Ένας πολύσοφος
σύγχρονος ιεράρχης είπε τον εξής λόγο: «Είναι μεγάλος άθλος να βρίσκεσαι και να
ζεις κοντά σε ένα Άγιο. Απαιτεί μεγάλη ταπείνωση και θέλει άκρα προσοχή». Τον
δικαιολογώ απολύτως και συμφωνώ μαζί του. Για ποιό λόγο; Ο Άγιος βρίσκεται σε
θέση υπεροχής έναντι του εισέτι αγωνιζομένου να εγγίσει τα κράσπεδα του Θεού.
Έχοντας ήδη αποκτήσει τον νουν Χριστού και αγόμενος υπό του Αγίου Πνεύματος,
φαίνεται πολλές φορές ακατανόητος για το πώς σκέπτεται και το πώς ενεργεί
Φυσικά δεν είναι απαλλαγμένος από τα συγγνωστά πάθη, της ανάγκης του ύπνου, του
φαγητού, των σωματικών ασθενειών. Ούτε πάλι στολίζεται με όλα μαζί τα χαρίσματα
του Θεού, αφού κατά τη χωρητικότητα της ιδιοπροσωπίας του δέχθηκε και το
πλήρωμα των ειδικών χαρισμάτων, όπως αναλύει σε βάθος και με οξυδέρκεια ο όσιος
Μάξιμος ο Ομολογητής. Όμως, και στο πεδίο των φυσικών και συγγνωστών παθών
διαφέρει ο Άγιος από τον μη άγιο στην αντιμετώπισή τους, που είναι πάντα
σύμφωνη με το θέλημα του Θεού και ενεργείται στο επίπεδο του Πνεύματος.
Με την προϋπόθεση
αυτή, όποιος βρίσκεται κοντά ή πλησιάζει ένα Άγιο, για να μη σκανδαλισθεί από
την εν γένει βιοτή του, πρέπει να είναι απαλλαγμένος από κάθε είδος
υπερηφάνειας και ανθρωπαρέσκειας. Νομίζω ότι πάμπολλες φορές πλησιάζομε
χαρισματούχους ανθρώπους ή για να έχουμε κάποια επίφαση νομιζόμενης
αυτοαγιότητος κατά εκπομπή ή για να καυχιόμαστε πως εμείς αξιωθήκαμε και είχαμε
συζητήσεις και εμπειρίες μαζί του, ή ότι με τη μία αυτή επίσκεψη πήραμε από τη
χάρι του και αυτομάτως γίναμε και πνευματικοπαίδια του, κρύβοντας έτσι πολύ
τεχνικά αισθήματα κρυφής μειονεξίας, ύπουλης ζηλοφθονίας ή και παιδικής
ανοησίας μας … Λησμονούμε το «ει ήτε τέκνα του Αβραάμ, εποιείτε αν τα έργα του
Αβραάμ» … Δηλαδή, δεν γινόμαστε άγιοι εξ επαφής, ούτε αυτοστιγμιαίως.
Όταν, λοιπόν,
προσεγγίζουμε ένα Άγιο με πνεύμα ταπεινής μαθητείας, παρέχομε στον εαυτό μας
την αρίστη ευκαιρία να μετατεθούμε στον άλλο αέρα, τον του Πνεύματος του Θεού,
υπό του οποίου ο Άγιος άγεται και φέρεται και ως εκ τούτου οιονεί αποτελεί
έμπνουν και ζων Ευαγγέλιο. Βλέποντας έτσι και συγκρίνοντας το ιδικό του ύψος
και την ιδική μας πνευματική πτώχεια, θα ταπεινωθούμε περισσότερο και θα
ανοίξουμε την καρδιά μας να δεχθεί τον αναπαυόμενον εν τοις ταπεινοίς την
καρδίαν, προφυλάσσοντάς μας από την πιο επικίνδυνη μορφή πνευματικού πολέμου,
την αυτάρκεια και την μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, την κενοδοξία.
Εξάλλου, όταν πλησιάσουμε την αγία μορφή με πνεύμα
πνευματικής αυτοδικαιώσεως και περιέργειας ή και εν μέρει αισθήσεως πληρότητος
πνευματικής, κινδυνεύουμε να πέσουμε στη παγίδα της απορρίψεώς του, όταν αυτά
που τυχόν θα μας πει και συμβουλεύσει έρχονται σε αντίθεση με την ιδεατή εικόνα
που μόνοι μας ζωγραφίσαμε για τον εαυτό μας. Κατεβάζοντας τον Άγιο στα δικά μας
μέτρα και κρίνοντάς τον με κριτήρια χαμηλής πνευματικότητος ή και κοσμικότητας
ακόμη, είναι απόλυτα σίγουρο ότι θα στρέψουμε περιφρονητικά τα νώτα μας, μη
μπορώντας να προσοικειωθούμε την σκληρότητα των λόγων του, που είναι ωστόσο
κριτικοί των εσωτάτων εννοιών και ενθυμήσεων μας.
Με το πρίσμα αυτό μπορούμε να εξετάσουμε και την στάση μας
έναντι στην ανάγνωση των Βίων των Αγίων. Τα μεν υπερφυσικά γεγονότα ταπεινώνουν
τον ταπεινό περισσότερο, τον δε υπερήφανο οιηματία τον κάνουν να τα θεωρήσει ή
αδύνατα να πραγματοποιηθούν ή να τους αποδώσει την μομφή των μυθικών διηγημάτων,
χρήσιμων μόνον για ανθρώπους με μειωμένη πνευματική αντίληψη και Ικανότητα …
Δίκοπο μαχαίρι!
Ζώντας στο
Άγιον Όρος πάνω από τρεις δεκαετίες και καταργώντας τον τόπο με τον τρόπο μου,
έχω διαπιστώσει αρκετές φορές την διάθεση των επισκεπτών ή προσκυνητών να
συναντήσουν μια φωτισμένη μορφή αποβλέποντας ωστόσο να συναντήσουν ένα μάγο ή
έστω ένα θαυματουργό ή διορατικό και προορατικό, περιορίζοντας ή μάλλον
υποτιμώντας και αχρειώνοντας έτσι πολύ το πεδίο της εν Χριστώ αγιότητος. Δεν
φαίνεται με την έρευνα και σχέση αυτή να επιδιώκουμε τόσο την κάθαρση των παθών
μας και τον αγιασμό «ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριο», όσο το να χορτάσουμε
την εγωιστική περιέργειά μας, που αν δεν το πετύχομε, αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε
για την δυνατότητα υπάρξεως σήμερα Αγίων και μπορεί να καταλήξουμε στη
βλασφημία του Αγίου Πνεύματος ισχυριζόμενοι ότι χάθηκαν σήμερα οι Άγιοι, λες
και η αγιότητα «βγαίνει στο παζάρι», κατά έκφραση αγιορείτικη ή «κτυπά
κουδούνια».
Ο μακαρίτης
παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης έλεγε: «Αλλοίμονο στον άγιο που βγήκε η φήμη του
μέχρι την Αθήνα» ή «με την κατάρα του Θεού και την ευχή του διαβόλου διαδόθηκε
ότι είμαι άγιος» …
Τελευταία φορά που επισκεφθήκαμε τον μακαριστά γέροντα
Παΐσιο, πριν βγει από το Όρος για το νοσοκομείο, τον βρήκαμε πολύ αρπαγμένο.
«Γιατί, γέροντα, είσθε έτσι;», τον ρώτησα.
«Τί να μην είμαι, ευλογημένη ψυχή, εκεί πέρα, ας υποθέσουμε
να πούμε; Τρελάθηκε ο κόσμος! Άγιο με ανεβάζουν, άγιο με κατεβάζουν. Εμένα και
τον παπα-Εφραίμ στα Κατουνάκια. Ο παπα-Εφραίμ είναι Άγιος και μεγάλος μάλιστα.
Εγώ τί παλιοσκουριασμένος τενεκές, να πούμε, είμαι, να με ελεήσει ο Θεός …
Ξέρετε, αυτή τη στιγμή στο Άγιον Όρος ζούνε πενήντα άγιοι και μεγάλοι άγιοι.
Αλλά είναι έξυπνοι, όχι σαν και μένα τον βλάκα που βγήκε το όνομά μου και
βλέπετε τί τραβάω καθημερινά» (περίμεναν στις καστανιές να τον συναντήσουν
αρκετές δεκάδες επισκέπτες). «Παρακαλούν, λοιπόν, τον Χριστό μας και του λένε:
Μη μας δοξάσεις εδώ κάτω, κράτα το στεφάνι για την άλλη ζωή. Και ο φιλότεκνος
Πατέρας, να πούμε, ακούει τα φιλότιμα παιδιά Του και τους κάνει την χάρη.
Ξέρετε, όμως; Εμείς εδώ από την ανατολική πλευρά του Όρους έχομε υγρασία και
δεν ευδοκιμεί η αγιότητα τόσο καλά. Γι’ αυτό έχομε μόνο δεκατέσσαρες. Εσείς από
την άλλη μεριά που σας βλέπει περισσότερο ο ήλιος έχετε τριανταέξι» …
Τα λόγια αυτά του πολυπονεμένου και πολυχαρισματούχου οσίου
των ημερών μας κατ’ επανάληψιν τα βεβαιώθηκα εμπειρικά, συναντώντας χωρίς
προγραμματισμό και ειδική έρευνα αγίους και μάλιστα μεγάλων πνευματικών μέτρων.
Βρίσκονται και στα Κοινόβια, βρίσκονται και στην Έρημο. Ποικιλία μορφών και
χαρισμάτων! Το μεγάλο τους και κοινό μυστικό είναι αυτή η επίμονα επιδιωκόμενη
κρυφιότης από εκείνη την εμπορική αίσθηση της αγιότητος που έχομε οι πολλοί,
αλλά και η βαθύτατη ταπείνωση και η χειρότερη εικόνα που έχουν για τον εαυτό
τους – το ελκτικό άλλωστε σημείο της οργιαστικής Χάριτος του Κυρίου.
Τον Λωτ δεν τον πείραξε ο ασφυκτικός σοδομιτικός περίγυρος
να διακριθεί στην τήρηση των εντολών του Θεού. Ούτε τον Μωϋσή επηρέασε η
φαραωνιτική και ειδωλομανούσα Αίγυπτος. Τί, όμως, ωφέλησε τον Γιεζή που ζούσε
κοντά στον προφήτη Ελισαίο ή τους υιούς ‘Ηλεί που «ήσθιον εκ των θυσιών του
ιερού»;
Ακόμη, σε ποιό σημείο βλέπομε να ωφελήθηκε από την τριετή συμβίωσή του
με την περί τον Κύριο δωδεκάριθμη αποστολική χορεία ο άθλιος Ιούδας; Άλλωστε
του τα ψάλλομε κάθε Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς ωστόσο να αισθανόμαστε ότι πολλές
φορές βρισκόμαστε σε παράλληλη μ’ αυτόν πορεία εμείς οι ίδιοι … Καλό είναι να
συναντούμε Αγίους, δύσκολο όμως να τους προσεγγίζουμε όπως αρμόζει.
Η τάση της
«γεροντολαγνείας», όπως ονομάζεται από συγχρόνους μας εκκλησιαστικούς
παράγοντες, δηλαδή το να γυρίζουμε όλη την οικουμένη και να ψάχνουμε για
διορατικούς και φωτισμένους Αγίους, παίρνοντας από όλους συμβουλές και μη
εφαρμόζοντας καμία απ’ αυτές, είναι και πρόβλημα σοβαρό, είναι και αφορμή
κάποιας μορφής αισιοδοξίας. Πρόβλημα παραμένει, αν περιθριγκωθεί(=περιφραχθεί)
από αυτού του είδους την αναζήτηση φτωχής και μη ιάσιμης ανθρωποπαθούς
θαυματουργίας, στα ίδια μέτρα των πολυπληθών απατεώνων μάγων και των γιόγκι.
Αφορμή χαράς
και ελπίδος, γιατί φαίνεται μια ακτίνα αναζητήσεως του τελείου προτύπου στην
πορεία της ζωής μας, οπότε και ο όρος «γεροντολαγνεία» χάνει αμέσως το
περιεχόμενό του, αφού εμπίπταμε στα κανονικά και παραδοσιακά όρια της
απαραίτητης προσωπικής μας σχέσεως με ένα πεπειραμένο και φωτισμένο πνευματικό
οδηγό, απ’ τον οποίο πλησιάζοντάς τον προσδοκούμε βοήθεια για να ξεπλύνουμε τον
ερειπωμένο χιτώνα της ταλαίπωρης ψυχής μας και να βιώσουμε ορθόδοξα και ταπεινά
το μυστήριο της πνευματικής σχέσεως του διδύμου Γέροντας-υποτακτικός.
Στο σημείο πάλι αυτό είναι αναγκαίο να κάνουμε κάποια μικρή
παρατήρηση. Στη προσπάθειά μας να βρούμε «άγιο» πνευματικό καθοδηγητή, αν τα
πνευματικά αισθητήρια μας είναι εισέτι αγύμναστα, μπορεί αντί ποιμένος να
βρεθεί ξαφνικά μπροστά μας λύκος, οπότε σε συνδυασμό με μια διαστρεβλωμένου
τύπου υπακοή που εγγίζει τα όρια από μεν την θέση του «αγίου» πνευματικού της
ψυχαναγκαστικής καταδυναστεύσεως της προσωπικότητος του πιστού, από δε την θέση
του αναζητούντος την επίμονη αίσθηση απολύτου παραιτήσεως από κάθε ανάληψη
προσωπικής του ευθύνης για την περαιτέρω πνευματική του πορεία και τελεία
εγκατάλειψη στη βούληση του πνευματικού, τότε το αποτέλεσμα αυτής της
προσεγγίσεώς του με μακροχρόνιες και πολλές ελπίδες ευρεθέντος «αγίου Γέροντος»
θα είναι καταστρεπτικές για την προσωπικότητα του υποτακτικού. Και έχουμε
πάμπολλα τέτοια παραδείγματα. Δυστυχώς …
Επίσης πρέπει
να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των όρων «υπακοή» και «συμβουλευτική γνώμη».
Διότι η μεν υπακοή, που κατά κόρον ζητούν οι εν τω κόσμω πνευματικοί από τους
κοσμικούς πιστούς, είναι καθαρά μοναχική αρετή, που δίνεται αυτοθέλητα ως
υπόσχεση ενώπιον Θεού και ανθρώπων κατά την διάρκεια της μοναχικής κούρας και
οφείλεται ισοβίως προς τον συγκεκριμένο Γέροντα του μοναχού, η δε συμβουλευτική
γνώμη που δίνει ο κάθε μη μοναχός πνευματικός σε κοσμικούς πιστούς, δεν ενέχει
το στοιχείο της υποχρεωτικής τηρήσεως της συμβουλής, άσχετα αν είναι η σωστή ή
όχι και ως εκ τούτου έχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα και περιεχόμενο.
Στο σημείο αυτό μπλέκονται επικίνδυνα στις μέρες μας οι δύο
όροι και έχουμε περιπτώσεις και νεαρών εγγάμων διακόνων ακόμη που αναλαμβάνουν
ανεύθυνα ρόλο μεγάλου γέροντος και δη και ηλικιωμένων ανθρώπων με συμπεριφορά
απαράδεκτης καταδυνάστευσης του προσώπου. Μάλιστα η τεκμηρίωση του «γεροντικού»
αυτού ρόλου βρίσκει εύκολα υλικό στα πνευματικά βιβλία, που η μελέτη και η
κατανόησή τους απαιτούν ωστόσο κάποιες βασικές γνωστικές προϋποθέσεις και
αφορούν μόνο και μόνο Μοναχούς που υποσχέθηκαν ισόβια υπακοή -όχι υποταγή. Το
αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μία κατάσταση μπερδεμένη και οι άνθρωποι να
ζουν με μια παράξενη και ιδιότυπη πνευματικότητα, φορτωμένοι πέρα από τα
προσωπικά τους προβλήματα και με τις αντιευαγγελικές και ενίοτε και
σχιζοφρενικές εντολές των «φωτισμένων γερόντων», στις οποίες ενίοτε εύκολα
διακρίνεται το ψυχολογικό φαινόμενο της μεταβίβασης. Όσα εμείς δεν τα κάνουμε
από ανικανότητα ή από αίσθηση πνευματικής μεγαλειότητας, τα απαιτούμε από τους
δυστυχείς «υποτακτικούς» μας. Και όταν φθάνουν κάποτε συντετριμμένοι και
απελπισμένοι σε κάποιον νορμάλ πνευματικό, αν ποτέ προλάβουν να φθάσουν, δεν
έχουν την παραμικρή δύναμη επανορθώσεως των όσων γκρεμίστηκαν άπαξ διαπαντός
και τελεσιδίκως μέσα τους …
Στοιχείο επικίνδυνο για τη δημιουργία αγαθών σχέσεων με άγιο
πρόσωπο είναι και η προσπάθεια μιμήσεως εξωτερικών χαρακτηριστικών του, όπως το
ντύσιμο, η ομιλία, το ψάλσιμο, η άσκηση. Η προσπάθεια αυτή, όσο και αν φαντάζει
φυσιολογική, ενέχει μεγάλο κίνδυνο απολυτοποιήσεως αυτών των εξωτερικών
στοιχείων, που ωστόσο δεν αποτελούν αναγκαστικά μέσα ελεύσεως στην καρδιά του
μιμούμενου των χαρισμάτων του Αγίου που θέλει να μιμείται. Άλλωστε δεν είμαστε
όλοι για όλα, ούτε έχομε κοινές τις φυσικές και πνευματικές δυνατότητες
προσλήψεως των αγαθών του Θεού, που με κανένα τρόπο δεν εξαναγκάζεται να μας
αναδείξει αγίους με την υιοθέτηση ξηρών τύπων, έστω και αυτών με τους οποίους
εκφράζονται οι Άγιοι. Εξάλλου άλλο η μοναχική ζωή, άλλο η εν τω κόσμω πορεία.
Ο μακαριστός
Μητροπολίτης Κοζάνης είπε κάτι πολύ σοφό: «Τα των αγίων είναι όλα θαυμαστά και
αξιέπαινα, όχι όμως και αξιομίμητα». Ρήση πατερική, αφού μελετώντας τα
Συναξάρια διαπιστώνομε πόσο διαφορετικοί χαρακτήρες είναι ο κάθε Άγιος από τον
οποιοδήποτε άλλο, κατά το παύλειο «αστήρ αστέρος διαφέρει εν δόξη». Και όμως,
όλοι είναι άγιοι. Και οι Μάρτυρες και οι ασκητές. Και οι ποιμένες στον κόσμο
και οι στυλίτες της ερήμου. Και οι κοινοβιάτες και οι σπηλαιώτες. Και οι άγαμοι
και οι έγγαμοι. Και οι από κοιλίας μητρός ηγιασμένοι και οι εν εσχάτη ώρα
μετανοήσαντες. Ο Φιλάνθρωπος Κύριος όλους μας αγκαλιάζει και μας αποδέχεται,
εξαγιάζοντας τα προσωπικά μας στοιχεία που απαρτίζουν την ιδική μας και
μοναδική ιδιοπροσωπία. Δεν μας μεταποιεί σε άβουλα όργανα.
Δεν νομίζομε
πως το θέμα της προσεγγίσεως των Αγίων τελειώνει εδώ. Άλλωστε, διαβάζοντας τους
Βίους των Αγίων, που είναι ένας άλλος τρόπος προσεγγίσεως του στοιχείου της
Εκκλησιαστικής αγιότητος, μη εμποδιζόμενης από τοπικά ή χρονικά εμπόδια, κάθε
φορά μπορεί να επισημάνουμε κάτι το διαφορετικό, που μέχρι τότε δεν το είχαμε
προσέξει· και μια ασήμαντη φαινομενικά λεπτομέρεια του βίου μπορεί να γίνει
αφορμή συγκλονιστικής επαναδιαχαράξεως της πνευματικής μας πορείας και
αξιολογήσεως των στόχων μας,
Για να
επανέλθουμε στον αρχικό αφορισμό, είναι απολύτως αληθές ότι χρειάζεται πολλή
ταπείνωση, αλλά και ειδικός φωτισμός από τον Τρισάγιο Κύριο να προσεγγίζουμε
οικοδομητικά και όπως πρέπει ένα Άγιο. Άλλωστε δεν είναι μία σμικρογραφία του
απολύτου Αγίου και της πρώτης πηγής της αγιότητος, του Τριαδικού Θεού μας; Όπως
για να πλησιάσουμε σωστικά τον Κύριο, τον εν αγίοις αναπαυόμενον, χρειάζεται να
έχουμε στη ψυχή μας τον αγνό φόβο Του, διότι είναι πυρ καταναλίσκον, μπροστά
στην αίσθηση του οποίου και ο Αβραάμ και ο Ησαΐας και ο Ιώβ εδειλίασαν σφόδρα,
κατά τον ίδιο τρόπο μία απρόσεκτη και ασεβής προσέγγιση ενός Αγίου ανθρώπου
μπορεί να αποβεί θανατηφόρος πνευματικώς εγγισμός, όπως αυτός της Κιβωτού της
Διαθήκης από τον γνωστό Οζά κατά την πανηγυρική επαναμεταφορά της στη Σιών.
Αντί, λοιπόν,
να ψάχνουμε φιλοπερίεργα για Αγίους, προτιμότερο είναι, αλλά και ασφαλέστερο,
να πλησιάζουμε στα Μυστήρια της Αγίας Εκκλησίας μας εν ταπεινώσει και αισθήσει
της παναναξιότητός μας και να ζητούμε αδιαλείπτως το μέγα έλεος του Κυρίου, που
διαχρονικά μας προστάζει «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος Κύριος ο Θεός». Μ’ αυτό
τον τρόπο και οι σύγχρονοι Άγιοι Πατέρες Τον πλησίασαν και έγιναν φωστήρες
λάμψαντες και έως αιώνων μέλλοντες να λάμπουν στο νοητό στερέωμα της Εκκλησίας.
Ζώντες εν σώματι υπήρξαν γνήσιοι φίλοι του Θεού και στήριξαν και παρεκάλεσαν
πλήθη λαού του Κυρίου. Τώρα από τους ουρανούς κατεβάζουν σύννεφα θείων δωρεών
στους πιστούς με τα ποικίλα θαύματα που επιτελούν καθημερινά σε όσους
προσπίπτουν και ζητούν τις ευεργετικές ικεσίες τους προς τον Κύριο ή μελετούν
τις θαυμαστές βιογραφίες τους.
Εν τέλει και ο
Γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής και ο Αμφιλόχιος της Πάτμου και ο Φιλόθεος της Πάρου
και ο Γεώργιος της Σίψας και ο Ιερώνυμος της Αναλήψεως και ο Γερβάσιος των
Πατρών και ο Επιφάνιος των Αθηνών και ο Πορφύριος των Καυσοκαλυβίων και ο
Εφραίμ Κατουνακιώτης και ο Παΐσιος της Παναγούδας και ο Ιάκωβος του Οσίου Δαβίδ
και ο Σωφρόνιος του Έσσεξ και ο παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης και ο Δαμασκηνός του
Μακρινού και ο Γαβριήλ Διονυσιάτης και ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης και ο
Αρσένιος και ό παπα-Χαράλαμπος του γερο-Ιωσήφ και ο Γέροντας Ιουστίνος του
Τσέλιγιε ή ο γερο-Κλεόπας της Ησυχαστρίας και ει τι έτερος … Όλοι υπήρξαν και
είναι Άγιοι και μεγάλοι, αλλά κανείς δεν μοιάζει με κάποιον άλλον. Ο καθένας
έχει το προσωπικό του χρώμα στον άγιο βίο του. Αυτή είναι η αριστοκρατία του
Τρισάγιου Θεού μας!
Μας σέβεται εις το έπακρον και μας αγιάζει ολοτελώς, όταν
παραδοθούμε ταπεινά και χωρίς κρατούμενα στο θέλημά Του, μη περιμένοντας
οποιονδήποτε δουλικό μισθό για τα «κατορθώματα» μας, ούτε φωτοστέφανο δόξης και
αγιότητος, παρά μόνον εκζητούντες με τελωνικό αίσθημα μετανοίας και συντριβής
το μέγα και πλούσιον έλεος της φιλανθρωπίας Του, όπως έκαναν και όλοι οι
φανεροί και αφανείς Άγιοι της Εκκλησίας μας, ων ταις ευχαίς ελεήσαι και σώσαι
ημάς Κύριος ο Θεός. Αμήν.
http://fdathanasiou.wordpress.com
http://oode.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου