12) Ο Κύριος της Δόξης και αι Οικουμενικοί Σύνοδοι
Δια τον Χριστόν και τους αποστόλους η Αγία Γραφή είναι η Παλαιά Διαθήκη εις την οποίαν προσετέθη η Καινή Διαθήκη. Τα ευαγγέλια του Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά συνετάγησαν ως οδηγούς εις την κάθαρσιν του έσω ανθρώπου, δηλαδή του πνεύματός του (νοός) εν τη καρδία, και τα πρώτα στάδια του φωτισμού πρό του βαπτίσματος δι' ύδατος. Εις αυτά ο Χριστός αποκαλύπεται ως ο ενσαρκωθείς Κύριος της δόξης εις το βάπτισμά του και την μεταμόρφωσίν του, όταν φανερούται ως η κατά φύσιν πηγή της ακτίστου δόξης, βασιλείας και θεότητος του Πατρός. Το ευαγγέλιον του Ιωάννου συνετάγη δια τους ήδη βαπτισθέντας δι' ύδατος ως οδηγόν εις το βάπτισμα του Πνεύματος, δηλαδή τον φωτισμόν και την προκοπήν της καρδίας (ιδίως Ιων. 13:31-17) ίνα δια της ανιδιοτελούς αγάπης φθάση εις τον δοξασμόν (Ιων. 17) δια του οποίου θεωρεί τον εν σαρκί Κύριον της δόξης να δοξάζεται εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν Αυτώ δια του μυστηρίου του σταυρού (Ιων. 13:31;18-21). Δια τον λόγον αυτόν αυτό του Ιωάννου καλείται το "πνευματικόν ευαγγέλιον,".[ 7 ]
Οι υπό των αποστόλων, προφητών και πατέρων μεμυημένοι εις το σώμα του Χριστού ουδέποτε έμαθον περί ενσαρκώσεως, βαπτίσματος, μεταμοφώσεως, σταυρώσεως, ταφής, αναλήψεως, γλωσσών ωσεί πυρός την Πεντηκοστήν όταν η Εκκλησία έγινε το Σώμα του Χριστού, με απλή μελέτην της Αγίας Γραφής. Την εμελέτον ως μέρος αναπόσπαστον της μυήσεως εις την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας και την ετοιμασίαν δια τον δοξασμόν της υπό του Κυρίου της δόξης της Παλαιάς Διαθήκης γεννηθέντος σαρκί εκ της Θεοτόκου.
Εντός των πλαισίων του δοξασμού τούτου των αποστόλων και προφητών εταύτισε η αρχαία εκκλησία τον Χριστόν με τον Μεγάλης Βουλής Άγγελον και την Σοφίαν του Θεού, δια του Οποίου έκτισε ο Θεός τον κόσμον, εδόξασε τους φίλους Του τους προφήτας και μέσω αυτών οδήγησε τον περιούσιον λαόν του εις την ενσάρκωσιν αυτού τούτου του Κυρίου της δόξης εκ της Θεοτόκου ίνα καταργήση το κράτος του Θανάτου επί των μελών της Εκκλησίας της Παλαιάς Διαθήκης (Ματθ. 16:18). Παρ' ότι εδοξάσθησαν, ο "Αβραάμ απέθανεν και οι προφήται" (Ιων. 8:53). "...εάν τις τον εμόν λόγον τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα" (Ιων. 8:53). Δια τούτο υπάρχει η πρώτη ανάστασις της ψυχής (Αποκ. 20:5) και η δευτέρα ανάστασις του σώματος (Αποκ. 20:6), όπως επίσης υπάρχει πρώτος θάνατος της ψυχής (1 Τιμ. 5:6; Αποκ. 20:14) και ο δεύτερος Θάνατος του σώματος (Αποκ. 20:14).
Ακόμη και οι υπό Οικουμενικών Συνόδων δικασθέντες αιρετικοί Αρειανοί και Ευνομιανοί εδέχοντο την ταύτισιν αυτήν του Χριστού με τον Κύριον της δόξης και Μεγάλης Βουλής Άγγελον της Παλαιάς Διαθήκης ως ουσιαστικόν μέρος της αποστολικής παραδόσεως. Αλλά λόγω κοινών φιλοσοφικών αρχών, τας οποίας εκληρονόμησαν αυτοί και οι Νεστωριανοί από τον Παύλον Σαμοσατέα, που περιέγραψα αλλού,[ 8 ] οι Αρειανοί ισχυρίζοντο ότι ο Άγγελος και Κύριος της δόξης είναι το πρώτον εκ του μη όντος δημιούγημα της βουλής του Θεού πρό του χρόνου και των αιώνων και ως εκ τούτου ουχί συναείδιος και ομοούσιος τω Θεώ.
Μεταξύ άλλων εχρησιμοποίησαν οι Αρειανοί και Ευνομιανοί τον ισχυρισμόν, ότι ο Άγγελος της δόξης εγένετο ορατός εις τους προφήτας δια να αποδείξουν, ότι είναι κτιστός. Ομοίαζε η διδασκαλία των με αυτήν των Γνωστικών που εταύτιζον τον εν λόγω Άγγελον της Παλαιάς Διαθήκης με τον κατώτερον ορατόν θεόν, ή και τον σατανά, όστις δήθεν από άγνοιαν του καλού θεού έκτισε τον τάχα κακόν τούτον υλικόν κόσμον και παρεπλάνησε μέσω της σωματικής οράσεως τους προφήτας των Εβραίων.
Οι Αρειανοί και Ευνομιανοί ή ηγνόουν ή απέρριπτον την αποκάλυψιν, ότι οι θεούμενοι ευρίσκοντο εν θεοπτία γενόμενοι κατά χάριν θεοί και μόνον μέσω του Θεού έβλεπον την εν τω Κυρίω της δόξης πρίν και μετά την ενσάρκωσίν Του άκτιστον βασιλείαν και θεότητα του Θεού. Επρόσβαλον το βασικόν δόγμα της παραδόσεως των προφητών, ότι ο Θεός αποκαλύπτει εαυτόν τοις φίλοις Του μόνον μέσω του ακτίστου Μεγάλης Βουλής Αγγέλου και της ανθρωπίνης φύσεως Του αφού εγένετο σάρξ. Η χάρις και βασιλεία του φωτισμού και της δόξης, ήν κοινωνεί ο Λόγος του Θεού μέσω της ανθρωπίνης φύσεώς Του εις τα μέλη του σωματός Του είναι άκτιστος. Η διδασκαλία των Φραγκο-Λατίνων, ότι η χάρις ήν κοινωνεί η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι κτιστή ουδεμίαν θέσιν έχει εις την παράδοσιν των Οικουμενικών Συνόδων.
Ο λόγος διατί αι θεοφάνειαι του Λόγου εις την Παλαιάν Διαθήκην απουσιάζουν από τα δοκίμια της ιστορίας των δογμάτων και της δογματικής των Λατίνων και Προτεσταντών, ως και από αυτά των Ορθοδόξων από την εποχήν του Πέτρου του Μεγάλου και του Νεο-Ελληνισμού, είναι το γεγονός ότι ο Αυγουστίνος απέριψε την αποστολικήν και πατερικήν αυτήν παράδοσιν. Η παρερμηνεία του Αυγουστίνου περί των Θεοφανειών αποτέλεσε την μόνην παράδοσιν των Φράγκων, διότι ουσιαστικώς μόνον αυτόν εγώριζον κάπως καλώς μέχρι τον 11ον αιώνα. Τα σπάνια δοκίμια που αναφέρουν την αρχαίαν αυτήν παράδοσιν ισχυρίζονται ότι εγκατελήφθη ως θέσις που ηυνόει τους Αρειανούς.
Αντιθέτως όμως η παράδοσις αυτή συνεχίζει να αποτελή την ουσίαν της Ορθοδόξου παραδόσεως, ήτις διαποτίζει την μυστηριακήν, τελετουργικήν και εικονογραφικήν ζωήν της Εκκλησίας. Μάλιστα αποτελεί το απαραίτητον πλαίσιον εντός του οποίου οι Πατέρες χρησιμοποιούν τους όρους τρείς υποστάσεις, μία ουσία και το ομοούσιον του Λόγου τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αποτελούν όμως ανοησίαν, όχι μόνον εντός των πλαισίων της Αυγουστινίου θεολογίας των Φραγκολατίνων, αλλά και της Φραγκολατινοποιημένης θεολογίας "ορθοδόξων" οίτινες κατά παράδοσιν πλέον δανείζονται από δοκίμια ετεροδόξων όταν γράφουν περί θεμάτων δογματικής, ιστορίας δογμάτων και αγίας γραφής.
Ο Αυγουστίνος επίστευσε[ 9 ] ότι μόνον οι Αρειανοί εταύτιζον τον Λόγον με τον Άγγελον της δόξης δια να αποδείξουν ότι είναι κτιστός, αφού είναι δήθεν ορατός εις τα όμματα των προφητών. Παρ' ότι ισχυρίζεται ότι ο Μεδιολάνων Αμβρόσιος ήλλαξε την προτέραν Μανιχαϊκήν θέσιν του επί της Παλαιάς Διαθήκης, αγνοεί πλήρως τα κατά των Αρειανών επιχειρήματα με τα οποία ο βαπτίσας αυτόν αποδεικνύει το άκτιστον του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, Λόγου, της Σοφίας του Θεού και το ομοούιον Αυτού τω Πατρί.
Επειδή ο Αυγουστίνος είχε κάμνει σύγχυσιν του φωτισμού και της θεώσεως με τον Νεο-Πλατωνικόν φωτισμόν και έκστασιν, συνεφώνει με τους εν λόγω φιλοσόφους και αιρετικούς ότι δεν μετέχει το σώμα εις την θεωρίαν Θεού. Εταύτισε τον δοξασμόν ή την θέωσιν με την ικανοποίησιν της δίψας δια ευδαιμονίαν και με την μετά Θάνατον Ζωήν. Δια τούτο ούτε εις την Παλαιάν και ούτε εις την Καινήν Διαθήκην κατενόησε τον εν τω Κυρίω της δόξης δοξασμόν. Δηλαδή δεν διέφερε ουσιαστικώς από τους Αρειανούς. Επέλυσε το πρόβλημα που έθεσαν οι Αρειανοί περί των Θεοφανειών πρό και μετά την ενσάρκωσιν με την πρωτότυπον θεωρίαν ότι οι προφήται έβλεπον και ήκουον τον Θεόν μέσω γινομένων εκ του μηδενός και απογινομένων εις το μηδέν κτισμάτων κατά βούλησιν του Θεού, ως π.χ. η καιομένη και άφλεκτος βάτος, η στύλη πυρός και νεφέλη, η δόξα και νεφέλη, και ακόμη ο Άγγελος της δόξης. Ο Θεός γίνεται μονίμως ορατός μέσω της ενσαρκώσεως του Λόγου του δια του οποίου μεταβιβάζει τα ρητά και νοήματά Του. Αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα γενόμενα εκ του μηδενός μηνύματα και οράματα τα εις το μηδέν απογινόμενα, όπως αι γλώσσαι πυρός της Πεντηκοστής, της νεφέλης της αναλήψεως, της βασιλείας, δόξης, νεφέλης, φωτός και εξ ουρανού φωνής της Μεταμορφώσεως, της εξ ουρανού φωνής και περιστεράς της βαπτίσεως του Χριστού, και το πύρ της κολάσεως, κ.τ.λ. Είναι η καταδικασθείσα το 1341 διδασκαλία του Βαρλαάμ. Οι πατέρες της Συνόδου δεν υποψιάσθησαν ούτε την πηγήν της εν λόγω αιρέσεως και ούτε το γεγονός ότι ήτο η μόνη παράδοσις των Φραγκο-Λατίνων. Το αποτέλεσμα των ανωτέρων ήτο ότι τα λεκτικά σύμβολα, δια οποίων η Παλαιά και Καινή Διαθήκη εξέφραζε τας εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως υποβιβάσθησαν εις γενόμενα και απογινόμενα κτίσματα και απίστευτα θαύματα. Περίεργον αποτέλεσμα των εν λόγω παρερμηνειών είναι ότι όχι μόνον το όνομα "βασίλειον" κυριαρχεί εις τας μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης παρ' ότι ούτε μία φορά απαντάται εις το ελληνικόν πρωτότυπον. Αλλά περιέργως επικράτησε εις τα Βιβλικά και λειτουργικά κείμενα των Ορθοδόξων μεταναστών εις την Ευρώπην, Αμερικήν, Αυστραλίαν και Ασίαν. Η βασιλεία του Θεού είναι η άκτιστος ενέργεια και δόξα δια της οποίας ο Θεός βασιλεύει τον κόσμον και εις οποίαν μετέχουν τα καθαιρόμενα, φωτιζόμενα και δοξαζόμενα μέλη της Εκκλησίας.
13) "...τό πνεύμα μη σβέννυται" (Α' Θεσσ. 5:19)
Η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία "στεναγμοίς αλαλήτοις" (Ρωμ. 8:26) δεν είναι καθ' εαυτήν μέθεξις εις το σώμα του Χριστού. Πρέπει να ανταποκριθή κανείς εις αυτήν την προσευχήν του Αγίου Πνεύματος με την ιδικήν του αδιάλειπτον προσευχήν του πνεύματός του εν τη καρδία. Έτσι, "Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν, ίνα και συνδοξασθώμεν" (Ρωμ. 8:16-17.) Μολονότι αυτή η ανταπόκρισις είναι ιδική μας, είναι και χάρισμα Θεού. Αυτό ακριβώς προϋποθέτει ο Απ. Παύλος, όταν παραγγέλη: "αδιαλείπτως προσεύχεσθε...τό Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε" (Α' Θεσσ. 5.17-19). Ο Παύλος εδώ μας λέγει να φροντίσωμεν να μείνωμεν ναοί του Αγίου Πνεύματος, διατηρώντες την αδιάλειπτον προσευχήν του πνεύματός μας εν τη καρδία, δια να φθάσωμεν να γίνωμεν προφήται δια της θεώσεως.
Το βάπτισμα του ύδατος "εις άφεσιν αμαρτιών" είναι μυστήριον ανεξάλειπτον, διότι η συγχώρησις από τον Θεόν δια την αρρώστειάν μας είναι το δεδομένον δια την έναρξιν της θεραπείας. Όμως το βάπτισμα του Πνεύματος δεν είναι ανεξάλειπτον. Δια τούτο υπάρχει η ειδική τελετή μετανοίας και αναμυρώσεως των μετανοούντων δια προτέραν απάρνησιν της πίστεώς των. Το δε μυστήριον της εξομολογήσεως έχει προφανώς την ρίζαν του εις την καθοδήγησιν των ιδιωτών να φθάσουν από την κάθαρσιν της καρδίας εις τον φωτισμόν αυτής. Είτε ανταποκρίνεται κανείς είτε όχι, το Άγιον Πνεύμα "εντυγχάνει" εν τη καρδία κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αγάπη του Θεού καλεί εξ ίσου τον καθένα, αλλά όλοι δεν ανταποκρίνονται.
Οι μη ανταποκρινόμενοι θα έπρεπε να μη φαντάζωνται τον εαυτόν των ναούς του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού και να γίνωνται, ως εκ τούτου, εμπόδιον των άλλων εις αυτήν την ανταπόκρισιν. Οι εις κατάστασιν φωτισμού συμπροσεύχονται εις τας λειτουργίας των ως ναοί του Αγίου Πνεύματος και μέλη του σώματος του Χριστού δια τα μη μέλη, ώστε να γίνουν μέλη ή να ξαναγίνουν μέλη, εφ' όσον τούτο δεν τους το εγγυήθη το βάπτισμα του ύδατος εις άφεσιν αμαρτιών. Δια τούτο ο Χρυσόστομος προειδοποιεί, "Μη τοίνυν θαρρώμεν, ότι γεγόναμεν άπαξ του σώματος."[ 10 ]
14) Το χάρισμα της διερμηνείας
Εις κάποιον σημείον της ιστορίας της μεταποστολικής Εκκλησίας το χάρισμα της συγχρόνου μεταφοράς των προσευχών και ψαλμών από την καρδίαν εις την διάνοιαν δια την μεγαλόφωνον απαγγελίαν αυτών προς όφελος των ιδιωτών αντικατεστάθη με γραπτά αναγιγνωσκόμενα κείμενα με καθορισμένα σημεία εις τα οποία οι ιδιώται (λαϊκοί) απαντούσαν με το "αμήν," "Κύριε ελέησον," κ.τ.λ. Επίσης η προσευχή της καρδίας συντομεύθη εις μικράν φράσιν (π.χ. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν) ή εις ρητόν Ψαλμού (παράδοσις της Αιγύπτου την οποίαν μετέφερε εις την Δύσιν ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός). Κατά τα άλλα τα χαρίσματα της 1 Κορ. 12:28 παρέμειναν τα ίδια.
Ο Ρωμαίος ιστορικός των Φράγκων Γρηγόριος Επίσκοπος Τουρώνης περιγράφει τα φαινόμενα και του φωτισμού και του δοξασμού. Αλλά μη γνωρίζων τί είναι, τα περιγράφει ωσάν θαύματα και με τρόπον συγκεχυμένον.[ 11 ] Οι Φράγκοι συνέχισαν την σύγχυσιν ταύτην και τελικά εταύτισαν τον φωτισμόν και τον δοξασμόν με τον Νεο-Πλατωνικόν μυστικισμόν του Αυγουστίνου, τον οποίον ορθώς απέριψαν ορισμένοι Διαμαρτυρόμενοι, αφού δια τους Πατέρας αποτελεί φαινόμενον δαιμονικόν.
15) Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν
"Ώστε ός αν εσθίη τον άρτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και του αίματος του Κυρίου. δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηρίου πινέτω, ο γαρ εσθίων και πίνων κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει μη διακρίνων το σώμα. δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί" (1 Κορ. 11:28-30). Με άλλα λόγια πρέπει κανείς να δοκιμάση τον εαυτόν του αν είναι στην κατάστασιν φωτισμού, και επομένως μέλος του σώματος του Χριστού και ναός του Αγίου Πνεύματος, με τουλάχιστον τα "γένη γλωσσών," δηλαδή την νοεράν προσευχήν. Άλλως εσθίει τον άρτον και πίνει το ποτήριον του Κυρίου αναξίως (Κορ. 11:27). Εν τοιαύτη περιπτώσει ευρίσκεται μεταξύ ή των "ασθενών" ή των "αρρώστων" ή των πνευματικώς "κοιμωμένων (νεκρών)" (1 Κορ. 11:30), δηλαδή μη μετέχων εις την πρώτην ανάστασιν του έσω ανθρώπου. Ο τοιούτος μετέχει εις την Θείαν Ευχαριστίαν ουχί αξίως, αλλά εις κατάκριμα. Δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί το δείπνον της αγάπης (πού τότε συνόδευε κάθε ευχαριστιακήν σύναξιν) ως ευκαιρίαν να τρώη και να πίνη. Τούτο κάμνει κανείς στο σπίτι του (1 Κορ. 11:21-22,34). "ει δε εαυτούς διεκρίνομεν (δηλαδή δια της νοεράς προσευχής), ουκ εκρινόμεθα, κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη σύν τω κόσμω κατακριθώμεν" (1 Κορ. 11:31-32). Εις τον φωτισμόν και εις τον δοξασμόν κρινόμενοι οι φωτισθέντες και οι θεωθέντες εκπαιδεύονται εντός του πνεύματός των από τον ίδιον τον Χριστόν. Την θεραπείαν αυτήν περιγράφει εν συνεχεία ο Απόστολος Παύλος στην 1 Κορ. 12-15:11[ 12 ] όπως είδαμεν.
16) Η διατύπωσις των δογμάτων
Ο μόνος σκοπός της διατυπώσεως των δογμάτων από Οικουμενικάς και Τοπικάς Συνόδους ήτο και είναι η διαφύλαξις των πιστών εντός της θεραπευτικής αυτής αγωγής της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού/θεώσεως και από κομπογιαννίτες μη ορθοδόξους και τυπικά ορθοδόξους ιατρούς. Τούτο επειδή "πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού..." (Ρωμ. 3:23). Αι διατυπώσεις των δογμάτων ουδεμίαν σχέσιν έχουν με θεολογικόν ή φιλοσοφικόν στοχασμόν επάνω στα μυστήρια της Αγίας Τριάδος, της ενσαρκώσεως του Λόγου και της θεώσεως. Η αρρώστεια του ανθρώπου συνίσταται εις τον σκοτασμόν του πνευματός εις την καρδίαν που αρχίζει να θεραπεύεται με την αδιάλειπτον προσευχήν, και όχι με στοχασμούς θεολογικο-φιλοσοφικούς. Τούτο διότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ του ακτίστου Θεού και των κτισμάτων Του και "Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον." Δια τούτο οι περί Θεού και ενσαρκώσεως στοχασμοί του Αυγουστίνου και των Φραγκο-Λατίνων και διαρμαρτυρομένων οπαδών του και όπως και οι στοχασμοί ορισμένων τυπικά ορθοδόξων "θεολόγων", γενόμενοι βάσει της analogia entis και της analogia fidei, είναι παντελώς ξένοι προς την Βιβιλικήν και Πατερικήν παράδοσιν. Σήμερον θεωρούνται μάλιστα ως γνώρισμα νοητικώς καθυστερουμένων τινων θρησκολήπτων.
Ο μόνος σκοπός των ορθοδόξων δογμάτων είναι η διαφύλαξις της οδού της εν Χριστώ θεραπείας μέσω της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και της θεώσεως των πιστών.
συνεχιζεται...