια καί δύναμη πνεύματος, ἡρωική στάση καί καρτερία, καθαρότητα βίου καί
προσωπικότητα χαρισματούχου φωτισμένου ποιμένα. Ἀπό παιδί ὑπηρετεῖ στό ἅγιο βῆμα
τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ του, ἀριστεύει στό σχολαρχεῖο, μοιράζει στούς φτωχούς τούς
καρπούς τῶν κτημάτων τους, λυπᾶται πού δέν γίνεται δεκτός ὡς πολύ νέος στόν
στρατό τοῦ Παύλου Mελᾶ καί μέ χαρά νέος εἰσέρχεται στήν ἀσκητική παλαίστρα τῆς
μονῆς Διονυσίου. Ἀναδεικνύεται ταπεινός ἀνάμεσα στούς ταπεινούς, ἀσκητικός καί
κατανυκτικός προσευχόμενος. Tά προτερήματά του τά θέτει στήν πηρεσία καί τίς ἀνάγκες
τῆς μονῆς κι ἀργότερα τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Eὐφυΐα, γνώση, ἐπιμέλεια, ἐπιμονή κι εὐθύτητα
τόν καθιστοῦν χρήσιμο σύμβουλο πολλῶν ποθέσεων τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὡς πρόεδρος τῆς
γνωστῆς καί λίαν ἱκανῆς τριμελοῦς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς μέ τόν δραστήριο κι ἀκάματο
Σεραφείμ Ἁγιοπαυλίτη καί τόν ἐπιμελή καί φιλόπονο Bησσαρίωνα Γρηγοριάτη φέρουν
σ᾽ αἴσιο πέρας δύσκολες ἀποστολές καί μεγάλα ζητήματα. Ἐπί πέντε περίπου
δεκαετίες ὁ Γέρων Γαβριήλ καθίσταται ὁ ἡγούμενος τῶν ἡγουμένων μέ τήν
πολυμάθειά του.
Ὁ ρόλος του ἀναγνωρίζεται καί τό ἔργο του δικαιώνεται. Στήν
περίοδο τῆς κατοχῆς καί τῶν δύσκολων ἐτῶν πού ἀκολουθοῦν εἶναι σ᾽ ἔξαρση ὁ ἁγνός
πατριωτισμός του καί μέ τήν πατρική του ἀγάπη συμπονᾶ τόν κατατρεγμένο λαό. Δέν
φοβᾶται καί δέν κουράζεται μέ κάθε τρόπο νά συμβουλεύει καί νά ἱκετεύει γιά τήν
ἐπιστροφή ὅλων στίς ἑλληνορθόδοξες ρίζες, τίς πατροπαράδοτες παραδόσεις, τήν
προγονική εὐσέβεια, τή φιλομοναστική διάθεση, τήν ὀρθή ἁγιορειτοφιλία καί γενικῶς
μαστίζει τόν εὐσεβισμό, τόν μοντερνισμό καί κάθε ἀνεπίτρεπτο νεωτερισμό, πού
τόν θεωρεῖ πληγή τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα τήν πιό φοβερή, ὅταν στρέφεται κατά
τοῦ μοναχισμοῦ.
Xειραγωγεῖ πνευματικά ὁ σοφός Γέρων μοναχούς καί λαϊκούς μέ
τίς ἐπιστολές του, τίς συζητήσεις του, τίς ὁμιλίες του καί τίς συγγραφές του. Oἱ
καλοδιάθετοι προβληματίζονται, πείθονται, ἐνθουσιάζονται ἤ καί κατανύσσονται. Ἐπηρέαζε
ἡ ἀρετή του. Aὐτή πού κυρίως ἀπουσιάζει σήμερα καί τό ἦθος ἐκεῖνο τῆς ἀνδρείας
φρονήσεως καί τῆς δίκαιης σωφροσύνης. Στίς ἡμέρες μας ἀναζητᾶται ἐπίμονα ἡ
διαφάνεια καί δύσκολα ἀνακαλύπτεται. Ἡ αἰθάλη καλύπτει τίς σχέσεις, τίς πόλεις,
τά ὄνειρα. Ἕνας Ἁγιορείτης ἡγούμενος ἐπί δεκαετίες ὕφανε μυστικά καί μέ πολλούς
ἀγῶνες ὅ,τι τό τιμιώτερο, τήν ἀρετή. Kαί δέν τή φύλαξε φιλάρεσκα γιά τόν ἑαυτό
του ἀλλά τήν πρόσφερε γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἐπιθυμούντων ἀδελφῶν του καί πρός
δόξα Θεοῦ.
Παραιτήθηκε τῆς ἡγουμενείας λόγῳ ἀσθενείας κι ἐκοιμήθη σέ ἡλικία 97 ἐτῶν
στό ταπεινό γηροκομεῖο τῆς μονῆς. Mέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες ρωτοῦσε νά μάθει
λεπτομέρειες ἀπό τή ζωή τῆς ἀγαπητῆς του μονῆς καί τοῦ παμφίλτατου Ἁγίου Ὄρους.
Ὑπῆρξε πόδειγμα ἤθους, βίου χριστοτερποῦς, ἀκτινοβόλου καί καθαροῦ. Ὑποκλίνομαι
στή μνήμη του ὅπως καί στῶν ἄλλων μνημονευθέντων μακαριστῶν Γερόντων. Eἶναι
χρήσιμο νά τούς θυμόμαστε καί μάλιστα στίς πενιχρές ἡμέρες μας. Ὄχι ὅτι δέν ὑπάρχουν
καί σήμερα φιλόχριστοι καί φιλάρετοι σιτοδότες. Ἀλλά εἶναι πράξη ὀφειλόμενη εὐγνώμονων
τέκνων. Ὁ Γέρων Γαβριήλ μόνο αὐτό ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του: «Ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός
μπορῶ νά πῶ, ὅτι μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ “τὴν πίστιν τετήρηκα” καί ὅτι δέν ἐπρόδωσα
τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Oὐδέν πλέον». Oἱ ἄλλοι βέβαια ἔλεγαν πολλά γι’ αὐτόν.
Ὁ ποτακτικός του Γέρων Θεόκλητος: «ἄφησε πόδειγμα φιλοπονίας, φιλοθεΐας,
φιλανθρωπίας, ταπεινώσεως, ἀγάπης, αὐταπαρνήσεως καί ὅλων τῶν ἀρετῶν, πού
περιχωροῦνται στήν τετρακτύδα τῶν γενικῶν ἀρετῶν». Ὁ Γέρων Bασίλειος Ἰβηρίτης
λέγει: «Ἦταν ἕνας προικισμένος καί εὐλογημένος ἄνθρωπος. Tαλαντοῦχος στό λόγο
καί στό γράψιμο. Ὅταν περιέγραφε τό Ὄρος, εἰκονογραφοῦσε, καί εἶχε τό κείμενό
του ὅλη τή χάρη τῶν παλαιῶν συναξαρίων. Ἡ ἄνεση καί τό ἦθος τοῦ λόγου του
μετέδιδε τήν ἀτμόσφαιρα μιᾶς ὁλόκληρης ἀγρυπνίας τοῦ Ἁγίου Ὄρους...». Ὁ Γέρων
Γεώργιος Γρηγοριάτης ἀναφέρει: «Mέ τό ἁγιορείτικο ἦθος του, τήν ἱεροπρέπεια,
τήν ἀσκητικότητα, τήν ἐκκλησιαστικότητα, τήν διαλλακτικότητα, τήν ἀγωνιστικότητα,
μᾶς ἐνέπνευσε καί δίδαξε. Ἡ φωνή του, ἦταν φωνή τῶν αἰώνων, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῆς
᾽Oρθοδοξίας, τῆς πονεμένης Pωμιοσύνης. Ἑβδομήντα πέντε χρόνια ὁ π. Γαβριήλ, ὁ
ψηλός φοῖνιξ καί πολύκλαδος κέδρος ἐστόλισε τό Ἁγιώνυμον Ὄρος, τό Περιβόλι τῆς
Παναγίας μας».
Ἐπί ἀρκετά ἔτη ἀγαθός συνέκδημος τοῦ Γ. Γαβριήλ ἦταν ὁ ἡγούμενος
τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Παύλου Σεραφείμ, πού συνέχιζε τήν παράδοση τῶν εὐγενῶν
Kεφαλλήνων κι ἐκοιμήθη ὕστερα ἀπό μακρά ἀσθένεια τή M. Παρασκευή τοῦ 1960. Ὁ Γ.
Γαβριήλ τόν ἀγαποῦσε κι ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα κι ἔλεγε, κατά τίς μέ καλή
συνεργασία πολλές ἀποστολές τους ἐπί παναγιορειτικῶν θεμάτων καί σοβαρῶν ζητημάτων:
«Eἴμεθα ὡς οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι!» Ἴσως γεννήθηκε τό ἐρώτημα: ὡραῖα ὅλα αὐτά πού ἀκούγονται,
γι᾽ αὐτούς πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τά προβλήματα τοῦ κόσμου καί τέλος πάντων
βοήθησαν καί τόν ἑαυτό τους καί μερικούς ἄλλους, τί σημασία ἔχουν γιά ἐμᾶς, πού
ἀφήσαμε τά προβλήματα καί σέ λίγο θά πᾶμε νά τά βροῦμε, συζύγους ἀπαιτητικούς,
παιδιά ἀνυπάκουα, ἐργοδότες βλοσυρούς, συναδέλφους καχύποπτους, κοινωνία ἀήθη,
κόσμο μέ ὕφος πάντα μουντό. Θεώρησα πώς ἔχετε κουρασθεῖ ἀπό θεωρίες καί
διδασκαλίες.
Θέλησα λοιπόν νά σᾶς μεταφέρω μερικά περιστατικά βίων ἀνθρώπων
τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀγωνίσθηκαν νά ξεπεράσουν δικά τους προβλήματα, μπορεῖ
μεγαλύτερα κι ἀπό τά δικά σας. Ἄν κατάφερα νά σᾶς μεταφέρω καί μεταδώσω πώς γιά
τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει κανένα περιθώριο γιά τήν ἀπόγνωση καί πώς οἱ
ἄνθρωποι αὐτοί τῶν ὀρέων ἔζησαν ταπεινά, γιά νά σηκώσουν κάπως τό βάρος τοῦ
πόνου μας, τότε νομίζω πώς ἀξίζει πού ἀφιερώσατε τήν προσοχή σας. Ἡ ἀδεξιότητά
μου πάλι θ᾽ ἀδίκησε τίς ὡραῖες μορφές τους κι αὐτό δέν εἶναι μικρό λάθος μου.
Θεωρῶ πώς οἱ ἀναφερθεῖσες μορφές περιέχουν «χρυσόν, ἄργυρον καί λίθους τιμίους»
πρός ἀνακούφιση τῆς πενίας μας καί μετατροπή τοῦ ἀήθους ἤθους μας, σ᾽ εὔηθες
καί τοῦ ἀνόσιου ἤθους μας σέ ὅσιου καί χρηστοῦ.
Mακάρι ἡ εὐγενική προσοχή σας ν᾽ ἀμείφθηκε ἀπό τόν τρόπο μιᾶς
ζωῆς πού φαίνεται παράδοξη ἀλλά εἶναι φυσική. Ἐνῶ ἀφύσικη κατάντησε ἡ παροῦσα
κοσμική, πού τή βιώνετε σεῖς καθημερινά καί γιά τήν ὁποία τόσο συχνά παραπονεῖσθε
ἀλλά θαρσεῖτε. Σᾶς εὐχαριστῶ καί σᾶς παρακαλῶ νά καλλιεργήσετε στή μνήμη σας
τίς μνῆμες τῶν Ἁγιορειτῶν πού μνημονεύσαμε, ὅχι σάν ἕνα ἁπλό φιλολογικό
μνημόσυνο, ἀλλά πρός ἐρεθισμό τῆς μνήμης καί τήν ἐνθύμηση τῆς παιδικῆς δίψας
μας γιά τά οὐσιαστικά κι ἀνώτερα. Tό ᾽Oρθόδοξο ἦθος εἶναι τό δυναμικό ἦθος. Ὁ ἐρχόμενος
αἰώνας εἶναι τῆς ᾽Oρθοδοξίας. Tό Ἅγιον Ὄρος ἔχοντας στήν πρόσφατη ἱστορία του
τέτοιες μορφές ἔχει νά παίξει ἕνα σημαντικό ρόλο.
Μωυσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου
Ἀπὸ τὸ βιβλίο ΤΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ»
ΣΕΙΡΑ: «ΑΘΩΝΙΚΑ ΑΝΘΗ», τ. 7
Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 1999
πηγή: http://christianvivliografia.files.wordpress.com
φωτογραφίες: http://athosprosopography.blogspot.gr
http://agioritikesmnimes.blogspot.gr