Γιώργος Βαλέτας
Από το περιοδικό
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 1941
Αγιοβασιλειάτικα
Δεν ειξεύρω ποίος
περιπλανώμενος ραψωδός συνέθηκε τα νυν συνήθως υπό των παίδων αδόμενα άσματα
των Χριστουγέννων, του Αγ. Βασιλείου και των Φώτων, τα οποία ακολουθούσι δήθεν
κατά γράμμα την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, βρίθουσιν όμως κακοζήλων στίχων, οίοι
οι εξής:
Και επληρώθη το
ρηθέν προφήτου Ησαΐου μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου...(1)
ο δεύτερος ούτος
στίχος είναι προδήλως δια το κεχηνός του ρυθμού
Φωνή ηκούσθη εν
Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει,
παραμυθήν(!) ουκ
ήθελεν, ότι αυτά ουκ έχει (!!).
Ή εν τω άσματι
της α’ του έτους:
Σήμερον είν'
περιτομή κι υμνεί η Εκκλησία,
και προσκαλείσθε
άρχοντες, γυναίκες και παιδία (1)...
Τόσον αληθεύει
ότι υμνεί η Εκκλησία, ώστε ένα ή δύο ύμνους μόνον έχει εις μνήμην της
Περιτομής, τους λοιπούς αφιεροί εις τον Μ. Βασίλειον.
Εννοεί ο
αναγνώστης ότι, θέλων ενταύθα να εκφράσω την λύπην επί τη εκθρονίσει των
γνησίων ασμάτων του λαού, ην κατώρθωσαν τα κακόφωνα ταύτα ραψωδήματα, πολύ
απέχω άλλως του να θαυμάσω τα εν Αθήναις ακουόμενα δημώδη άσματα:
Αρχιμηνιά κι
αρχιχρονιά
ψηλή μου
δεντρολιβανιά (;)
κι αρχι καλός σας
χρόνος ;
εκκλησιά με τ’ άγιο
θρόνος (!!)
Άης Βασίλης
έρχεται
και δεν μας
καταδέχεται (;!!) (2)
...................................................
ή το αδόμενον τη
παραμονή των Φώτων:
Αφέντη μου,
πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη,
έχεις και γυιο
στα γράμματα και γυιό στο ψαλιτήρι (sic).
Αλλ’ υπάρχουσιν,
ιδίως εις τας νήσους(3), άλλα κάλλιστα άσματα του λαού και επ’ αυτών θέλω να
ενδιατρίψω ολίγον. Τινά τούτων έχουσιν υπόθεσιν αποκλειστικώς την εορτήν της
ημέρας, άλλα, χωρίς να παρακολουθώσι τα ιερά κείμενα, διεξέρχονται το θέμα με
ποιητικά χρώματα, και βοηθεία της δημώδους légende (4).
Εννοείται ότι τα
κατωτέρω παρατιθέμενα είναι απλά αποσπάσματα, διότι τα τοιαύτα άλλως αλλαχού
άδονται και πολλαχώς αλλοιούται από στόματος εις στόμα η έννοια και η λέξις. Το
της εορτής των Χριστουγέννων έχει ως έξης:
Χριστούγεννα,
πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ' ακούστε,
μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται,
γεννιέται κι
ανατρέφεται στο μέλι και στο γάλα,
το μέλι τρων οι
άρχοντες, το γάλα οι αντρειωμένοι.
Το της εορτής των
Φώτων:
Σήμερον τα φώτα
κι ο φωτισμός
και του Ιησού μας
ο βαφτισμός (5).
Σήμερα η κυρά μας
η Παναγιά
σπάργανα στα
τίμια χέρια κρατεί
και τον Άη Γιάνη
παρακαλεί.
«Δύνεσ’, Άη
Γιάννη Πρόδρομε,
για να μου
βαφτίσεις Θεόν παιδί ;»
Δύνουμαι και σώνω
και προσκυνώ,
για κοντοκαρτέρει
ως το πουρνό,
για ν’ ανέβω
απάνου στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο
και λίβανο,
ν’ αγιαστούν (6)
οι βρύσες και τα νερά,
ν' αγιαστή(6) κι
αφέντης με την κυρά».
Άλλα των ασμάτων
εκφράζουσιν επί τη εορτή επαίνους και προσρήσεις. Το επόμενον τεμάχιον εκρίθη
υπό πολλών απαράμιλλον το ύψος:
Σήκω, κυρά μ’, να
στολιστής (7), να πας ταχιά στα Φώτα,
στα Φώτα και στον
αγιασμό και στον καλό το χρόνο.
Βάλε τον ήλιο
πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του κοράκου
το φτερό βάλ'το καμαροφρύδι.
Επανερχόμενοι εις
την εορτην τον Αγίου Βασιλείου (την Περιτομήν αγνοεί ο λαός, και ευλόγως),
παραθέτομεν το κύριον της ημέρας ασμα:
Άης Βασίλης
έρχεται από την Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα και
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
« Βασίλη μ’ πούθε
έρχεσαι; και πούθε κατεβαίνεις;»
Από τη μάννα μ’
έρχουμαι και στο σκολειό πηγαίνω,
πάω να μάθω
γράμματα, να πω την άλφαβήτα ».
Και στο ραβδί,
που ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέτα (8)
κι απάνου στα
ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδούσαν,
όχι περδίκια
μοναχά, μόνε και περιστέρια.
Το άσμα τούτο μας
φαίνεται θαυμάσιον εν τη αφελεία αυτού. Η έμφυτος φιλομάθεια του Ελληνικού
Έθνους,εν μέσω τοσούτων διωγμών και θλίψεων επιζήσασα, μετεχειρίσθη την επί
παιδεία φήμην του ελληνικωτάτου Αγίου ως προτροπήν προς τους νέους προς την
σπουδήν και μάθησιν, ούτω δε και μετά πολλούς αιώνας ο μέγας της Καισαρείας
φωστήρ παρίσταται οιονεί συγγράφων δευτέραν «Προς τους νέους Παραίνεσιν».
Τα άλλα άσματα
της ημέρας, αποτελούντα ορμαθόν ευχών και εγκωμίων δια τα μέλη εκάστης
οικογενείας, είναι οιονεί συνέχεια του πρώτου, εξαρτωμένη εκ του εν τω
προτελευταίω στίχω(9), ότι τα «περδίκια κελαϊδούσαν» και ιδού τι κελαϊδούσαν:
Για βάλε το
χεράκι σου
τούτο αποτείνεται
προς τον οικογενειάρχην:
στην αργυρή σου
τσέπη
κι αν εύρεις
γρόσα δος μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και
μισό φλουρί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ’ αφέντη
μ’ κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά
σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Να ζήσεις χρόνια
εκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι απ’ τα διακόσα
κι ύστερα ν’ ασπρίσεις να γεράσεις,
ν’ασπρίσεις σαν
τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι,
σαν τ’ αηδονάκι
που λαλεί, το Μάη, το καλοκαίρι.
Και τι λαλεί το
αηδονάκι τούτο; Ιδού ακούσατε: Λαλεί ευχάς δια τα άλλα μέλη της οικογενείας:
Κυρά μου, τον
γιόκα σου, κυρά μ', τον ακριβό σου,
τον έλουζες, τον
χτένιζες (10), στο δάσκαλο τον πάϊνες,
κι ο δάσκαλος(11)
τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο,
με τέσσαρα
βασιλικό, με πέντε μαντζουράνα, κτλ.
Τοσαύτα περί του
υιού. Ιδού τώρα και περί της θυγατρός:
Κυρά μ', τη
θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου,
γραμματικός την
αγαπά, πραμματευτής τη θέλει (12),
κι ο δάσκαλος απ'
το σκολειό (13) γυρεύοντάς (14) την στέλνει.
Δεν ενθυμούμαι
δυστυχώς την συνέχειαν του άσματος τούτου(15), το οποίον ήρχισε να γίνεται
περίεργον, χάρις εις τα τολμηρά διαβήματα του δασκάλου, αλλ’ εις το μέλλον ίσως
δυνηθώ να συλλέξω πλείονα. Επί του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία
και ευτυχία το Νέον Έτος.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Εφημερίς», 1
του Γενάρη 1888, σελ. 6 β-γ.)
Σημειώσεις
1. - Τ’
αποσιωπητικά δική μου προσθήκη.
2. - Τα
θαυμαστικά και ερωτηματικά είναι του Παπαδιαμάντη.
3. - Υπονοεί τη
Σκίαθο, όπου στα παιδικά του χρόνια, με τους παιδικούς του φίλους και
συγγενείς, το Σωτήρη Οικονόμου, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, τον περίφημο
πλατωνιστή Σπυρίδωνα Μωραΐτη, γύριζαν τις γιορτές κι έψαλλαν τα κάλλαντα. (Βλ.
σχετικά τα διηγήματα του «Της Κοκώνας το Σπίτι» και «Ο Σημαδιακός» («Μάγισσες»,
Φέξης, σ. 71 κ.α.).
4. - Τη λέξη αυτή
προτιμά να χρησιμοποιεί πολ-λές φορές ο Παπαδιαμάντης. Πρβλ. και την απάν-τηση
του Παπαδιαμάντη στο Ζερβό για τα «Θαλασσινά Ειδύλλια» («Άστυ», 28-29 Αυγ.
1891).
5. - Αντί
βαπτισμός του κειμένου
6. - Αντί
αγιασθούν και αγιασθή του Ππδ.
7. - Αντί
στολισθής του Ππδ
8. - Αντί του
πέταε του Ππδ.
9. - Το κείμενο
της «Εφημερίδας» έχει ‘στίχον’.
10. - Αντί του
χθένιζες του Ππδ. ( πιθανώτατα τυπογραφ. λάθος ).
11. - Αντί του
δάσσκαλος του Ππδ. Το διπλό σ ίσως ηθελημένο για ν’ αποδώσει την προφορά του
‘ch’.
12. - Την θέλει
(το κείμενο).
13. - Σχολειό (το
κείμενο της Εφημ.).
14. - Γυρεύωντας
την στέλλει (αδιανόητη γραφή στο ίδιο κείμενο).
15. - Τρόπος
υπεκφυγής εκ μέρους του Παπαδια-μάντη, που προσπαθούσε στη ζωή και στην τέχνη
ν’ αποφεύγει την αισχρή και πολύ συνηθισμένη δυστυχώς στα χρόνια μας εκμετάλλευση
της περι-έργειας του αναγνώστη με διάφορα πορνογραφικά και τραγικά καρυκεύματα.
«Η ύλη αύτη είναι ζων πυρ.. . » φωνάζει κάπου, και πετά απότομα την πέννα του,
σταματώντας τη διήγησή του στη μέση. Μάθημα και παράδειγμα για μίμηση, εφ’ όσον
υπάρχει καιρός. Στο «Σημαδιακό» («Οι Μάγισσες», εκδ. Φέξη, σελ. 151), εκτός απ’
την ιδιαίτερη εξύμνηση κάθε προσώπου του σπιτιού, μας δίνει ο Παπαδιαμάντης κι’
ένα ωραίο σκιαθίτικο δημοτικό της Πρωτοχρο-νιάς, που περιλαμβάνει όλα τα
παιδιά, τ'αγόρια τα ξενιτεμένα στο πέλαγος και στη βιοπάλη:
Κυρά μου, τα
παιδάκια σου, κυρά μου, τ’ακριβά σου,
καράβι
τριοκάταρτο στο πέλαγο αρμενίζουν
και με τ’ αφέντη
την ευχή γρόσα πολλά θα φέρουν.
Κι ο κυρ Βορηάς
τα κύματα φυσάει και τα σπρώχνει.
Σπρώχνε, Βορηά,τα
κύματα, να μώρθει το παιδί μου,
Τ’ αγαπημένο μου
πουλί και το ξεπεταρούδι,
ανάθρεμμα της
αγκαλιάς, της ξενιτιάς λουλούδι ...
http://www.myriobiblos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου