Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων
Ἐπιλογὴ - μετάφραση : Γ. Βαλσάμης
- Εἰσαγωγικὸ σημείωμα
- Ὅ,τι ἀκοῦς στὶς θεῖες Γραφές
- Ὁ Ἀρραβώνας
- Αὐτό
- Μοναχός
- Ἀφήνεσαι κι ἀνατέλλεις
- Ἡ δόξα μὲ δαγκώνει
- Καθένας Ἕνας
- Ποιοῦ δάκρυσε ἡ καρδιά;
- Τροφὴ τῶν θηρίων
- Ποτὲ δὲν σταμάτησες
- Παλάτι ἐργάσου
- Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ
- Γιὰ ὅλο τὸν κόσμο
- Δὲν στράφηκα πίσω
- Μ’ ἐγκατέλειψε
- Ἄν
- Σῶμα χωρὶς μάτια
- Nεκροί, ἀπ’ ὅλα ἔξω
- Ὅσοι δὲν θέλουν
- Ἄγνωστο
- Ἡ Πανδαισία
- Ἔφυγα μακριά
- Ἡ σπορά
- Μακαρισμοί
- Μήν ἔρθεις σὲ ἀπόγνωση
1. Εἰσαγωγικὸ σημείωμα
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ ὁ Νέος Θεολόγος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας τὸ 949. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔμαθε τὰ στοιχειώδη γράμματα, καὶ συνέχισε ἀσκούμενος στὴν ταχυγραφία καὶ τὴν καλλιγραφία. Στὸ διάστημα αὐτὸ γνώρισε τὸν γέροντα Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔφερε στὴν πίστη:
“Σ' εὐχαριστῶ, γιατὶ ὅταν πόθησα νὰ δῶ ἕναν ἅγιό σου καὶ μὲ τὴ βοήθειά του νὰ πιστέψω καὶ νὰ βρῶ ἔλεος κοντά σου, ἐσὺ ὄχι μόνο αὐτὸ ἔκανες, ἀγαθέ, καὶ τὸν γνήσιο δοῦλο σου, τὸν μακάριο καὶ ἅγιο Συμεών, μοῦ ἔδειξες μὲ βεβαιότητα, καὶ μοῦ χάρισες νὰ ἀγαπηθῶ ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ μύρια ἄλλα, ποὺ δὲν ἤλπιζα, μοῦ δώρησες ἀγαθά.”
Ἤθελε νὰ γίνει μοναχός, ἀλλὰ ὁ Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς δὲν τὸν ἄφηνε, περιμένοντας νὰ ὡριμάσει μέσα του ἡ κλήση γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ὁ θεῖος του τὸν σύστησε στοὺς γιοὺς τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ τοῦ Β΄. Ὁ Συμεὼν δέχτηκε κρατικὸ ἀξίωμα καὶ ἔγινε μέλος τῆς συγκλήτου, ἀλλὰ καὶ διάβαζε μὲ ζῆλο ἀσκητικὰ κείμενα καὶ προσευχόταν. Ἐπιτέλους, σὲ ἠλικία περίπου 27 ἐτῶν, ὁ γέροντάς του τὸν κάλεσε στὴ μονὴ Στουδίου στὴν ΚΠολη.
Εἶχε περιόδους κούρασης καὶ λιποψυχίας, δαιμονικοὺς φόβους καὶ ἀκόμα σεξουαλικὲς φαντασιώσεις. Ἀντιμετώπισε ἐπίσης τὸν φθόνο ὁρισμένων συνασκητῶν καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ ἡγούμενου, ἀλλὰ καὶ τὴν προσπάθεια τοῦ κατὰ κόσμον πατέρα του νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Τελικὰ ὁ ἡγούμενος κατάφερε νὰ διώξει τὸν Συμεὼν καὶ ὁ γέροντάς του τὸν ἔφερε στὴ γειτονικὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Μάμαντος. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος ὁλοκλήρωσε τὴ δοκιμασία του καὶ ντύθηκε τὸν μοναχικὸ χιτῶνα. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ πέθανε ὁ ἡγούμενος, καὶ μὲ ψῆφο τοῦ πατριάρχη Νικόλαου τοῦ Χρυσοβέργη καὶ τῶν μοναχῶν τοῦ ἁγίου Μάμαντος ὁ Συμεὼν χειροτονεῖται ἱερέας, παρὰ τὴ θέλησή του, καὶ ἀναλαμβάνει τὴν ἡγουμενία.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἔβλεπαν στὴ Λειτουργία καὶ μάλιστα τὴν ὥρα τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς νὰ τὸν σκεπάζει φωτεινὴ νεφέλη. Δὲν χρησιμοποιοῦσε τόσο τὸν λόγο, ὅσο τὸ παράδειγμά του γιὰ νὰ συνετίζει τοὺς μοναχούς. Ὅμως, τὸ περιεχόμενο τῶν κηρυγμάτων του, νὰ θελήσουν οἱ μοναχοὶ ζωντανὴ θεογνωσία ἤδη στὸν βίο αὐτό, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῶν μεγάλων πατέρων, τῶν προφητῶν καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, ἀναστάτωνε τοὺς ράθυμους, ποὺ κάποτε ἐξεγείροντο.
Μεταξὺ τῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι ἔρχονταν ἀπὸ διάφορα μέρη γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν, ἦταν ὁ Ἰταλὸς ἐπίσκοπος Ἱερόθεος, καὶ ὁ μοναχὸς Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος τὸν διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία. Μετὰ ἀπὸ 25 ἔτη διαποίμανσης τῆς μονῆς, ὁ Συμεὼν μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ πατριάρχη Σέργιου, παραιτεῖται ἑκούσια καὶ ὁρίζει ἡγούμενο τὸν Ἀρσένιο, ὥστε νὰ ἀφοσιωθεῖ ὁ ἴδιος στὴν ἡσυχία καὶ τὴ μελέτη.
Ὅταν πέθανε ὁ Συμεὼν ὁ Εὐλαβής, ὁ ἅγιος συνέταξε ἀκολουθία, ἔφτιαξε εἰκόνα του καὶ γιόρταζε ἐτησίως τὴ μνήμη του. Ὁ πατριάρχης τὸν κάλεσε νὰ μάθει σχετικὰ μ' αὐτὰ καὶ χάρηκε. Ὅμως ὁ πρώην ἐπίσκοπος Νικομηδείας Στέφανος, πρωτοσύγγελος τοῦ Πατριαρχείου, ἀντιστάθηκε στὴν πρωτοβουλία τοῦ Συμεών, ἀπὸ φθόνο γιὰ τὴν θεολογικὴ ὑπεροχὴ τοῦ ἁγίου, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε νικηθεῖ σὲ διάφορες συζητήσεις. Ἀρχικὰ ὁ Στέφανος δὲν κατάφερε νὰ πείσει τὸ Πατριαρχεῖο, τοῦ ὁποίου οἱ ἀρχιερεῖς, ἄλλωστε, τιμοῦσαν ἤδη τὸν Συμεὼν τὸν Εὐλαβῆ, ἔχοντας στὴν πράξη ἀποδεχτεῖ τὴν πρωτοβουλία τοῦ Συμεών.
Τέλος ὁ Στέφανος πείθει τὴ Σύνοδο νὰ ἐπανεξετάσει τὸ θέμα. Ὑπὸ τὸ πρόσχημα ὅτι ὁ Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς δὲν εἶχε ἄψογο ἠθικὸ βίο, τὸ θέμα ἔρχεται στὴ Σύνοδο, ὅπου ὁ ἅγιος Συμεὼν ἐξηγεῖ πῶς θεμελιώνεται στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἡ πρωτοβουλία του. Ἀλλὰ ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ καὶ τὴν παρατήρηση τοῦ Πεντζίκη, ὅτι “ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης μέσα στὰ σπλάχνα του, τὸν εἶδαν οἱ μαθητές του μὲ τὰ μάτια τους ὁλοφάνερα, νὰ τὸν μεταρσιώνει σὰ νά 'ταν νεφέλη δακρύων, μέτρα ὁλόκληρα πάνω ἀπ' τὸ ἔδαφος, δὲν μποροῦσε βέβαια νὰ περιμένει ἄδειες γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ λατρεία του. Ἐπεβλήθηκε γενόμενος εἰκόνα ὁ ἴδιος. Ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἱερὰ Εἰκονίσματα, ποὺ ὁ κοινὸς βίος ἀσπάζεται βρίσκοντας παρηγοριὰ καὶ Σωτηρία” (Τὸ μυθιστόρημα τῆς κυρίας Ἔρσης, σ. 178).
Ἐπὶ ἕξι χρόνια τὸν ταλαιπωροῦσε ὁ Στέφανος, ὥσπου τελικὰ ὁ Συμεὼν καταδικάστηκε ἐρήμην σὲ ἐξορία, καὶ μεταφέρθηκε σὲ μιὰ τοποθεσία κοντὰ στὴ Χρυσούπολη τῆς Προποντίδας. Στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ὅπου τὸν ἄφησαν οἱ διῶκτες του, ὑπῆρχε παρεκκλήσι τῆς ἁγίας Μαρίνας ἐρειπωμένο, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε σὲ τοπικὸ ἀξιωματοῦχο. Ὁ ἅγιος ζήτησε νὰ τοῦ παραχωρηθεῖ εἰς προσευχῆς ἐργαστήριον καὶ ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο καὶ ἔκανε μὲ χαρὰ ὁ ἰδιοκτήτης του.
Ἡ ἐξορία του προκάλεσε πλῆθος διαμαρτυριῶν στὴ βασιλεύουσα, καὶ τὸ Πατριαρχεῖο ἀνακάλεσε τὴν ποινὴ καὶ ζήτησε τὴν ἐπιστροφή του, μὲ μόνο ὅρο νὰ μειώσει τὴ λαμπρότητα τῶν ἑορτασμῶν τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, “μέχρις ἂν οἱ φθόνῳ κατὰ σοῦ κινούμενοι ἢ παύσωνται ἢ ἐκ τοῦ βίου καὶ τῆς παρούσης ζωῆς γένωνται καὶ τηνικαῦτα ἔσῃ ποιῶν ὡς ἀρεστόν σοί τε δοκεῖ καὶ Θεῷ”. Ὁ Συμεὼν ἀρνήθηκε καὶ ὁ Πατριάρχης τοῦ ἔδωσε τὸ ἐλεύθερο νὰ κάνει ὅ,τι θέλει.
Μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη παραμονὴ στὴν ΚΠολη, πέρασε πάλι ἀπέναντι, στὸ ἐκκλησάκι τῆς ἁγίας Μαρίνας, τὸ ὁποῖο ἀνακαίνισε χτίζοντας μοναστήρι μὲ τὴ βοήθεια τῶν μαθητῶν του. Τὴν περίοδο αὐτὴ ἔγραψε τοὺς Ὕμνους Θείων Ἐρώτων καὶ πολλὲς ὁμιλίες. Οἱ βασανισμοὶ δὲν σταμάτησαν. Γείτονες τοῦ μοναστηριοῦ τὸν ἐξύβριζαν καὶ ἀκόμη χειροδικοῦσαν ἢ καὶ τὸν λιθοβολοῦσαν. Ὁ βιογράφος του Νικήτας Στηθάτος ἀναφέρει ἐπίσης πολλὰ θαύματα τοῦ ἁγίου, μεγαλύτερο ὅμως ἀπ' ὅλα θεωρεῖ τὴν ἴδια τὴ σκέψη του.
Ὁ Συμεὼν κοιμήθηκε γύρω στὰ 1022 μετὰ ἀπὸ βασανιστικὴ μάχη μὲ τὴν ἀσθένεια τῆς δυσεντερίας. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 12 Μαρτίου, ἡ δὲ ὀνομασία Νέος Θεολόγος, μὲ τὴν ὁποία τὸν τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας, σημαίνει τὴν ὑπεροχικὴ γνώση του, ἡ ὁποία τὸν κατατάσσει στὴν ἴδια κορυφὴ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο.
*
Στὶς σελίδες αὐτὲς ἀνθολογοῦνται καὶ ἀποδίδονται στὰ νέα ἑλληνικὰ 22 Ὕμνοι, μαζὶ μὲ δύο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς Ὁμιλίες (ἀντὶ προλόγου καὶ ἐπιλόγου) καὶ ἐπίσης μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τοὺς Μακαρισμούς (δέκατος Ἠθικός). Δὲν δημοσιεύω τὸ ἀρχαῖο κείμενο, γιατὶ ὑπάρχει σὲ ἄλλη σελίδα, πλῆρες, ἀπ' ὅπου μπορεῖ κανείς, χρησιμοποιῶντας τὴν ἀρίθμηση, νὰ ἐντοπίσει τὰ ἐδῶ ἀνθολογούμενα καὶ νὰ παραβάλει τὴ μετάφραση μὲ τὸ πρωτότυπο. Ἔργα τοῦ ἁγίου Συμεὼν (ἀρχαῖο κείμενο καὶ μετάφραση στὰ Ἀγγλικά) ὑπάρχουν ἐπίσης στὴν Ἀνθολογία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λόγου, τὴν ὁποία δημοσιεύει ὁ Ἐλπήνωρ.
2. Ὅ,τι ἀκοῦς στὶς θεῖες Γραφές
ΤΗΝ ΩΡΑ ποὺ ἀνερχόμαστε στὸ τελειότερο, ὁ ἀόρατος καὶ ἄμορφος δὲν ἔρχεται πιὰ χωρὶς μορφὴ καὶ ὄψη, δὲν συνεχίζει νὰ ἐργάζεται μὲ τὴ σιωπὴ τὴν παρουσία καὶ τὸν ἐρχομὸ τοῦ θείου Φωτός, φανερώνει σὲ κάποια μυστικὴ καὶ μοναδικὴ ὅραση τὴ θεία Μορφή.
Δὲν φανερώνεται σὲ κάποιο σχῆμα ἢ ἐκτύπωμα ὁ Θεός. Ἁπλό, σὲ ἀκατάληπτη, ἀπερίγραπτη καὶ ἄμορφη Μορφὴ τὸ Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Τίποτα περισσότερο δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ἢ νὰ ἐξηγήσουμε : τώρα πιὰ ἐμφανίζεται καθαρά, γνωρίζεται μὲ ὑπερβολή, ἀόρατα μέσα σὲ τρανὴ Ὅραση ὁ ἀόρατος μιλάει καὶ ἀκούει, καὶ ὅπως ἕνας φίλος, πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν φίλο του, ἔτσι μόνο μιλάει ὁ Θεός.
Μιλάει Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴ θεία φύση, μὲ ὅσους χάρισε ὁ ἴδιος νὰ γίνουν Θεοί. Τοὺς ἀγαπάει ὅπως πατέρας, καὶ πάλι τὰ παιδιά Του ἔχουν γι' Αὐτὸν ἀγάπη θερμή, ὑπερβολική. Τοὺς γίνεται παράξενη ὅραση καὶ πιὸ φρικτὸ ἄκουσμα, δὲν μποροῦν νὰ τὸ ποῦν, μειώνεται ἡ ἀξία του, οὔτε πάλι ἀνέχονται ν’ ἀποσιωπήσουν, ἀνάβουν μὲ τὸν πόθο Του μέρα τὴ μέρα, καὶ μ’ ἕνα μυστικὸ τρόπο γεμίζει μέσα τους ἡ φωνή Του.
Πότε γράφουν τὴν ὀδύνη τους γιὰ τὰ πάθη ἄλλων, πότε τὰ δικά τους λάθη ἐπιδεικνύουν σ’ ὅλους. Ἄλλοτε ἀφηγοῦνται χαρούμενοι τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς ἐνέργειες τῆς θείας Χάρης ποὺ τοὺς ἔγιναν, καὶ τότε ἀνυμνοῦν θεολογικὰ Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ἄλλαξε καὶ τοὺς ἐργάστηκε Θεούς. Ἄλλοτε, ἂν συμβεῖ ν’ ἀκούσουν κάτι νὰ λέγεται ἀντίθετο ἢ λαθεμένο γιὰ τὴν ψυχικὴ σωτηρία μας, τὸ διορθώνουν, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς γνώσης ποὺ τοὺς δόθηκε, τὸ ἀνακοινώνουν παρέχοντας τὶς μαρτυρίες τῶν θείων Γραφῶν.
Εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ σταματήσουν ἢ νὰ κουραστοῦν ν’ ἀφηγοῦνται, γιατὶ δὲν ἀνήκουν στὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ στὸ μέσα τους ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό τοὺς κινεῖ, καὶ τὸ ἴδιο κινεῖται ἀπ’ αὐτούς, γίνεται σ’ αὐτοὺς ὅ,τι ἀκοῦς νὰ λέγεται στὶς θεῖες Γραφὲς γιὰ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν – Μαργαριτάρι, Κόκκος Σινάπεως, Ζύμη, Νερό, Φωτιά, Ψωμί, Ποτὸ Ζωῆς, Πηγὴ Ζωντανὴ ποὺ ἀναβλύζει —ρέει ποταμοὺς λόγων τοῦ Πνεύματος, λόγων τῆς θείας Ζωῆς— Λαμπάδα, Κλίνη, Γαμήλιος Θάλαμος, Νυμφῶνας, Νυμφίος, Φίλος, Ἀδελφὸς καὶ Πατέρας.
Τί σημασία ἔχει νὰ λέω πολλά, νὰ προσπαθῶ νὰ τὰ διατρέξω ὅλα, καὶ νά, εἶναι ἀναρίθμητα! Αὐτὰ ποὺ μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε, δὲν ἀνέβηκαν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ γλῶσσα πῶς νὰ τὰ μετρήσει, πῶς νὰ τ’ ἀφηγηθεῖ ὅλα καὶ νὰ τὰ μιλήσει καλά; Ἂν κι ὅλα, χάρη στὸν Θεὸ ποὺ τὰ χαρίζει, τὰ ἔχουμε ἀποκτήσει καὶ τὰ περιέχουμε μέσα μας, νὰ τὰ μετρήσουμε ὅμως μὲ τὸν λογισμὸ καὶ νὰ τὰ ἐξηγήσουμε, δὲν μποροῦμε καθόλου.
[ἀπὸ τὴν 35η Κατήχηση]
3. Ὁ Ἀρραβώνας
ΤΩΡΑ ΔΑ, σκοτάδι στὴν καρδιά μου κι ἀνέτειλες Ἐσύ.
Ἔδειξες θαύματα ποὺ ὀφθαλμοὶ δὲν ἔχουν δεῖ.
Καὶ σὲ μένα κατέβηκες, τὸν πιὸ τελευταῖο ἀπ’ ὅλους,
Μ’ ἔκανες μαθητή Σου καὶ γιὸ Ἀπόστολου,
κι ἂς μὲ κρατοῦσε φοβερὸς
ὁ δράκος, ὁ θάνατος τῶν θνητῶν,
ὣς τώρα νὰ ἐργάζομαι κάθε ἁμαρτία.
Στὸν ἅδη ἔλαμψες ὁ προαιώνιος ἥλιος,
ὕστερα φώτισες καὶ τὴ δική μου ψυχὴ στὰ σκοτάδια της,
μοῦ χάρισες μέρα χωρὶς δύση,
αὐτὸ ποὺ δὲν πιστεύουν, μόνο ὅσοι τεμπέληδες εἶναι καὶ ἀδιάφοροι, νομίζω.
Τὴ φτώχια ποὺ ἔχω μέσα μου πλημμύρισες μὲ τὸ Ἀγαθὸ ὁλόκληρο.
Ἐσὺ ποὺ ἔκανες αὐτά, ὁ ἴδιος στεῖλε δῶρο Σου τὰ λόγια μου, δῶσε τὶς λέξεις,
νὰ πῶ σὲ ὅλους τὰ θαυμάσιά Σου,
ὅλα ὅσα κάνεις σήμερα μὲ τοὺς δούλους Σου,
κι ὅσοι δὲν νοιάζονται νὰ μάθουν, ἀλλὰ κοιμῶνται στὰ σκοτάδια,
καὶ λένε, ‘νὰ σωθοῦν ἀδύνατο ὅσοι ἔχουν ἁμαρτίες’,
ἂς πάρουν Ἔλεος κι αὐτοὶ ὅπως ὁ Πέτρος
καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, Ἅγιοι, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι,
ἔτσι κι αὐτοί, ἂς μάθουν : δὲν εἶναι ἀδύνατο, οὔτε κἂν δύσκολο,
γιὰ τὴ δική Σου ἀγαθότητα, καί ἦταν καί εἶναι καί θὰ εἶναι εὔκολο!
Ὅσοι νομίζουν ὅτι Σ’ ἔχουν, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου,
λένε ὅμως δὲν Σὲ βλέπουν, δὲν εἶναι ὁ βίος τους μέσα στὸ Φῶς,
ἡ λάμψη Σου δὲν τοὺς κυκλώνει, καθαρὰ δὲν Σὲ κοιτάζουν καὶ ἀδιάκοπα, Σωτήρα,
ἂς μάθουν : στὴ σκέψη τους ποτὲ δὲν ἔλλαμψες,
τὸ σπίτι Σου στὴ βρώμικη ψυχή τους δὲν τὸ ἔφτιαξες,
μάταια ἐπιχαίρουν, κενὲς οἱ ἐλπίδες,
ὅσοι νομίζουν μετὰ θάνατον, τάχα, θὰ δοῦν τὸ Φῶς Σου.
Εἶναι τώρα ὁ Ἀρραβώνας, ἀπὸ Σένα πάντως τώρα ἐδῶ, Σωτήρα,
χαράζεται ἡ Σφραγίδα Σου στὰ πρόβατά Σου.
Καθένα κλείνει ὁ θάνατός του.
Στὸ τέλος καὶ μετά, ὅλοι τὸ ἴδιο ἄπραγοι,
οὔτε κακὸ οὔτε καλὸ κανείς δὲν ἔχει δύναμη νὰ κάνει τότε,
Σωτήρα μου, εἶναι βέβαιο, ὅπως βρεθεῖ καθένας, ἔτσι θὰ μείνει.
Κύριε, μὲ φοβίζει αὐτό, μὲ κάνει καὶ τρέμω αὐτό,
τὶς αἰσθήσεις μου ὅλες τὶς λιώνει αὐτό.
Ἂν πεθάνει ἕνας τυφλὸς καὶ διαβεῖ ἐκεῖ,
τὸν ἥλιο αὐτὸ πιὰ δὲν θὰ δοῦν τὰ μάτια του,
ἀκόμη κι ἂν τὸ φῶς του πάλι βρεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση.
Ἔτσι ὅποιος στὸν νοῦ εἶναι τυφλός : ἂν πεθάνει,
τὸν νοητὸ ἥλιο, Θεέ μου, Ἐσένα, δὲν πρόκειται νὰ δεῖ,
μὰ ἀπὸ σκοτάδι βγαίνοντας σὲ σκοτάδι θὰ πάει,
καὶ στοὺς αἰῶνες χωρισμένος θὰ εἶναι ἀπὸ Σένα.
Κανένας Κύριέ μου, σὲ Σένα ὅποιος πιστεύει,
στὸ δικό Σου ὄνομα ὅποιος βαφτίστηκε, δὲν θ’ ἀντέξει
τὸ μεγάλο βάρος καὶ φρικτὸ τοῦ χωρισμοῦ Σου, Εὔσπλαχνε.
Εἶναι ἡ λύπη αὐτὴ φοβερή,
φρικτή, ἀβάσταχτη, αἰώνια θλίψη.
Σωτήρα, τί χειρότερο νὰ πάθει ἀπ’ τὸν χωρισμό Σου;
Ποιά ὀδύνη μεγαλύτερη, ἂν χάσει τὴ ζωή,
νὰ ὑπάρχει γιὰ πάντα ὅπως νεκρός, στερημένος ἀπ’ τὴ ζωή,
καὶ μαζὶ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τὸ ἴδιο νὰ στερεῖται;
Ἀπὸ σένα φεύγοντας, ἀπὸ κάθε καλὸ φεύγει καὶ τὸ στερεῖται.
Δὲν θὰ εἶναι τότε ὅπως στὴ γῆ αὐτή,
γιατὶ ὅσοι τώρα δὲν Σὲ γνώρισαν,
ἀπόλαυση ἔχουν μιὰ σωματική, ἐδῶ,
μιὰ τρυφή, σκιρτώντας ὅπως ἄλογα.
Ὅσα χαρίζεις δὲν τὰ ἔχουν
παρὰ μόνο τὴ ζωούλα τους νὰ κάνουν
κι αὐτὰ μόνα βλέποντας, νομίζουν τὸ ἴδιο θὰ εἶναι ἐκεῖ
μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ βίου.
Στραβὰ λογαριάζουν, στραβὰ ζυγιάζουν
ποὺ λένε πὼς δὲν εἶναι μαζί Σου, κι ὅμως ἔχουν τὴν ἄνεσή τους,
τόπο ἑτοιμάζοντας κάποιο —τέτοια βλακεία!—
μακριὰ ἀπ’ τὸ Φῶς, κι ὅμως χωρὶς σκοτάδι
ἀπ’ τὴ Βασιλεία Σου ἔξω, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὴ γέεννα
ἀπ’ τὸν Νυμφῶνα πολὺ μακριά, κι ἀπ’ τῆς δικαιοσύνης τὴ φωτιὰ ἐπίσης,
ὅπου νὰ καταλήξουν θέλουν, οἱ ταλαίπωροι,
καὶ λένε, δὲν Σὲ χρειάζονται, αἰώνια Δόξα
καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἔχουν τὴν ἄνεσή τους!
Τὸ σκοτάδι τοὺς κυριεύει, ἡ ἄγνοια,
ἡ ταλαιπωρία, ἀλίμονο, οἱ κούφιες ἐλπίδες.
Πουθενὰ δὲν ἔχει γραφεῖ αὐτὸ οὔτε θὰ ὑπάρχει… Χριστέ, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἡ γῆ τῶν πράων, Ἐσύ εἶσαι.
Ἐσύ ὁ παράδεισος μὲ τὶς φυλλωσιές,
ὁ θεῖος νυμφῶνας, ὁ ἀνείπωτος γαμήλιος θάλαμος,
Ἐσύ τραπέζι γιὰ ὅλους, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, παράξενο νερό,
καί τὸ ποτήρι καί τὸ νερὸ τῆς ζωῆς, Ἐσύ εἶσαι,
Ἐσύ καὶ ἡ λαμπάδα ἡ ἀναμμένη στοὺς αἰῶνες γιὰ τοὺς ἅγιους,
Ἐσύ καὶ χιτῶνας καὶ στέφανος, κι ὁ ἴδιος μοιράζεις τοὺς στεφάνους,
Ἐσύ ὁ ἴδιος ἡ χαρά, ἡ ἄνεση, ἡ τρυφὴ καὶ ἡ δόξα,
Ἐσύ ἡ ἀγαλλίαση, Ἐσύ ἡ εὐφροσύνη.
Ὅπως ἥλιος θὰ λάμψει, Θεέ μου, ἡ Χάρη
τοῦ πανάγιου Πνεύματος σ’ ὅλους τοὺς ἅγιους,
ἀνάμεσά τους θὰ λάμψεις ὁ ἀπρόσιτος ἥλιος,
καθένας μέσα του, ὅλοι, τὴ λάμψη Σου θὰ ἔχουν,
ὅση εἶναι ἡ πίστη τους, τὰ ἔργα τους, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη τους,
ὅσο ἔχουν καθαρίσει, ὅσο φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα Σου.
Θεέ, μόνε μακρόθυμε, ποὺ ὅλα διακρίνεις,
θὰ τοὺς ὁρίσεις μονὲς διάφορες καὶ τόπους,
τὰ μέτρα τῆς λαμπρότητας, τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης,
τῆς ὅρασής Σου, τὸ πόση θὰ τοὺς εἶναι
ἡ δόξα τῆς μεγαλωσύνης Σου, ἡ τρυφὴ καὶ τὸ κλέος,
σὲ μοιρασιὰ οἴκων, παράξενων διαμονῶν.
Ἐκεῖ σκηνὲς διάφορες, οἴκοι πολλοί,
στολὲς ὁλόφωτες πλήθους ἀξιωμάτων,
στέφανοι παμποίκιλοι, πετράδια καὶ μαργαριτάρια,
ἄνθη ἄφθαρτα μὲ παράξενη ὀμορφιά.
Ἐκεῖ κλίνες, στρώματα, τραπέζια, θρόνοι,
καὶ τὸ μεγάλο, τὸ πιὸ ἡδονικό, ἡ μεγάλη τρυφή,
ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι, ὅτι Ἐσένα θὰ βλέπουν καὶ μόνο. …
Στὸ πρόσωπό Σου μαζὶ θὰ κατοικοῦν οἱ εὐθεῖς.
Στὴν εὐθύτητα μέσα τῆς καρδιᾶς τους ἔχεις πάρει Μορφή,
κατοικοῦν μὲ τὴ Μορφή Σου μέσα Σου, Χριστέ μου.
Εἶναι θαυμαστό, παράδοξο δῶρο καλωσύνης!
Στὴ Μορφὴ τοῦ Θεοῦ νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι,
νὰ πάρει μέσα τους Μορφή, αὐτὸς ποὺ δὲν τὸν χωράει τὸ σύμπαν,
ὁ ἀναλλοίωτος Θεός, μὲ ἀναλλοίωτη φύση.
Θέλει σὲ ὅλους τοὺς ἄξιους νὰ κατοικεῖ
Ὁλόκληρο νὰ ἔχει μέσα του καθένας τὸν Βασιλιᾶ,
τὴν ἴδια τὴ Βασιλεία καὶ ὅλα τὰ δικά της,
καὶ νὰ λάμπουν, ὅπως ἔλαμψε ὁ Θεός μου ὅταν ἀναστήθηκε.
Πάνω ἀπ’ τὶς βολὲς τοῦ ἥλιου αὐτοῦ ποὺ βλέπουμε,
ἔχουν ἔτσι σταθεῖ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς δόξασε,
ἔκθαμβοι, ἔχουν τὴ διαμονή τους στὴ μεγάλη δόξα,
στὸ μεγάλωμα χωρὶς τέλος τῆς θείας λαμπρότητας,
γιατὶ δὲν παύει, στοὺς αἰῶνες, ἡ προκοπή. …
Τὸ πλήρωμά Του καὶ ἡ δόξα τοῦ Φωτὸς
θὰ εἶναι ἄβυσσος τῆς προκοπῆς : χωρὶς τέλος ἀρχή,
κι ὅπως μέσα τους Μορφὴ θὰ ἔχει πάρει ὁ Χριστός,
στὸν ἴδιο Αὐτὸν θὰ στέκονται ποὺ ἀπρόσιτα θὰ λάμπει, κι ἔτσι
τὸ τέλος μέσα τους γίνεται ἀρχὴ τῆς δόξας,
καὶ πιὸ καθαρὰ γιὰ νὰ στὸ πῶ,
στὸ τέλος θὰ ἔχουν τὴν ἀρχὴ καὶ στὴν ἀρχὴ τὸ τέλος. …
Ἀλλὰ ὅσοι πέφτουν ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπορῶ, ποῦ θὰ σταθοῦν,
ἔχοντας βρεθεῖ μακριὰ ἀπ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι παντοῦ;
Ἀδέλφια, ἡ ἀπορία μου εἶναι γεμάτη, πραγματικά, μεγάλη φρίκη,
χρειάζεται λογισμὸ νοῦ φωτισμένου
νὰ καταλάβει αὐτὸ κανεὶς σωστά,
νὰ μὴ ξεπέσει σὲ σφάλμα κι ἀθετήσει τὰ λόγια τοῦ ἅγιου Πνεύματος.
Μέσα βέβαια στὸ πᾶν θὰ ὑπάρχουν κι αὐτοί,
ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸ ἅγιο Φῶς καὶ στ’ ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὅπως οἱ τυφλοὶ ὅταν λάμπει ὁ ἥλιος,
κι ἂν ὁλόκληροι δέχονται φῶς, ὅμως ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς ἡ ζωή τους,
χωρισμένοι ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὅρασή του,
ἔτσι εἶναι στὰ πάντα τὸ θεῖο Φῶς τῆς Τριάδας.
Ἂν καὶ μέσα Του βρίσκονται ὅλοι,
ὅσοι ἔμειναν στὴν ἁμαρτία τους, σὲ σκοτάδι φυλακίστηκαν,
χωρὶς νὰ βλέπουν, χωρὶς καμμιὰ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχουν,
καιγόμενοι στὴ συνείδησή τους,
κατακρινόμενοι, τὴ θλίψη καὶ τὴν ὀδύνη
ἀπερίγραπτη θὰ ἔχουν στοὺς αἰῶνες.
[Ὕμνος Α’, στ. 46-115, 132-159, 165-180, 184-190, 215-231]
για τη συνέχεια κλικ εδώ
όλο το έργο εδώ
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου