Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Την 11η Ιουλίου 1993 κοιμήθηκε ο ηγιασμένος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ιδρυτής και πνευματικός της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου Essex Αγγλίας.
Με την ευκαιρία της επετείου της κοιμήσεώς του, δημοσιεύουμε κατωτέρω, όπως άλλωστε είχαμε υποσχεθή, το δεύτερο μέρος της ομιλίας του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ιεροθέου στην αίθουσα της Χριστιανικής Στέγης Πατρών στα πλαίσια των «Πρωτοκλητείων» που είχε θέμα «Ο χαρισματούχος Γέροντας Σωφρόνιος» (βλ. τ. 115 Ε.Π.)
Επειδή η μέχρι τώρα ανάλυση μπορεί να ήταν κουραστική, θα προσπαθήσω τώρα να σας ξεκουράσω λίγο, παρουσιάζοντας μια καθημερινή και προσωπική επικοινωνία που είχε ο καθένας, όπως είχα και εγώ, με τον Γέροντα, όταν τον συναντούσε.
Υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο θα κάνω αυτήν την παρουσίαση. Πιθανόν με όσα είπαμε μέχρι τώρα να νομίση κανείς ότι ο Γέροντας ήταν ένας φιλόσοφος η και μεγάλος θεολόγος που ήταν απρόσιτος, απροσπέλαστος από και για τους ανθρώπους. Όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Όταν τον συναντούσες έβλεπες έναν ασκητή, με ενοποιημένη την ύπαρξή του, με την απλότητα και καθαρότητα της ζωής του, γενικά έβλεπες έναν γνήσιο και αυθεντικό άνθρωπο, απηλλαγμένον από παντός είδους πάθη, ανασφάλειες και συμβατικότητες.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος είχε πολλές εμπειρίες στην ζωή του, και ανθρώπινες και θεϊκές. Δεν είχε διάθεση να γράφη γύρω από τα θέματα αυτά, αλλά το έκανε όταν χρειάσθηκε.
Κατ’ αρχήν, χρειάσθηκε να εκδώση τα γραπτά του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, γιατί σε αυτά βρήκε σοφία ανώτερη από αυτή που συνάντησε στους φιλοσοφικούς κύκλους της εποχής του και στους θεολόγους που συνδέονταν με το Ινστιτούτο του αγίου Σεργίου. Και επειδή μερικοί δεν θα μπορούσαν να εκτιμήσουν το βάθος της διδασκαλίας του οσίου Σιλουανού, ακριβώς επειδή εκφερόταν με την απλότητα του λόγου του, γι α?τό χρειάσθηκε να κάνη μερικές αναλύσεις, ώστε να προσέξουν τον λόγο του οσίου Σιλουανού και οι θεολόγοι που μαγεύονται από τα προϊόντα του ανθρώπινου στοχασμού. Έτσι προήλθε το βιβλίο ο «Γέρων Σιλουανός ο Αθωνίτης» στο οποίο βλέπει κανείς όλα τα θέματα της ορθοδόξου ησυχαστικής παραδόσεως μέσα στα δεδομένα της εποχής μας.
Έπειτα, κλήθηκε να αναπτύξη σε διάφορα ακροατήρια θέματα ορθοδόξου πνευματικής ζωής, καθώς επίσης χρειάσθηκε να καθοδηγήση τους Χριστιανούς που του το ζητούσαν και γι’ αυτόν τον λόγο έγραψε διάφορα κείμενα, τα οποία αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλία.
Επομένως, η θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου είναι αυθεντική, αποκαλυπτική, ενώ η έκφρασή της επηρεάσθηκε από την έκφραση των φιλοσοφικών και θεολογικών ρευμάτων που συνάντησε στην ζωή του. Έκανε ο,τι έκαναν και οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας που είχαν προσωπική πείρα του Θεού και στην συνέχεια απάντησαν στις φιλοσοφικές και θεολογικές αναζητήσεις των ανθρώπων της εποχής τους, χωρίς να αλλοιώνεται ο θεολογικός λόγος. Τα άρρητα ρήματα και νοήματα μεταφέρονται με κτιστά ρήματα και νοήματα.
Όταν μελέτησα το βιβλίο του Γέροντος Σωφρονίου για τον όσιο Σιλουανό στην πρώτη έκδοσή του, αναπτύχθηκε μέσα μου η επιθυμία να τον γνωρίσω προσωπικά. Τον καιρό εκείνο ζούσε στην Αγγλία και αισθάνθηκα την επιθυμία να τον επισκεφθώ. Τότε βρισκόταν στην ηλικία των ογδόντα ετών, αλλά ήταν ακμαίος, δυνατός, παρά μερικές ασθένειες που τον ταλαιπωρούσαν. Δεχόταν όλον τον κόσμο, συζητούσε με τους ανθρώπους, εξομολογούσε, όχι βέβαια πολλούς, λειτουργούσε κάθε Κυριακή, πολλές φορές και το Σάββατο, έγραφε τα τελευταία βιβλία του, έτρωγε μαζί μας στην Τράπεζα της Μονής, έκανε συνάξεις στους μοναχούς, ταξίδευε κάποτε-κάποτε για να επισκεφθή άλλες κοινότητες που τον προσκαλούσαν, επισκεπτόταν σπίτια γνωστών του ανθρώπων στις πλησιόχωρες πόλεις κλπ. Ήταν ένας ζωντανός άνθρωπος και σκόρπιζε παντού αισιοδοξία.
Η εποχή εκείνη που μου αναπτύχθηκε η επιθυμία να επισκεφθώ τον Γέροντα ήταν μια δύσκολη εποχή. Είχα διαβάσει πολλά πατερικά κείμενα, αλλά αναζητούσα κάποιον που να ζη όλες αυτές τις πατερικές εμπειρίες στην προσωπική του ζωή, να είναι ενσαρκωμένη θεολογία. Επίσης, στα μέσα της δεκαετίας του ’70 ζούσαμε στην Ελλάδα μια μεγάλη εκκλησιαστική κρίση, με πολλές και οδυνηρές συνέπειες. Και τα δύο αυτά γεγονότα με ώθησαν να γνωρίσω τον Γέροντα Σωφρόνιο, αφού μάλιστα είχα διαβάσει το βιβλίο του για τον όσιο Σιλουανό και με είχε ενθουσιάσει. Πήγα, λοιπόν, στην Αγγλία για να τον συναντήσω για πρώτη φορά το έτος 1976, πριν είκοσι εννιά χρόνια. Παρέμεινα στο Μοναστήρι περίπου ενάμιση μήνα και στην συνέχεια κάθε καλοκαίρι και για δεκαεπτά χρόνια επισκεπτόμουν το Μοναστήρι και είχα πνευματική επικοινωνία με τον αείμνηστο μεγάλο Γέροντα.
Θα περιγράψω στην συνέχεια με συντομία μερικές σκηνές που έζησα κατά καιρούς, αλλά τις ζούσε και κάποιος που επισκεπτόταν το Μοναστήρι για να συναντήση τον Γέροντα.
α) Υποδοχή
Καθένας που πήγαινε στο Μοναστήρι αισθανόταν ότι οι μοναχοί τον υποδέχονταν, με εντολή του Γέροντα, ως μια μοναδική προσωπικότητα. Όταν ο Γέροντας γνώριζε την ώρα που θα ερχόταν ο γνωστός του, έβγαινε να τον προϋπαντήση και να τον χαιρετίση. Όταν το επληροφορείτο η έβγαινε από το σπιτάκι του η έστελνε κάποιον μοναχό για να του μεταφέρη την αγάπη του και να του εκφράση την χαρά του που έκανε τόσο μεγάλο ταξείδι για να έλθη κοντά του. Επίσης, έδινε εντολή να τον περιποιηθούν κατάλληλα και να τον κάνουν να αισθανθή σαν στο σπίτι του.
β) Θεία λειτουργία-προσευχή
Το κεντρικό σημείο της Ιεράς Μονής και του Γέροντα ήταν η θεία Λειτουργία και η κενωτική θυσία που βιώνει κανείς στην θεία Λειτουργία. Λειτουργούσε κάθε Κυριακή, πολλές φορές και το Σάββατο, και κοινωνούσε τις άλλες ημέρες που γινόταν η θεία Λειτουργία.
Όταν λειτουργούσε ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος όλος ο ψυχοσωματικός του κόσμος σαν σε γροθιά. Έβλεπε κανείς ότι ο νους του ήταν συγκεντρωμένος μέσα στην καρδιά. Δεν τολμούσες να τον κοιτάξης και προ παντός να του μιλήσης. Οι κινήσεις του ήταν ιεροπρεπείς και αργές και ευλογούσε τον κόσμο με επίγνωση του τι έκανε, βλέποντας όλους τους παρευρισκομένους με τα μάτια του και μεταδίδοντας σ’ αυτούς την Χάρη του Θεού. Οι εκφωνήσεις του λέγονταν σε τέτοιο τόνο και ρυθμό ώστε να μπορή άνετα να παρακολουθή ο νους τα λεγόμενα. Γιατί όταν κανείς ψάλλη πολύ γρήγορα η πολύ αργά, τότε ο νους αποσπάται. Τελικά, εκείνο που παρατηρούσε κανείς ήταν ότι ο Γέροντας προσευχόταν και με την λογική, λέγοντας τις ευχές, αλλά και με τον νου του που ήταν μέσα στην καρδιά. Πολλές φορές στην θεία Λειτουργία βυθιζόταν, ιδίως όταν κατά το αποστολικό ανάγνωσμα καθόταν λίγο στην καρέκλα για να ξεκουρασθή. Δεν επρόκειτο για σωματικό ύπνο, αφού είχε συνείδηση του τι γινόταν στον Ναό.
Η καθημερινή προσευχή, που είχε καθιερώσει να γίνεται στον Ναό, και πολλές φορές και εκείνος ήταν «παρών», γινόταν σε έντονα κατανυκτικό κλίμα που δημιουργούσε μετάνοια και αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Για δύο ώρες το πρωΐ και δύο ώρες το βράδυ μέσα στο Ναό με τον φωτισμό της κανδήλας, λεγόταν με το στόμα (κάποιος εκφωνούσε) η ευχή στον Χριστό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησον ημάς» και στην Παναγία: «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», σε διάφορες γλώσσες.
Η θεία Λειτουργία και η προσευχή αλλοίωνε όλη την ατμόσφαιρα της Ιεράς Μονής και ανέπτυσσε το εύκρατο κλίμα της γνήσιας μοναχικής ζωής.
γ) Τράπεζα
Όπως σε όλα τα Μοναστήρια έτσι και εκεί η ώρα της Τραπέζης ήταν ιερά. Η παρουσία του Γέροντα καθοριστική. Σύννους και σκεπτικός συντηρούσε το σώμά του με την απαραίτητη λίγη τροφή, με πολλή ευγένεια, αλλά η παρουσία του ήταν φωτεινή, πνευματική. Ενθυμούμαι πως κατά την διάρκεια της Τραπέζης αναπτυσσόταν σε όλους μετάνοια και πένθος καρδιακό. Το ανάγνωσμα, η διδασκαλία και η σεβάσμια παρουσία του Γέροντα δημιουργούσαν ένα βαθύ πνευματικό κλίμα.
Την πρώτη ημέρα ο επισκέπτης απολάμβανε την χαρά να κάθεται, κατά την ώρα της Τραπέζης, δίπλα στον Γέροντα, με δική του πρόσκληση, πριν από τους μοναχούς, έστω και αν ήταν λαϊκός. Αμέσως μετά, όμως, καταλάμβανε την θέση του μετά από όλους τους άλλους. Έλεγε ότι η πρώτη θέση είναι τιμητική γιατί δείχνει την τιμή που δείχνουμε στον φιλοξενούμενό μας, αλλά και η τελευταία θέση είναι τιμητική, γιατί φανερώνει ότι τον εντάσσουμε στην οικογένειά μας.
δ) Η φιλοξενία
Η φιλοξενία ήταν παραδειγματική, αρχοντική. Τον συγκινούσε το ότι κάποιος έκανε ένα μεγάλο ταξείδι για να πάη στο Μοναστήρι και παραδιδόταν ολοκληρωτικά σε αυτόν, ιδίως όταν είχε ακμαίες τις δυνάμεις του και καταλάβαινε ότι ο άλλος είχε ανάγκη μιας πνευματικής βοηθείας. Αν δεν μπορούσε να τον εξυπηρετήση προσωπικά, τότε του ζητούσε συγγνώμη. Αισθανόταν πολύ άβολα και σχεδόν αηδιαστικά όταν κάποιος τον επισκεπτόταν και στεκόταν απέναντί του με σεβασμό και τον θεωρούσε άγιο. Έλεγε ότι δεν επιθυμώ να με συναντούν και να με βλέπουν οι άνθρωποι ως άγιο.
Πολλές φορές έδινε εντολή σε αδελφούς της Ιεράς Μονής να ξεναγήσουν τον επισκέπτη τους στην γύρω από το Μοναστήρι περιοχή, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως την Οξφόρδη, στο Κόλτσιεστερ κλπ. Χαιρόταν υπερβολικά όταν ο επισκέπτης, μένοντας στο Μοναστήρι, αισθανόταν σαν στο σπίτι του. Κάποτε, βγαίνοντας από το σπιτάκι του, ήταν πολύ χαρούμενος και ανοίγοντας τα χέρια του, σαν μικρό παιδί, μου είπε: «Τελείωσα γράφοντας ένα κεφάλαιο.Τώρα είμαι όλος δικός σου. Κάνε με ο,τι θέλεις». Και, φυσικά, ακολούθησε μεγάλη θεολογική συζήτηση για το πρόσωπο και την υποστατική αρχή, από τα προσφιλή θέματα του Γέροντα.
Μια φορά, εκφράζοντας την αρετή της φιλοξενίας, με πήρε μαζί του για να επισκεφθούμε μια φιλική του οικογένεια σε μια γειτονική πόλη. Το έκανε κυρίως για να με ξεκουράση και να εκφράση τα φιλόξενα αισθήματά του.
ε) Αγάπη στους ανθρώπους
Η αγάπη του προς τους ανθρώπους που επισκέπτονταν το Μοναστήρι ήταν μεγάλη. Χαιρόταν που το Μοναστήρι ήταν πάντα ανοιχτό και οι μοναχοί δέχονταν τον κόσμο με μεγάλη χαρά και χωρίς να εκδηλώνουν κάποια δυσανασχέτηση. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι της εποχής μας είναι πονεμένοι από διάφορα αίτια και ως πονεμένοι είναι ευαίσθητοι σε κάθε στενοχώρια και έτσι εκφράζουν διάφορα παράπονα. Και γι’ αυτό έδειχνε την πλούσια αγάπη του, ιδίως στους πονεμένους και περιφρονημένους ανθρώπους.
Τις Κυριακές το Μοναστήρι ήταν ένας τόπος συνάντησης εκατοντάδων ανθρώπων, που μετά την θεία Λετουργία κινούνταν άνετα μέσα στον εσωτερικό χώρο της Μονής, έτρωγαν στην Μονή, οι περισσότεροι με τα φαγητά που έφεραν μαζί τους, κάτω από τα πανύψηλα δένδρα που βρισκόνταν στο εσωτερικό της, εξομολογούντο στους Πνευματικούς της Μονής, συμμετείχαν στην Παράκληση, άκουγαν την καθιερωμένη ομιλία.
Ιδιαίτερη αγάπη εξέφραζε στα μικρά παιδιά. Τα αγκάλιαζε, τους μοίραζε σοκολάτες, γιόρταζε τις εορτές τους, έδινε γλυκά και έψαλλε τον πολυχρονισμό τους και γενικότερα συμπεριφερόταν σαν μικρό παιδί, μιλώντας με τα παιδιά.
Πολύ συγκινούνταν με τους ανθρώπους εκείνους που βρίσκονταν στην κατάθλιψη, την στενοχώρια, από υπαρξιακές αγωνίες, και σε αυτούς που ασχολούνταν με την νοερά καρδιακή προσευχή, μέσα σε ένα κλίμα μετάνοιας. Επίσης, συγκινούνταν με τους νέους, τους αναρχικούς, τους πεινώντας και διψώντας την δικαιοσύνη του Θεού που περνούσαν ο,τι και εκείνος πέρασε στην ζωή του. Στεκόταν απέναντί τους με σεβασμό και έκανε τα πάντα για να τους βοηθήση.
στ) Συζήτηση - εξομολόγηση
Αφιέρωνε ώρες για να συζητήση διάφορα πνευματικά ζητήματα. Συνήθως είχε δύο τρόπους επικοινωνίας με τους ανθρώπους.
Ο ένας όταν ζητούσε κανείς να τον συναντήση και να συζητήση μαζί του ένα σοβαρό θέμα που τον απασχολούσε. Συνήθως δεχόταν το αίτημα και τον φώναζε όποτε ευκαιρούσε. Ρωτούσε πόσο καιρό θα μείνη στο Μοναστήρι και ρύθμιζε εκείνος τον χρόνο της συνάντησης, πολλές φορές τον έβλεπε και την προτελευταία ημέρα πριν να αναχωρήση από το Μοναστήρι. Όπως έχω καταλάβει, αυτό γινόταν μέσα σε ένα ιδιαίτερο σκοπό που είχε. Ήθελε να δοθή η δυνατότητα στον επισκέπτη να εισέλθη μέσα στην ατμόσφαιρα της Ιεράς Μονής, να προσλάβη όλο το πνεύμά της, να προσευχηθή, να εξομολογηθή στους πνευματικούς της Ιεράς Μονής, να τον συντρίψη το πνεύμα της μετανοίας που το ένοιωθε κανείς στην Μονή, να καθαρισθή ο νους του και έπειτα από όλα αυτά το χωράφι της ψυχής του ήταν έτοιμο για να δεχθή τον λόγο του.
Η συνάντηση γινόταν στο μικρό γραφείο της Ιεράς Μονής. Πριν αρχίσει την συζητήση και ενώ ακόμη ήταν όρθιος έκανε προσευχή, εκφωνώντας αργά και σταθερά το «Βασιλεύ ουράνιε…» για να ευλογηθή αυτή η συζήτηση. Όλα τα έθετε κάτω από την σκέπη και την ενέργεια του Θεού. Στην συνέχεια εκείνος έκανε μια μικρή εισαγωγή, εκφράζοντας την χαρά του που συναντιόνταν πάλι στο Μοναστήρι και τις περισσότερες φορές, χωρίς καν να το καταλάβη ο συνομιλητής, τον έφερε στο ερώτημα η το πρόβλημα που είχε και ήθελε να συζητήση μαζί του.
Και όταν ο συνομιλητής ήθελε να εξομολογηθή, ο Γέροντας έβαζε το πετραχήλι του με αργές κινήσεις, διάβαζε την σχετική ακολουθία με αργό ρυθμό και στην συνέχεια, αφού άκουγε την εξομολόγηση και έλεγε ένα θεόπνευστο θεραπευτικό λόγο, όχι απλή συζήτηση, αλλά ο,τι απεκάλυπτε ο Θεός, τον πρώτο λόγο που του φανέρωνε, διάβαζε την συγχωρητική ευχή, με κατάνυξη.
Αν η συζήτηση δεν είχε προσωπικό χαρακτήρα, αλλά επίσημο, τότε αμέσως μετά το μεσημβρινό φαγητό, προσκαλούσε μαζί με τον επισκέπτη και τον Ηγούμενο η άλλα μέλη της αδελφότητος σε κοινή συνάντηση, στην οποία μετά το καθιερωμένο ρόφημα ανέπτυσσε διάφορα θέματα, τις περισσότερες φορές θεολογικά και πνευματικά. Η ανάλυση του προσώπου-υποστάσεως, της αποκαλυπτικής φράσης «κράτει τον νου σου στον άδη και μη απελπίζου», η κένωση κατά την θεία Λειτουργία, ήταν από τα κεντρικά και αγαπητά θέματα των συζητήσεών του.
Ο άλλος τρόπος της συζητήσεως ήταν ευκαιριακός. Ήταν ευκαιριακός για τον επισκέπτη, αλλά για εκείνον μπορεί να ήταν και προγραμματισμένος. Συναντούσε τον επισκέπτη σε κάποιο χώρο της Μονής και του έλεγε: «πάμε μια βόλτα». Πολλές φορές για να έχη μεγαλύτερη σταθερότητα στις κινήσεις του, κυρίως όταν είχε πρόβλημα στην μέση του, αλλά περισσότερο για να δείξη την κοινωνία, την ενότητα και την αγάπη μεταξύ τους, κρατούσε «αγκαζέ» τον συνοδοιπόρο του. Άνοιγε την συζήτηση, και φυσικά ο συνομιλητής, ευρισκόμενος μπροστά στον πατερικό, παρακλητικό και γλυκύτατο λόγο που έβγαινε από τα χείλη του, απόσταγμα πνευματικής πείρας, δεν τολμούσε να αντιμιλήση, ούτε καν να ερωτήση και να συνεχίση με τον δικό του λόγο την συζήτηση. Δεν τον απηγόρευε ο Γέροντας, αλλά ο λόγος του καθήλωνε τον συνομιλητή του. Σε τέτοιους περιπάτους άκουσα λόγους του για την σχέση μεταξύ θείας Λειτουργίας και νοεράς προσευχής, για το εύρος και το πλάτος της μετάνοιας, για την μνήμη του θανάτου, για τον τρόπο βιώσεως της αυθεντικής εκκλησιαστικής ζωής, για την ποιμαντική διακονία των εγγάμων, για τις οικογένειες ανθρώπων, για την παιδαγώγηση των νέων, για τις διαφορές μεταξύ ακαδημαϊκών διδασκάλων και αγίων Πατέρων, για θεολογικά θέματα κλπ.
ζ) Επισκέψεις
Η ευαίσθητη καρδιά του προς όλο τον κόσμο τον έκανε να προσεύχεται για τους ανθρώπους που κατοικούν σε όλη την γη, για τον κόσμο. Κυρίως προσευχόταν για τους ανθρώπους εκείνους που είχαν μαζί του μια πνευματική επικοινωνία, πολύ περισσότερο όταν βρίσκονταν σε θλίψη η ασκούνταν στην νοερά προσευχή η είχαν διάθεση για μοναχική ζωή, η βρίσκονταν στο πνευματικό στάδιο της άρσεως της θείας Χάριτος. Συνεχώς ενδιαφερόταν γι’ αυτούς αρρενωπά.
Πολλές φορές έκανε επισκέψεις σε ανθρώπους που του ζητούσαν την βοήθειά του, η αντιλαμβανόταν ο ίδιος ότι είχαν ανάγκη. Πήγαινε στα σπίτια των ανθρώπων για να τους πη κάποιο λόγο παρηγορητικό, επισκεπτόταν ασθενείς στα Νοσοκομεία, αλλά πήγαινε και σε κοινότητες που αναζητούσαν να ζήσουν την πνευματική ζωή.
η) Αγάπη στην φύση
Αγαπούσε την φύση, το δημιούργημα του Θεού, και ήθελε να βλέπη περιποιημένο τον περιβάλλοντα χώρο της Μονής και σεβόταν κάθε χορταράκι, αφού ήταν καρπός της δημιουργικής ενεργείας του Θεού.
Ήθελε να φυτεύωνται δενδράκια στο Μοναστήρι. Ο ίδιος εντόπιζε τον χώρο που θα φυτεύονταν διάφορα δένδρα και καθόριζε ποιό είδος δένδρων θα φυτευόταν. Σε μια περίπτωση βγήκε για να χαρή με το να μας βλέπη να φυτεύουμε δενδράκια. Τόσο χάρηκε ώστε μας κάλεσε στο σπιτάκι του για να μας δώση ένα αναψυκτικό.
θ) Αίσθηση του χιούμορ
Λένε ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός αγίου είναι ότι έχει αίσθηση του χιούμορ. Έγιναν μελέτες στα πατερικά κείμενα και βρήκαν πολλά τέτοια παραδείγματα. Αυτό το βλέπουμε ιδιαίτερα στις επιστολές του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αλλά και σε συγχρόνους αγίους, όπως τον π. Παΐσιο. Αυτό το χιούμορ είχε και ο Γέροντας Σωφρόνιος.
Όπως είπαμε προηγουμένως, στενοχωριόταν και δεν είχε καμμιά διάθεση να συνεχίση την συζήτηση με άνθρωπο που τον πλησίαζε με την αίσθηση ότι συνομιλεί με έναν άγιο. Αν συνέβαινε αυτό, σταματούσε την συζήτηση και προφασιζόταν κάτι για να φύγη. Χρησιμοποιούσε πολύ έξυπνες φράσεις, που είχαν μέσα τους το στοιχείο της χαράς, αλλά και της λεπτής διδασκαλίας, γελούσε με την καρδιά του από κάτι που έλεγε η άκουγε. Μερικές φορές συμπεριφερόταν με μια παιδική απλότητα, χωρίς να γίνεται παιδί. Είχε όλα τα γνωρίσματα του παιδιού μέσα στην σοφία ενός μεγάλου ανθρώπου.
Όταν περπατώντας μέσα στα δρομάκια της Μονής συναντούσε κάποια ομάδα γνωστών του ανθρώπων η παιδιών, τους πλησίαζε η τον πλησίαζαν και τους έλεγε διδακτικές ιστορίες, οπότε από τον χαρούμενο θόρυβο αντιλαμβανόμασταν όλοι ότι εκεί βρίσκεται ο Γέροντας.
ι) Αποχαιρετισμός
Όταν έμενε κανείς ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ιερά Μονή και έμπαινε μέσα στην ατμόσφαιρά της, τότε εθεωρείτο μέλος της οικογένειας αυτής. Οπότε, η ημέρα του αποχαιρετισμού ήταν συγκινητική.
Συγκεντρώνονταν όλοι οι μοναχοί, μαζί με τον Γέροντα στον Ναό της Ιεράς Μονής και γινόταν μια σχετική ακολουθία, με την οποία απηύθυναν δεήσεις για να ευλογήση ο Θεός το ταξείδι, διάβαζαν δε και το κατάλληλο ευαγγελικό ανάγνωσμα και την ανάλογη ευχή.
Μετά από την ακολουθία αυτή έβγαιναν όλοι στον δρόμο όπου βρίσκονταν το αυτοκίνητο με το οποίο επρόκειτο να ταξιδεύση ο άνθρωπος εκείνος. Τον ασπάζονταν όλοι, του έδιδαν κάποια ευλογία, μερικές φορές όταν το ζητούσε ο επισκέπτης φωτογραφίζονταν για να υπάρχη ανάμνηση και όταν το αυτοκίνητο απομακρυνόταν από την Ιερά Μονή, όλοι, με κορυφαίο τον Γέροντα Σωφρόνιο, χαιρετούσαν με τα χέρια τους, για πολλή ώρα, έως ότου εξαφανιζόταν το αυτοκίνητο σε μια στροφή του δρόμου, και μάλιστα μερικοί έβγαζαν τα μαντήλια και χαιρετούσαν τον αναχωρούντα επισκέπτη ανεμίζοντάς τα.
Κανείς δεν μπορούσε να μείνη ασυγκίνητος από τον τρόπο με τον οποίο γινόταν ο αποχωρισμός και, βεβαίως, καμμιά καρδιά δεν έμενε ασυγκίνητη μπροστά στην ζεστή αυτή έκφραση της αγάπης.
Στα περιστατικά αυτά που περιέγραψα πιο πάνω ήμουν αυτόπτης μάρτυρας και γι’ αυτό η περιγραφή είναι αυθεντική. Μπορούσαν να συμβούν σε διάφορες μέρες και περιόδους. Αλλά θα μπορούσαν να συμβούν όλα αυτά μέσα σε μια μόνον ημέρα. Οπότε, αυτά δείχνουν ένα καθημερινό πρόγραμμα του Γέροντος Σωφρονίου.
Μια φορά μου έλεγε χαρακτηριστικά. «Στο Μοναστήρι μας συμβαίνει ο,τι και με το τυπικό της Εκκλησίας. Υπάρχει το βασικό βιβλίο της Παρακλητικής στο οποίο περιέχονται τροπάρια κάθε ημέρας στον ιδιαίτερο ήχο, αλλά συγχρόνως εναλλάσσονται και τα τροπάρια του Μηναίου, από τον εορταζόμενο άγιο της ημέρας. Έτσι συμβαίνει και στο Μοναστήρι μας. Η παρακλητική, μια σταθερή βάση, είμαστε εμείς, αλλά κάθε ημέρα προστίθενται και νέοι επισκέπτες. Δεν μας αλλάζουν το πρόγραμμα, αλλά εκείνοι παίρνουν κάτι από μας και έτσι αναπέμπεται η καθημερινή μας δοξολογία στον Θεό».
Και μου κάνει τεράστια εντύπωση το γεγονός ότι ένας τέτοιος μεγάλος θεολόγος της εποχής μας, ο οποίος γνώρισε κορυφαίους θεολόγους και φιλοσόφους, αλλά κυρίως αξιώθηκε, όπως φαίνεται στα κείμενά του, να αποκτήση μεγάλη εμπειρία του Θεού, και έφθασε μέχρι την θεωρία του ακτίστου Φωτός, να είναι τόσο πλησίον μας, να συμπεριφέρεται με τόσο απλό και ανθρώπινο τρόπο. Είναι σαν να βλέπης τον Χριστό, τηρουμένων των αναλογιών, την μια στιγμή να μεταμορφώνεται στο Όρος Θαβώρ και την άλλη να βρίσκεται μεταξύ των ανθρώπων και να απαλύνη τον πόνο τους· την μια στιγμή να ψάλλη με τους μαθητάς Του και ύστερα από λίγο να σταυρώνεται· την μια στιγμή να διδάσκη και στην συνέχεια να παίρνη στην αγκαλιά του τα παιδάκια και να τα ευλογή· την μια στιγμή να είναι ελεγκτικός στους Γραμματείς και Φαρισαίους και την άλλη να αφήνη την πόρνη γυναίκα να του πλένη τα πόδια και να της συγχωρή τις αμαρτίες της.
Αγαπητοί μου,
Όσο και να μιλήσω δεν μπορώ να παρουσιάσω τον Γέροντα Σωφρόνιο, την θεολογία του και τον τρόπο με τον οποίο πλησίαζε τους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν από όλον τον κόσμο. Ο ίδιος μιλούσε τέσσερες γλώσσες (ρωσσική, γαλλική, ελληνική και αγγλική), είχε και μεγάλη πνευματική πείρα και μπορούσε να αντιλαμβάνεται άριστα τους ετεροδόξους και τους αλλοδόξους, τους αθέους και τους πιστούς, τους ευσεβείς και τους αναρχικούς, τους νέους και τους γέρους, τους λαϊκούς και τους κληρικούς, τους κοσμικούς και τους μοναχούς.
Και κάποτε ήλθε ο καιρός ο πνευματικός αυτός ήλιος να δύση η μάλλον να ανατείλη στην Βασιλεία του Θεού, την οποία γνώρισε από τις επανειλημμένες επισκέψεις του. Και κοιμήθηκε όπως δίδασκε, προσευχόταν, λειτουργούσε.
Όταν αισθάνθηκε το τέλος του είπε: «όλα τα έχω πει στον Θεό. Τελείωσα ο,τι είχα να κάνω. Τώρα πρέπει να φύγω». Έστειλε γράμμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, κάτω από την κανονική δικαιοδοσία του οποίου βρίσκεται η Ιερά Μονή του, για να ζητήση την ευχή του για να απέλθη «προς το ποθούμενο Φως της Χριστού Αναστάσεως» . Α?τό δείχνει και το εκκλησιαστικό του φρόνημα. Λίγο πριν κοιμηθή είπε: «δεν μπορώ να περιμένω άλλο». Έδωσε τις οδηγίες του στα πρόσωπα της Ιεράς Μονής, απηύθυνε τις τελευταίες διδασκαλίες του και τους χαιρέτισε όλους. Σταύρωσε τα χέρια του και παρέμεινε πάνω στο κρεββάτι, προσευχόμενος και ετοιμαζόμενος για την συνάντηση με τον ποθούμενο Χριστό.
Όταν τον είδα στο φέρετρο κατά την εξόδιο ακολουθία, διέκρινα ότι είχε την ίδια στάση, την ίδια έκφραση που είχε όταν προσευχόταν και κυρίως όταν λειτουργούσε, ακόμη και όταν δίδασκε και φανέρωνε τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Και αυτό έδειχνε την ενοποίηση που έγινε στην ζωή του μεταξύ θεωρίας και πράξεως, μεταξύ ερήμου και κοινωνίας, μεταξύ θείας Λειτουργίας και ιεράς ησυχίας, μεταξύ σιωπής και κοινωνικής συμπεριφοράς, μεταξύ ζωής και θανάτου. Στο φέρετρο φαινόταν σαν να προσεύχεται και να λειτουργή. Τα χέρια του είχαν το χρώμα του κεχριμπαριού, σαν να έβγαινε φως μέσα από αυτά και ευλογούσαν. Έτσι, ως λειτουργός Ιερεύς, από τον κτιστό Ναό εισήλθε στον άκτιστο Ναό, από την κτιστή Εκκλησία στην άκτιστη Εκκλησία. Και από εκεί μας ευλογεί, προσεύχεται και μας περιμένει.
Και κάτι ακόμη. Μια μητέρα πήγε το παιδί της στο Λονδίνο για να κάνη εγχείριση, επειδή αποδεδειγμένως, ύστερα από ειδικές εξετάσεις έπασχε από καρκίνο. Οι ιατροί του Νοσοκομείου της είπαν να εισαχθή την άλλη ημέρα στο Νοσομείο για εγχείριση. Όμως η μητέρα την ημέρα εκείνη θέλησε να επισκεφθή τον Γέροντα για να λάβη την ευχή του, επειδή είχε ακούσει πολλά γι’αυτόν. Όταν πήγε στο Μοναστήρι ήταν η ημέρα της εξοδίου ακολουθίας του. Δεν κατάλαβε τίποτε και ζήτησε να δη τον Γεροντα.
Όταν της είπαν ότι έχει κοιμηθή και εκείνη την ημέρα θα γινόταν η κηδεία του άρχισε να κλαίη απαρηγόρητα. Τότε κάποιος μοναχός της είπε να περάση το παιδί της κάτω από το φέρετρο. Ήμουν αυτήκοος μάρτυς του γεγονότος. Πράγματι, πέρασε το παιδί κάτω από το φέρετρο, όπως πολλά παιδιά περνούν κάτω από τον Επιτάφιο την Μεγάλη Παρασκευή. Την άλλη ημέρα που εισήχθηκε στο Νοσκομείο για την επέμβαση και του έκαναν τις τελευταίες εξετάσεις, διεπίστωσαν ότι παραδόξως ήταν τελείως καλά, δεν είχε κάποιο πρόβλημα και έτσι εξήλθε από το Νοσοκομείο τελείως καλά, χωρίς να του γίνη κάποια θεραπεία.
Το θαυματουργικό αυτό γεγονός ήταν επισφράγιση της τεθεωμένης ζωής του Γέροντος Σωφρονίου, του μεγάλου αυτού θεολόγου και πνευματικού πατρός, του οικουμενικού διδασκάλου.
Να έχουμε την ευχή του.
http://www.parembasis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου