JESUS CHRIST - THE LIFE OF THE WORLD
υπό Δεσποίνης Δ. Κοντοστεργίου Δρ. Θ.
Ομιλία η οποία εξεφωνήθη κατά την διάρκειαν του Π.Σ.Ε. Ορθόδοξον Συμβούλιον εις την Δαμασκόν, 5-9 Φεβρουαρίου 1982 και εδημοσιεύθη εις το Xenia Ecumenica, αρ. 39, σελ. 232-275, Helsinki, 1983. Η μετάφρασις δημοσιεύθη εις το "Γρηγόριος ο Παλαμάς", αφιέρωμα εις τον Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Β'.
http://www.romanity.org
3) Διάγνωσις και θεραπεία.
Η πατερική παράδοσις ήτο υποχρεωμένη να χρησιμοποιήση την φιλοσοφικήν γλώσσαν της εποχής της, δια να γίνη κατανοητή και να πολεμήση τας αιρετικάς διαστροφάς της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Τούτο, εν τούτοις, δεν σημαίνει ότι η φιλοσοφία εχρησίμευσεν εις την κατανόησιν της διδασκαλίας του Χριστού. Πάντως, οι Πατέρες απέρριπτον τους αφηρημένους στοχασμούς περί Θεού και την σχέσιν Του με την δημιουργίαν και επέμενον εις την εμπειρικήν προσέγγισιν της ενώσεως μετά του Θεού, δια μέσου της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας. Εντός αυτού του πλαισίου πρέπει να εννοηθούν οι όροι αυτών (δηλαδή των πατέρων), "πράξις" (κάθαρσις, φωτισμός) και "θεωρία" (όρασις). Τούτο δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την μεσαιωνικήν δυτικήν διάκρισιν μεταξύ κοινωνικής δράσεως και στοχαστικής θεωρίας περί Θεού, η οποία δια τους Πατέρας είναι δαιμονική και πηγή όλων των αιρέσεων. "Πράξις" είναι η κάθαρσις της καρδίας και "θεωρία" είναι η όρασις της δόξης, την οποίαν η καρδία έχει, ή δια της εσωτερικής πίστεως του φωτισμού, ή δια του δοξασμού, ή της θεώσεως. Θέωσις είναι η όρασις (θέα) της δόξης του Θεού εν Χριστώ. Θέωσις δεν είναι ο φωτισμός ή απλώς η συμμετοχή εις την Θείαν Ευχαριστίαν, ως φαίνεται να πιστεύουν μερικοί Ορθόδοξοι σήμερα.
Αι διακρίσεις αύται προϋποθέτουν το γεγονός ότι η καρδία και όχι η διάνοια είναι το κέντρον της πνευματικότητος και το μέρος όπου μορφούται ο Θεολόγος και επίσης το γεγονός ότι η καρδία συνήθως δεν λειτουργεί σωστά. Εκείνοι, των οποίων αι καρδίαι αντλούν μόνον αίμα φυσικώς, νομίζουν ότι ο εγκέφαλος και το νευρικόν σύστημα είναι τα γνωστικά κέντρα του ανθρώπου δια την ανάλυσιν των εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεών τινος προς την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην. Η καρδία φαίνεται να λαμβάνηται ως έν τοιούτον κέντρον. Αυτοί φυσικώς συμπεραίνουν ότι αυτό γίνεται, εξ αιτίας της αρχικής και ανακριβούς αντιλήψεως αυτού.
Εν τούτοις, η Ορθόδοξος παράδοσις γνωρίζει ότι η καρδία, παραλλήλως με την άντλησιν του αίματος είναι, όταν καλλιεργηθή καταλλήλως, ο τόπος της κοινωνίας μετά του Θεού δια της αδιαλείπτου προσευχής, δηλαδή της αεννάου μνήμης του Θεού. Τα λόγια του Χριστού, "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται", [ 28 ] έχουν ληφθή πολύ σοβαρώς, διότι έχουν εκπληρωθή εις όλους εκείνους, οι οποίοι έλαβαν το χάρισμα του δοξασμού και προ και μετά της Ενσαρκώσεως. -
Η Πατερική και Δογματική Θεολογία είναι δια τους Πατέρας η ιδία πραγματικότης και μαθαίνεται καταλλήλως, όταν η διάνοια παρατηρή τας ενεργείας του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν και συνεργή εις την εκδίωξιν όλων των λογισμών και των καλών και των κακών, οι οποίοι δεν ανήκουν εκεί, δια να τους αντικαταστήση με την μοναδικήν σκέψιν - προσευχήν - μνήμην του Θεού (τήν μονολόγιστον ευχήν).
Με την πάροδον του χρόνου μερικοί Πατέρες ωνόμασαν "νούν" την ενέργειαν της ψυχής εντός της καρδίας, όταν αυτή επανέλθη εις την φυσικήν της κατάστασιν και επεφύλασσαν τα ονόματα "λόγος" και "διάνοια" δια την λογικήν ή δι' ό,τι σήμερον πολλοί θα εκάλουν εγκέφαλον και το νευρικόν του σύστημα. Άλλοι Πατέρες θα συμπεριλάβουν την προσευχητικήν ενέργειαν της καρδίας υπό τον όρον "νούς", εις τον οποίον επίσης τότε συμπεριλαμβάνονται αι διανοητικαί και λογικαί ενέργειαι της ψυχής συγκεντρωμέναι εις τον εγκέφαλον. Δια να αποφευχθή σύγχυσις χρησιμοποιούμεν τους όρους "νοερά ενέργεια" και "νοερά προσευχή", δια να προσδιορίσωμεν την ενέργειαν του νοός εις την καρδίαν, ονομαζομένην "νοεράν ευχήν".
Η προσευχή εις την καρδίαν ημπορεί να γίνη αδιάλειπτος, ενώ η προσευχή η διαμένουσα εις την διάνοιαν ή τον εγκέφαλον ενεργεί δια της αποφάσεως του προσευχομένου και εις περιόδους εκλεγμένας υπ' αυτού. Εκείνος, ο οποίος έχει το χάρισμα της αδιαλείπτου προσευχής εις την καρδίαν του, προσεύχεται επίσης με το μυαλόν του ή την διάνοιαν, όταν προσεύχηται με άλλους και δια άλλους εν τη παρουσία αυτών και δια εποικοδομήν των. Αυτός, πράγματι εις αυτάς τας περιόδους προσεύχεται ο ίδιος με την διάνοιάν του και ταυτοχρόνως προσεύχεται εν τη καρδία του με το Πνεύμα, με την γλώσσαν της Πεντηκοστής ή τον λόγον, ο οποίος εδόθη εις αυτόν δια του Θεού εν Χριστώ. Η μία είναι η προσευχή του ανθρώπου εις τον Θεόν, η άλλη η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν Χριστώ εις τον Θεόν. Εν αυτώ ο Απόστολος Παύλος λαμβάνει την τοιαύτην διπλήν προσευχήν των χαρισματούχων ως φυσικόν φαινόμενον εις την Εκκλησίαν της Κορίνθου, αλλά επιπλήττει τους Κορινθίους με αυτό το χάρισμα, διότι δεν προσεύχονται επίσης με την διάνοιαν δια την ωφέλειαν των άλλων παρόντων, οι οποίοι είναι ικανοί να προσεύχωνται μόνον με το μυαλόν. [ 29 ] Αληθώς ο Παύλος μας λέγει ότι, όταν οι πιστοί φθάσουν εις την υιότητα ή την υιοθεσίαν εν Χριστώ αυτό σημαίνει ότι "εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον, αββά ο Πατήρ ώστε ουκέτι εί δούλος, αλλ' υιός, ει δε υιός και κληρονόμος Θεού δια Χριστού". [ 30 ] Όταν ομιλή περί αυτής της προσευχής δια του Πνεύματος ή δια της γλώσσης ο Παύλος, δεν αναφέρεται εις την προσευχήν την ακουστήν εις τους άλλους. "Ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ, ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια". [ 31 ] "Εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τί υμάς ωφελήσω εάν μη υμίν λαλήσω...". [ 32 ] Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με το ότι οι απόστολοι έγιναν αντιληπτοί κατά την ημέραν της Πεντηκοστής καθείς εις την ιδικήν του διάλεκτον. Ο Παύλος ομιλεί περί αυτών, οι οποίοι δεν είχον την προσευχήν του Πνεύματος εις τας καρδίας των και ούτω δεν εγνώριζον τί προσηύχοντο οι άλλοι, διότι αυτοί δεν ήκουγον τίποτε.
Ο Παύλος θεωρεί αυτήν την προσευχήν δια του Πνεύματος ή δια των γλωσσών εις την καρδίαν ως προϋπόθεσιν του χαρίσματος της προφητείας. Ούτος ισχυρίζεται, ότι εκείνοι οι οποίοι έλαβον την χάριν της προσευχής από τον Θεόν είναι υποχρεωμένοι να φθάσουν εις το να προφητεύουν: "Θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσας, μάλλον δε ίνα προφητεύητε, μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύη ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη". [ 33 ] Αυτή η δωρεά της προσευχής εν Πνεύματι είναι η έλευσις του Θεού εν Χριστώ εις την καρδίαν και η άρσις από αυτήν του καλύμματος, το οποίον σκοτίζει την σωστήν ανάγνωσιν του Μωϋσέως. [ 34 ] Εν τούτοις, αυτό το δώρον της προφητείας δεν προλέγει πλέον την έλευσιν του Αγγέλου της Μεγάλης Βουλής, αλλά εξηγεί την προφητείαν της Παλαιάς Διαθήκης, ως εκπληρώθη εις τον Κύριον της Δόξης, ο Οποίος έγινε Χριστός δια της Γεννήσεως ως Άνθρωπος από την Παρθένον, του Οποίου το έργον ετελειοποιήθη δια του θανάτου Του, της Αναστάσεως, της Αναλήψεως και της επανόδου εν Αγίω Πνεύματι κατά την Πεντηκοστήν. Αυτό συνέβη, διότι αυτός, ο οποίος προσεύχεται δια των γλωσσών ή δια του Πνεύματος, γνωρίζει τον Χριστόν αναστάντα, προσωπικώς κατοικούντα εν τη καρδία του με τον Πατέρα, [ 35 ] γενόμενος ναός του Θεού και ουχί απλώς αναγινώσκων περί Αυτού εν τη Γραφή.
Η προσευχή εν Πνεύματι, ή η νοερά προσευχή αποκαλείται επίσης αένναος μνήμη του Θεού. Είναι αυτή, η οποία εξηφανίσθη δια της πτώσεως, έχουσα ως συνέπειαν τον σκοτασμόν του νοός και την σκληρότητα της καρδίας.
Σήμερον υπάρχουν γενικώς δύο γνωστά μνημονικά συστήματα εις τας ζώσας υπάρξεις: 1) η κυτταρική μνήμη, η οποία ορίζει την ανάπτυξιν και δραστηριότητα του ατόμου σχετικώς με τον εαυτόν του και 2) η εγκεφαλική μνήμη, η οποία ορίζει τας ενεργείας και σχέσεις του ατόμου εις τον εαυτόν του και εις το περιβάλλον του. Ακόμη υπάρχει εις τους ανθρώπους μία μη ενεργός ή υπο-ενεργός μνήμη του Θεού εις την καρδίαν, η οποία, όταν επανέλθη εις την κανονικήν της ενέργειαν, καταλήγει εις την αποκατάστασιν όλων των άλλων σχέσεων, δια της μετατροπής της ιδιοτελούς και εγωκεντρικής αγάπης της βασιζομένης εις τον φόβον, εις ανιδιοτελή αγάπην ελευθερωμένην από τον φόβον. [ 36 ]
Η πτώσις του ανθρώπου ή η κατάστασις της κληρονομικής αμαρτίας: είναι α) η αποτυχία της νοεράς ενεργείας εις το να λειτουργή σωστά ή εις το να μη λειτουργή διόλου, β) η σύγχυσίς της με τας λειτουργίας του εγκεφάλου και του σώματος γενικώς και γ) η κατά συνέπειαν υποδούλωσίς της εις τον φόβον και το περιβάλλον. Κάθε άτομον λαμβάνει πείραν της πτώσεως της ιδικής του, νοεράς ενεργείας εις ποικίλους βαθμούς, ως εκτίθεται εις έν περιβάλλον μη - ενεργών ή υπό - ενεργών δραστηριοτήτων. Το αντίθετον είναι συνήθως αληθές, όταν το περιβάλλον κυριαρχήται από τον εν Χριστώ φωτισμόν, πάλιν εις ποικίλους βαθμούς.
Το αποτέλεσμα της όχι σωστής λειτουργίας των νοερών ενεργειών είναι αι ουχί φυσικαί σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου και ανθρώπων μεταξύ των και η ιδιοτελής χρήσις αμφοτέρων, Θεού και πεπτωκότος ανθρώπου, δια την ατομικήν κατανόησιν της ασφαλείας και ευτυχίας. Ο Θεός ή οι Θεοί, τους οποίους ο άνθρωπος φαντάζεται ότι υπάρχουν εκτός του φωτισμού, είναι ψυχολογικαί προβολαί της ανάγκης του δια ασφάλειαν. Εξ αιτίας του φόβου και της ανησυχίας αι σχέσεις του με τους άλλους και με τον Θεόν είναι χρησιμοθηρικαί. Ουχ ήττον όμως, κάθε άτομον διατηρείται υπό της ακτίστου δημιουργικής και συνεκτικής δόξης, φωτός, δυνάμεως, χάριτος κ.λ.π, του Θεού, ακόμη και όταν δεν είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, εφ' όσον δεν έχει οδηγηθή εις τον φωτισμόν δια της καθάρσεως της νοεράς ενεργείας του εις την καρδίαν. Η αντίδρασις αυτής της αμέσου σχέσεώς του ή κοινωνίας μετά του Θεού φθάνει από την πώρωσιν της καρδίας (δηλαδή από το σβήσιμο της σπίθας της χάριτος) έως της εμπειρίας του δοξασμού των αγίων. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι εις την κατοχήν της νοεράς ενεργείας, αλλά όχι εις την ποιότητα ή τον βαθμόν ή την λειτουργίαν αυτής.
Είναι σπουδαίον να σημειώσωμεν την σαφή διάκρισιν μεταξύ της πνευματικότητος, η οποία είναι ριζωμένη αρχικώς εις την νοεράν δύναμιν της καρδίας και της διανοητικότητος, η οποία είναι ριζωμένη εις τον εγκέφαλον. Ούτω, έχομεν τας ακολούθους τέσσαρας κατηγορίας ανθρώπων: 1) εκείνους με τα ολίγα διανοητικά προσόντα, οι οποίοι φθάνουν εις το ύψιστον επίπεδον της νοεράς τελειότητος, 2) εκείνους με τα ύψιστα διανοητικά προσόντα, οι οποίοι πίπτουν εις το χαμηλόν ή ακόμη εις το χαμηλότερον επίπεδον της νοεράς ατελείας, 3) εκείνους οι οποίοι φθάνουν εις αμφότερα, εις τα ύψιστα διανοητικά προσόντα και την νοεράν τελειότητα και 4) εκείνους της πενιχράς διανοητικής ικανότητος και προσόντων με πώρωσιν της καρδίας.
Αυτοί οι παράγοντες είναι το κλειδί της κατανοήσεως της πατερικής και βιβλικής διδασκαλίας και της διατυπώσεως των δογμάτων των Οικουμενικών Συνόδων. Δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την φιλοσοφίαν και τα μεταφυσικά και είναι πολύ περισσότερον παρόμοια με την σύγχρονον ψυχιατρικήν. Ο άνθρωπος δεν έχει φυσικήν νοεράν ενέργειαν, η οποία θα έπρεπε να λειτουργήση σωστά εις την καρδίαν. Η θεραπεία δι' αυτήν την ασθένειαν, η οποία ονομάζεται προπατορικόν αμάρτημα, είναι η αένναος μνήμη του Θεού, άλλως ονομαζομένη αδιάλειπτος προσευχή ή φωτισμός, η οποία δεν έχει τίποτα να κάμη με την Αυγουστίνειον ή Πλατωνικήν αντίληψιν του φωτισμού μέσω ενοράσεως ή γνώσεως των αρχετύπων.
Κατάλληλος προετοιμασία δια την όρασιν του Θεού εις την κοινήν Του δόξαν μετά του Χριστού είναι να γίνη κάποιος ναός του Αγίου Πνεύματος δια της μετατροπής της ιδιοτελούς και χρησιμοθηρικής αγάπης εις ανιδιοτελή και μη χρησιμοθηρικήν τοιαύτην. Αυτή η μετατροπή γίνεται εις το ύψιστον επίπεδον του σταδίου του φωτισμού, το οποίον καλείται θεωρία, δηλαδή όρασις (θέα) - εις αυτήν την περίπτωσιν είναι η όρασις των ακτίστων λόγων ή ενεργειών του Θεού εις την δημιουργίαν δια της αδιαλείπτου προσευχής και της αεννάου μνήμης του Θεού. Η νοερά ενέργεια (νούς) απελευθερούται από την υποδούλωσίν της εις την διάνοιαν, εις τα πάθη και εις το περιβάλλον και επηρεάζεται μόνον από αυτήν την μνήμη του Θεού, η οποία λειτουργεί ταυτοχρόνως με τας συνήθεις δραστηριότητας της καθημερινής ζωής. Όταν η νοερά ενέργεια (νούς) είναι εις τοιαύτην κατάστασιν, ο άνθρωπος έχει γίνει ναός του Θεού εν Χριστώ δι' Αγίου Πνεύματος.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει εις τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον ότι "τούτό εστι του Θεού ενοίκησις, το δια της μνήμης ενιδρυμένον έχειν εν εαυτώ τον Θεόν. Ούτω γινόμεθα ναός Θεού, όταν μη φροντίσι γηΐνας το συνεχές της μνήμης διακόπτηται, όταν μη τοις απροσδοκήτοις πάθεσιν ο νούς εκταράττηται, αλλά πάντα αποφυγών ο φιλόθεος (νούς) επί Θεόν αναχωρή και εξελαύνων τα προσκαλούμενα ημάς εις κακίαν, τοις προς αρετήν επιτηδεύμασιν ενδιατρίβη". [ 37 ] Ο Μέγας Βασίλειος δεν λέγει εδώ ότι ένα άτομον γίνεται ναός του Θεού δια της διακοπής της απασχολήσεως του εαυτού του με τας γηΐνας φροντίδας, και να σκέπτεται με την λογικήν του αδιαλείπτως μόνον περί Θεού, αλλά εννοεί την μνήμην του Θεού, της νοεράς ενεργείας η οποία συνεχίζεται ταυτοχρόνως με την απασχόλησιν με τας καθημερινάς υποθέσεις και ειδικώς, όταν κάποιος υφίσταται ταλαιπωρίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο παραλήπτης αυτής της επιστολής, τονίζει ότι "Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον, και ει οίόν τε τούτον ειπείν, μηδέ άλλο τι ή τούτο πρακτέον... ει δει και το Μωϋσέως ειπείν [ 38 ] κοιταζόμενον, διανιστάμενον, οδοιπορούντα, ό,τι ουν άλλο πράττοντα, και τη μνήμη τυπούσθαι προς καθαρότητα". [ 39 ]
Ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει ότι το περί Θεού φιλοσοφείν επιτρέπεται μόνον εις εκείνους, οι οποίοι έχουν περάσει τας εξετάσεις και έχουν φθάσει εις την θεωρίαν και οι οποίοι έχουν προηγουμένως καθαρισθή εις την ψυχήν και εις το σώμα ή το ολιγώτερον καθαρίζονται, δηλαδή με τα ιδικά του λόγια εις εκείνους, οι οποίοι είναι "εξητασμένοι και διαβεβηκότες εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένοι ή καθαιρόμενοι, το μετριώτατον". [ 40 ]
Αυτή η κατάστασις της θεωρίας έχει τα δύο στάδια, τα οποία ήδη ανεφέραμε: α) τον συσχετισμόν του περιβάλλοντος κάποιου δια της αεννάου μνήμης του Θεού εις την καρδίαν και β) την όρασιν του περιβάλλοντος κάποιου, και του εαυτού του διαβρωμένου από την δόξαν του Θεού και με την ενοίκησιν της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Ο δοξασμός ή η θέωσις είναι δώρον του Θεού, το οποίον δεν ζητεί κάποιος, αλλά το δίδει ο Θεός εις τους φίλους Του, συμφώνως προς τας ανάγκας των και προς τας ανάγκας των άλλων.
Κατά την διάρκειαν αυτού του τελευταίου σταδίου της δόξης, η αδιάλειπτος προσευχή, η προφητεία και η γνώσις περί του Θεού (η Θεολογία) τελειώνουν, αφού αντικατασταθούν δια της οράσεως της δόξης του Θεού εν Χριστώ, οπότε μένει μόνον η αγάπη: "Προφητείαι καταργηθήσονται... γλώσσαι παύσονται... γνώσις καταργηθήσεται... όταν έλθη το τέλειον...". [ 41 ] Αλλά "η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει".[42] "Βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον, άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην".[43 ] Ο Απόστολος Παύλος ομιλεί εδώ περί μιας μελλοντικής εμπειρίας, την οποίαν ο ίδιος είχεν ήδη "καθώς και επεγνώσθην".
Όταν με την σειράν του ο εν Χριστώ δοξασμός, δι' αυτής της συναντήσεως "πρόσωπον προς πρόσωπον" τελειώνει, τότε η νοερά προσευχή, η προφητεία και η γνώσις περί Θεού (Θεολογία) επανέρχονται. Ούτω και αν ακόμη όλα αυτά είχαν καταργηθή εις τον Παύλον, κατά την διάρκειαν της θεώσεώς του, αυτό επανήλθεν εις την προσευχήν δια του Πνεύματος, προφητείαν και γνώσιν, περιμένων την επανάληψιν της εμπειρίας ταύτης είτε εις την ενδιάμεσον είτε εις την τελικήν της μορφήν, κατά την γενικήν εμφάνισιν του Χριστού εν δόξη.
Ο δοξασμός προ της Πεντηκοστής ήτο προσωρινός και δεν εσυνεχίσθη μετά θάνατον. Τώρα η θέωσις εις το Σώμα του Χριστού είναι πάλι προσωρινή εμπειρία εντεύθεν του τάφου, αλλά μόνιμος εμπειρία των Αγίων εν Χριστώ μετά τον θάνατον των σωμάτων των. Ακόμη ο δοξασμός εις το Σώμα του Χριστού δεν περιορίζεται εις την καρδίαν, ούτε εκδηλούται μόνον εις το πρόσωπον, καθώς συνέβαινεν με τους προφήτας, των οποίων η δόξα είχε καταργηθή, [ 44 ] αλλά τώρα επεκτείνεται εις ολόκληρον το σώμα εκείνων, οι οποίοι έχουν δοξασθή. Ούτω ακόμη και τα σώματα των Αγίων εκδηλώνουν τον μόνιμον δοξασμόν των κατόχων των, με το να είναι αναφαιρέτως εμπνευσμένα δια του μονίμου δοξασμού των, έχοντας γίνει άγια λείψανα.
Κατά την διάρκειαν του δοξασμού τα αδιάβλητα πάθη του σώματος, καθώς ύπνος, πείνα, δίψα, φόβος, θάνατος, κόπος, φθορά αναστέλλονται. Υπό άλλης απόψεως το μυαλό και το σώμα λειτουργούν κανονικά, άπαξ και κάποιος προσαρμοσθή να βλέπει τον εαυτόν του και το περιβάλλον του εμπεπλησμένα υπό της δόξης του Χριστού, η οποία είναι αμφότερα, και σκότος (γνόφος) και φως και τίποτε απ' αυτά, εφ' όσον δεν ομοιάζει με τίποτε κτιστόν. Τελείως διαφορετικώς του φωτισμού, η θέωσις δεν είναι γνώσις, διότι είναι υπεράνω της γνώσεως. [ 45 ] Ο πρώτος δοξασμός κάποιου εκπληρώνεται με την απώλεια της προσανατολισμού του, διότι αρχικώς βλέπει τις το άκτιστον, αλλά, όταν εγκλιματισθή αρχίζει να ξανά-βλέπει το κτιστόν του περιβάλλον εις αυτό το Φώς, το οποίον είναι η ημέρα του Κυρίου που δεν έχει τέλος. Ούτω, αν και η αδιάλειπτος προσευχή και η γνώσις περί του Θεού τερματίζονται, εν τούτοις η γνώσις και η εμπειρία του περιβάλλοντος του θεουμένου συνεχίζονται.
Δικαίωσις δια μόνης της πίστεως μόνον, είναι η διδασκαλία της Βίβλου. Αλλά αυτή η σώζουσα πίστις είναι η κατάστασις του φωτισμού της καρδίας, καθώς την περιεγράψαμε μέχρι τώρα και η οποία μερικάς φοράς καλείται ενδιάθετος πίστις: "Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού, όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε" [ 46 ] "Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον, αββά ο Πατήρ, ώστε ουκέτι εί δούλος, αλλ' υιός, ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού". [ 47 ] Η υιότης, δικαίωσις και προσευχή του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν είναι ταυτόσημος πραγματικότης. Δεν υπάρχει δικαίωσις δια νόμου ή δι' έργων, αλλά μόνον δια του Χριστού, ο Οποίος έδωκε τον νόμον. Ο νόμος δεν δίδει ζωήν. Μόνον ο Χριστός δίδει ζωήν: "Ει γαρ εδόθη νόμος ο δυνάμενος ζωοποιήσαι, όντως αν εκ νόμου ήν η δικαιοσύνη". [ 48 ] Είναι η πίστις, η οποία μορφούται εις εκείνους, οι οποίοι έχουν το δώρον της προσευχής δια του Αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας των, η οποία δίδει την βεβαίωσιν της αγάπης του Θεού εν Χριστώ και καταλήγει εις την αγάπην "ήτις ου ζητεί τα εαυτής". [ 49 ]
Αυτή η θεραπεία και μεταβολή της ανθρωπίνης προσωπικότητος εν σχέσει με την ανθρωπότητα γενικώς κάνει την διαφοράν μεταξύ εκείνων, οι οποίοι θεραπεύονται και εκείνων, οι οποίοι δεν θεραπεύονται ακόμη, πολύ σαφή. Πίστις εις τον Χριστόν, χωρίς την υποβολήν εις θεραπείαν εν Χριστώ, δεν είναι πίστις δι' όλους. Εμπιστοσύνη εις τον ιατρόν τινος, χωρίς την υποβολήν εις την θεραπείαν την οποίαν ούτος του συνέστησε, θα ήτο ακριβώς το ίδιον είδος αντιφάσεως, ως προς την ορολογίαν.
Με σκοπόν ότι αυτή η θεραπεία ελαμβάνετο υπ' όψει σχετικώς με τον κόσμον γενικώς, θα ημπορούσε να τονισθή ότι εάν ο προφητικός Ιουδαϊσμός και ο διάδοχός του Χριστιανισμός ενεφανίζετο εις τον εικοστόν αιώνα, θα είχον ίσως ταξινομηθή όχι ως θρησκείαι, αλλά ως ιατρικαί επιστήμαι παρόμοιαι προς την ψυχιατρικήν, με ευρυτέραν επίπτωσιν επί της κοινωνίας οφειλομένην εις την επιτυχίαν των να θεραπεύσουν εις ποικίλους βαθμούς την ασθένειαν των μερικώς λειτουργούντων ανθρωπίνων προσωπικοτήτων. Με κανένα τρόπον δεν ημπορούσαν αύται να συγχέωνται με θρησκείας, αι οποίαι δια ποικίλων μαγικών μεθόδων και τεχνασμάτων υπόσχονται την διαφυγήν από ένα δήθεν προβαλλόμενον υλικόν κόσμον του κακού ή ανυποστάτων φαινομένων εις ένα δήθεν προβαλλόμενον κόσμον ασφαλείας και ευδαιμονίας.
Μία άλλη πλευρά θεωρήσεως αυτού είναι να συγκεντρωθώμεν ολίγον περισσότερον εις τας συνεπείας της βιβλικής και πατερικής αντιλήψεως περί του παραδείσου και της κολάσεως. Ο ίδιος ο Θεός είναι και τα δύο, και παράδεισος και κόλασις, αμοιβή και τιμωρία. Όλοι οι άνθρωποι εδημιουργήθησαν δια να βλέπουν ακαταπαύστως τον Θεόν εν τη ακτίστω δόξη του Χριστού. Εάν ο Θεός θα είναι δια τον κάθε άνθρωπον παράδεισος ή κόλασις, αμοιβή ή τιμωρία, εξαρτάται από την ανταπόκρισιν του ανθρώπου εις την αγάπην του Θεού εν Χριστώ και εις την αποδοχήν του της συνταγής δια μεταβολήν της ιδιοτελούς και εγωκεντρικής του αγάπης εις την θεοειδή αγάπην, "ήτις ου ζητεί τα εαυτής".
Με αυτό εννοείται ότι καμμία θρησκεία ή εκκλησία δεν ημπορεί να διεκδικήση δια τον εαυτόν της το δικαίωμα να αποφασίζη ποιός πηγαίνει εις τον παράδεισον και ποιός πηγαίνει εις την κόλασιν, αφού όλοι ενωρίτερα ή αργότερα θα ίδουν την δόξαν του Θεού εν Χριστώ είτε ως φως είτε ως πυρ καταναλίσκον. Η αληθής ζωή εν Χριστώ είναι μία τέτοια προετοιμασία δια της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας, ώστε αυτή η θέα να είναι παράδεισος και όχι κόλασις. Η αρχική ευθύνη εκείνων εις το στάδιον του φωτισμού είναι να φωτίσουν άλλους, ούτως ώστε δια της ανιδιοτελούς και ουχί χρησιμοθηρικής αγάπης να ζουν και να εργάζωνται μαζί εις την κοινωνίαν και συγχρόνως να προετοιμάζουν εαυτούς και αλλήλους δια την αιωνίαν εμπειρίαν, την οποίαν καθείς θα έχη.
Την στιγμήν κατά την οποίαν κάποιος διαχωρίζει τον παράδεισον και την κόλασιν και φαντάζεται ότι αι καταστάσεις αύται είναι διαφορετικά μέρη, ή ότι η κόλασις είναι στέρησις της θέας του Θεού, τότε ούτος αυτομάτως εισάγει μαγικάς απόψεις εις την βιβλικήν αντίληψιν της θεραπείας. Ούτω η θέα του Θεού γίνεται παράδεισος δια όλους οι οποίοι δια του ενός ή άλλου τρόπου κερδίζουν αυτό το στάδιον. Η μαγεία αύτη ημπορεί να λάβη την μορφήν του προορισμού, της σωτηρίας δια μόνης της πίστεως, ή δια καλών έργων επίσης, ή δια μετοχής εις τα μυστήρια και ιερατικάς αφέσεις αμαρτιών ή δια συνδυασμού όλων αυτών. Αύται αι παραλλαγαί της παραδόσεως μετακινούν απαραλλάκτως την ανάγκην αλλαγής από τον άνθρωπον εις τον Θεόν, του οποίου η σώζουσα στάσις δια τον άνθρωπον προσδιορίζεται δια μιας δουλικής υπακοής εις το θέλημά Του. Ούτοι δεν γνωρίζουν ότι ο Θεός αγαπά όλα τα δημιουργήματά Του αδιακρίτως (περιλαμβανομένου και του ιδίου του διαβόλου) με την ιδίαν αγάπην, ότι ο Θεός ήτο και είναι πάντοτε φίλος των ανθρώπων και ότι είναι ο άνθρωπος και όχι ο Θεός, ο οποίος έχει ανάγκην συμφιλιώσεως, δηλαδή θεραπείας του κακώς λειτουργούντος μέρους της προσωπικότητός του.
συνεχίζεται .....
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ 28 ] Ματθ. 5, 8.
[ 29 ] Κορ. 14, 14 κ.ε.
[ 30 ] Γαλ. 4, 6-7.
[ 31 ] Α' Κορ. 14, 2.
[ 32 ] Α' Κορ. 14, 6.
[ 33 ] Α' Κορ. 14, 5.
[ 34 ] Β' Κορ. 3, 15.
[ 35 ] Ιω. 14, 23.
[ 36 ] Α' Ιω. 4, 18.
[ 37 ] Επιστ. 2.
[ 38 ] Δευτ. 6, 7.
[ 39 ] Θεολογικός Α', 5.
[ 40 ] Αυτόθι Α', 3.
[ 41 ] Α' Κορ. 13, 8-9.
[ 42 ] Αυτόθι.
[ 43 ] Α, Κορ. 13, 12.
[ 44 ] Β' Κορ. 3, 7 κ.ε.
[ 45 ] Α' Κορ. 13, 8.
[ 46 ] Γαλ. 3, 26-27.
[ 47 ] Γαλ. 4, 6-7.
[ 48 ] Γαλ. 3, 21.
[ 49 ] Α' Κορ. 13, 5.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου