Ιωάννου του Γεωμέτρη
Η Μητέρα του Θεού λοιπόν έδειξε στους Αποστόλους, που ήδη το γνώριζαν, το σύμβολο της αναχωρήσεώς της, το φοίνικα, τους μετέδωσε επίσης ευλογία και ανάλογη παρηγοριά και αφού τους μίλησε για την έξοδο της και τους προθυμοποίησε για το κήρυγμα, τους είπε με λίγα λόγια ολόκληρη την οικονομία της αποστολής τους. Έπειτα ασπάσθηκε τον Πέτρο και τους άλλους Αποστόλους, “χαίρετε”, λέγοντας, “τέκνα και φίλοι και μαθηταί του Υιού και Θεού μου και να αισθάνεστε ευτυχείς, που αξιωθήκατε τέτοιο δάσκαλο και Δεσπότη και να υπηρετείτε τέτοια μυστήρια και να μετέχετε των διωγμών και των παθημάτων του, για να γίνετε κοινωνοί της δόξας και της Βασιλείας Του”.
Αφού τους μίλησε για τα τελευταία γεγονότα, τους ζήτησε να ψάλλουν τους επιτάφιους ύμνους, ενώ Εκείνη άρχισε τις προς τον Θεό ευχαριστίες της.
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
«Σε ευλογώ”, έλεγε, “Δέσποτα και Θεέ και Υιέ του Θεού του προανάρχου σου Πατρός και δικέ μου υιέ, της δούλης σου, για την φιλανθρωπία σου. Σε ευλογώ, που μας λύτρωσες από την κατάρα και μας έδωσες την ευλογία. Σε ευλογώ τον αίτιο όλων των αγαθών μας, της ζωής, του φωτός, της ειρήνης, της δυνατότητας να γνωρίσουμε τον Πατέρα σου και το συνάναρχό σου και ζωοποιό Πνεύμα. Σε ευλογώ Λόγε, που ευλόγησες την κοιλιά μου κατοικώντας σ’ αύτη με ανέκφραστο τρόπο. Σε ευλογώ, που με τέτοιο τρόπο μας αγάπησες ώστε και για μας να σταυρωθείς και να πεθάνεις. Σε ευλογώ, που κατέστησες μακάρια την κοιλιά μου και πιστεύω ότι θα εκπληρωθούν και όλα τα άλλα, για τα οποία μου έχεις μιλήσει».
Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Μετά από αυτά τα λόγια ακολούθησε αμέσως η παράδοξη κάθοδος του Υιού της που συνοδευόταν από τους Προφήτες, τους Πατριάρχες και όλους τους Δικαίους. Μπροστά πήγαιναν οι Άγγελοι και Αρχάγγελοι και όλες οι υπόλοιπες Αγγελικές δυνάμεις. Τότε ο αέρας και ολόκληρο το σπίτι γέμισε. Όλα εκείνα που η Παρθένος προγνώριζε, τότε τα έβλεπε μπροστά της, ενώ οι άλλοι έβλεπαν μέρος από αυτά τα θαυμάσια, ο καθένας ανάλογα με την αγιότητά του. Έτσι η δεύτερη κατάβαση έγινε ενδοξότερη και φρικωδέστερη της πρώτης, και προφανεστέρα για όσους είχαν όραση πνευματική. Δεν ήσαν μόνον παρόντα τα κατώτερα αγγελικά τάγματα και δυνάμεις, αλλά και αυτά ακόμη τα Σεραφείμ και τα Χερουβείμ και οι Θρόνοι παρευρίσκονταν με φόβο, ιεραρχικά σύμφωνα με την τάξη τους. Έβλεπαν με φόβο όχι μικρότερο (ίσως μεγαλύτερο θα έλεγα, αν επιτρεπόταν), γεμάτοι έκπληξη για την δεύτερη κένωση και συγκατάβασή του. Ό,τι έγινε άλλοτε για χάρη ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους, τώρα για μία μόνο ψυχή, για μία μόνον γυναίκα γινόταν ένα τέτοιο θαύμα.
Η συνοδεία ήταν λαμπρή και πολυάριθμη, όπως άρμοζε για την άφιξη του Δεσπότη και την αναχώρηση της Δέσποινας, αλλά η θέαση αυτών που γίνονταν, όπως ήδη είπα, γινόταν μόνον από τους καθαρούς, αν και η παρουσία του Δεσπότη ήταν ακατανόητη και σ’ αυτούς τους Μαθητές και Αποστόλους που ήσαν γεμάτοι από τη δύναμη της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που κατοικούσε μέσα τους. Παρευρισκόταν εκεί ο Χριστός με σώμα και μορφή πλήρως θεωμένη, λαμπρότερη της αστραπής και της λάμψεώς της, από ότι στο Θαβώρ, αλλά μικρότερη της φυσικής της λαμπρότητας ενώ οι Απόστολοι ήσαν σαν νεκροί. Ο Κύριος αμέσως τους λέγει, “ειρήνη υμίν”, όπως άλλοτε όταν «εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων», στο ίδιο σπίτι που μαζεύτηκαν και τότε και τώρα, το σπίτι του Ιωάννη. Τότε συγκεντρώθηκαν για τον φόβο των Ιουδαίων. Σήμερα τους συγκέντρωσε αυτή που γέννησε τον Κύριο, η οποία και κατοικούσε σ’ αυτό με τον αγαπημένο και παρθένο μαθητή του, το δεύτερο και θετό υιό της.
Ακούοντας οι Μαθητές αυτήν τη γλυκειά, την ήρεμη και γνώριμη φωνή, πήραν θάρρος στο σώμα και στη ψυχή και, όσο τους ήταν δυνατό, ύψωσαν τα μάτια τους προς τον ήλιο, την ώρα που Εκείνος χαμήλωνε λίγο τη λαμπρότητα της ανατολής του και τους περιέλαμπε με μικρότερο φωτισμό.
Αλλά ας σταθούμε λίγο στα επιθανάτια της Παρθένου. Η ψυχή της βρίσκεται σε μία μεγάλη συγκίνηση και σχεδόν σκιρτά και προφθάνει ασυγκράτητη και τρέχει να απομακρυνθεί από το σώμα ώστε το γρηγορότερο να βρεθεί με τον Υιό της και να προσπέσει στα χέρια του και να αναχώρησει μαζί του. Πώς ήταν δυνατό να υπομείνει αυτή τη χαρά, όπως τη λύπη τον καιρό του Πάθους, και πώς εμείς να μην επιθυμούμε να πούμε πως αυτή δεν πέθανε, αν και δεν το λέμε αυτό, για να μην πούμε πρωτάκουστα διδάγματα.
Δάκρυσε, και πάλι έγινε ανώτερη των δακρύων από τη μεγάλη ευτυχία και το παράδοξο θέαμα, όταν είδε με σώμα εκείνον, που λίγο παλιότερα τον είδε να σύρεται, να καθυβρίζεται και να κτυπιέται, ενώ περιβαλλόταν από τόσες μυριάδες Αγγέλων, από τόση λαμπρότητα και τόση δόξα. Έβλεπε το πρόσωπο και τη μορφή εκείνου, που άλλοτε τον κορόιδευαν και τον έφτυναν, που ήταν ντυμένος την κόκκινη χλαίνα της ντροπής, να περιβάλλεται τώρα με τόση αξία και λαμπρότητα. Αυτόν που δεν είχε ούτε είδος ούτε ομορφιά, τώρα να αστράφτει από την ομορφιά της θεότητάς του. Έβλεπε τον άλλοτε νεκρό που καταδικάστηκε σαν αντίθεος, Θεό και Βασιλέα και Κριτή των πάντων, αθάνατο και ανίκητο. Ω, πώς ζούσε και πάλι μέσα στις αντιθέσεις, όπως τον καιρό της Σταυρώσεως. Το όραμα τη γέμιζε ευφροσύνη, χαιρόταν υπερβολικά η ψυχή της, αλλά συστελλόταν επειδή αναχωρούσε προς εκείνη τη δόξα και λαμπρότητα.
Τώρα πλέον δοξολογούσε περισσότερο από πριν εκείνον που την δόξασε. Προσευχόταν για τους Αποστόλους και για όλους τους παρόντες, ικέτευε για τους πιστούς όλης της γης ή μάλλον για όλο τον κόσμο και αυτών ακόμη των εχθρών και των σταυρωτών. Ζητούσε να λάβει από το Δεσπότη κάποιο λόγο ή κάποιο σημείο ως εγγύηση της σωτηρίας τους, απλώνοντας ικετευτικά τα χέρια εκείνα με τα όποια τον αγκάλιαζε, κινώντας τη γλώσσα και τα χείλη με τα οποία τον ασπαζόταν, θυμίζοντας τον θηλασμό του, και κλαίοντας από ευτυχία, έκαμε το παν, λέγοντας αποχαιρετιστήριους λόγους και προσευχές. Τότε αρχίζουν την υμνωδία οι Άγγελοι και όλοι μένουν ακίνητοι και εκστατικοί, όχι από φόβο αλλά από χαρά. Οι Απόστολοι αντιφωνούν με τη δική τους ψαλμωδία, και έτσι, περνώντας από το πανάγιο στόμα η υπεραγία ψυχή της, σαν σε ύπνο, παραδίδεται στον Υιόν της, ξεφεύγοντας τους πόνους του θανάτου, όπως τους διέφυγε και κατά την γέννηση ή μάλλον με την ίδια και μεγαλύτερη χαρά και όπως τότε, όταν ανέκφραστα γεννιόταν απ’ αυτή ο Υιός και Θεός της, και τώρα που αυτή πήγαινε προς τον Θεό, ο οποίος βρισκόταν μπροστά της όχι μόνο νοερά αλλά και αισθητά.
Αμέσως, όλοι οι Άγγελοι άρχισαν να ψάλλουν, και μετά του πνεύματος μεν έβγαινε κάποια άφθονη και ανεξήγητη ευωδία, ενώ το σώμα περιβαλλόταν από πλούσιο και απλησίαστο φως, ώστε και ο αέρας γέμισε από ήχους και άσματα, περισσότερο όμως από την ευχάριστη ευωδία, το δε σώμα ακτινοβολούσε από παντού, ώστε να γίνεται κάπως αθέατο. Έτσι λοιπόν διαμοιράζονται την Παρθένο, οι μαθητές και ο Διδάσκαλος, τα επίγεια και τα ουράνια, όπως και μετά από λίγο ο ουρανός και ο παράδεισος. Ο Κύριος και τα γύρω από αυτόν λειτουργικά πνεύματα πήραν τη ψυχή, ενώ οι μαθητές το σώμα.
πηγή: απόσπασμα από το βιβλίο «Ο βίος της Παναγίας», έκδοσις Ι.Μ. Χρυσοποδαριτίσσης Πατρών
http://vatopaidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου