Εἰσαγωγή - Περίληψη
Ὁ λόγος αὐτὸς γράφτηκε τὸ φθινόπωρο τοῦ 379 μ.Χ., ὅταν ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ἐπισκέφθηκε τὴν ἀδελφή του Ὁσία Μακρίνα στὸν Πόντο, γιὰ νὰ παρηγορηθεῖ
γιὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ τους Μεγάλου Βασιλείου. Ἡ Μακρίνα ἦταν ἄρρωστη, λίγο
πρὶν τὸ τέλος της, ἀλλὰ εἶχε μαζί του ἕναν ἐνδιαφέροντα διάλογο ποὺ ἔδωσε ἀφορμὴ
νὰ γραφτεῖ ὁ παρὼν λόγος. Τὰ κυριώτερα σημεῖα του εἶναι τὰ ἑξῆς:
Ὁ θάνατος εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα· ὅταν τὸ σῶμα
ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή, τότε ἀποσυντίθεται στὰ στοιχεῖα ποὺ πρὶν τὸ ἀποτελοῦσαν.
Καθένα στοιχεῖο τοῦ σώματος ἐπιστρέφει στὸ φυσικό του στοιχεῖο, ἔτσι ὥστε
κανένα ἐπιμέρους στοιχεῖο δὲν καταστρέφεται πλήρως ἢ δὲν ἐπιστρέφει στὴν ἀνυπαρξία,
καὶ τὸ σῶμα παραμένει μέσα στὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κόσμου (στὸ νερό, τὸν ἀέρα, τὸ χῶμα
καὶ τὸ πῦρ). Αὐτὸ εἶναι ἡ φθορά, δηλαδὴ ἀποσύνθεση καὶ ὄχι καταστροφὴ ἢ
μετάπτωση σὲ κατάσταση ἀνυπαρξίας.
Ἡ ψυχὴ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀποσύνθεση, γιατὶ εἶναι
ἁπλὴ καὶ ἀσύνθετη καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ διασπαστεῖ. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη
καὶ ἐκτείνεται στὴν αἰωνιότητα. Τὸ μόνο ποὺ ἀλλάζει σ᾿ αὐτὴν κατὰ τὸ θάνατο εἶναι
ὁ τρόπος ὑπάρξεώς της. Ἀκόμη καὶ τότε ἡ σχέση της μὲ τὸ φθειρόμενο σῶμα δὲν
διακόπτεται, καὶ ἡ ψυχὴ θὰ μπορέσει νὰ βρεῖ ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ λόγω τῆς
γνωστικῆς της δυνάμεως. Οὔτε ὁ χῶρος (ἀπόσταση) οὔτε ὁ χρόνος ἐμποδίζει τὴν ψυχὴ
νὰ βρεῖ τὰ στοιχεῖα τοῦ σώματος κατὰ τὴν ἀνάσταση.
Αὐτὸ ποὺ περιμένει τοὺς ἀνθρώπους μετὰ θάνατον εἶναι ἡ
κάθαρση, ἡ ἀνανέωση καὶ ἀποκατάσταση τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀνάσταση ὅλων. Ὁ
Δημιουργὸς δὲν θέλει νὰ μείνουμε ἁπλὰ ἔμβρυα. Ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς φύσεώς μας δὲν
εἶναι ἡ κατάσταση τῆς νηπιακῆς ἡλικίας οὔτε οἱ ἑπόμενες ἡλικίες οὔτε ἀκόμη ἡ
καταστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ ἔρχεται μὲ τὸ θάνατο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι μέρος τῆς ὁδοῦ
ποὺ διανύουμε. Τὸ ἔσχατο τέρμα αὐτῆς τῆς κινήσεως εἶναι ἡ ἀποκατάστασή μας στὴν
ἀρχέγονη κατάστασή μας. Ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ἀνάσταση θὰ ἐπιστρέψει στὸ σῶμα. Οἱ
δίκαιες ψυχὲς θὰ δοξασθοῦν, ἀλλὰ οἱ ἁμαρτωλὲς θὰ τιμωρηθοῦν. Ἡ καθαρὴ ψυχὴ θ᾿ ἀπολαύσει
τὴ θέα τοῦ Θεοῦ.
Στὴν ἐποχή μας ἀξίζει νὰ μελετηθεῖ ἰδιαίτερα ὁ λόγος, διότι
θέτει τὸ θέμα τοῦ θανάτου, τὴ φθορὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, τὴν ἀθανασία
τῆς ψυχῆς. Ἡ ὅλη διαπραγμάτευση τοῦ θέματος ὁδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη σὲ πρακτικὰ
συμπεράσματα, ποὺ ἔχουν ἀντίκτυπο στὴν προσαρμογὴ τῆς καθημερινῆς του ζωῆς στὴν
προοπτική της αἰώνιας ζωῆς, δηλαδὴ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Όταν ο μεγάλος μεταξύ των Αγίων Βασίλειος έφυγε από την
παρούσα ζωή
προς το Θεό, αποτέλεσε ο θάνατός του την αφορμή για γενικό
πένθος στις
Εκκλησίες. Ζούσε τότε ακόμη η αδελφή και δασκάλα μου
(Μακρίνα) και πήγα
κοντά της για να μετάσχω μαζί της στη συμφορά του θανάτου
του αδελφού μας.
Η ψυχή μου ήταν πολύ θλιμμένη, επειδή πονούσε γι’ αυτή τη
μεγάλη απώλεια·
ζητούσα κάποιον που θα έχυνε δάκρυα μαζί μου και θα σήκωνε
το ίδιο
βάρος της θλίψεως. Μόλις συναντηθήκαμε, η παρουσία της
δασκάλας μου
αναζωπύρωσε τη θλίψη μου· διότι ήδη και εκείνη υπέφερε από
θανατηφόρα
ασθένεια.
Εκείνη τότε, αφού υποχώρησε, μιμούμενη τους δασκάλους της
ιππικής τέχνης,
και παραδόθηκε μαζί μου στο πάθος της θλίψεως, στη συνέχεια
προσπάθησε
με το λόγο της να με σταματήσει· σαν χαλινάρι χρησιμοποίησε
τη σκέψη της,
για να ηρεμήσει την ταραγμένη ψυχή μου. Ανέφερε το λόγο του
Αποστόλου,
ότι δεν πρέπει να λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους· διότι
αυτό το πάθος
(της λύπης) χαρακτηρίζει μόνον όσους δεν έχουν ελπίδα (στον
Κύριο).
Εγώ τότε, επειδή η θλίψη πλάκωνε την καρδιά μου, είπα: «Πώς
είναι δυνατόν
να το πετύχουν αυτό (να μην λυπούνται) οι άνθρωποι, αφού
όλοι αισθάνονται
φυσική απέχθεια προς το θάνατο; Και δεν μπορούν ν’ αντέξουν
εύκολα στη θέα
αυτών που είναι ετοιμοθάνατοι· αλλά, και όσοι συμβαίνει να
τους πλησιάζει
ο θάνατος, τον αποφεύγουν όσο μπορούν. Ακόμη και οι
ισχύοντες νόμοι
θεωρούν το θάνατο ως τη μεγαλύτερη αδικία και την έσχατη
τιμωρία.
Με ποιό τρόπο, λοιπόν, όταν έλθει ο θάνατος, θα θεωρήσουμε
την αναχώρηση
από την παρούσα ζωή ως ένα τίποτε, έστω και για ένα ξένο
πρόσωπο; Και πολύ
περισσότερο για συγγενικό μας πρόσωπο;.............
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου