Ό παλαιός άνθρωπος δε θά μας απασχολεί
Γιά νά κόβουμε τά πάθη μας, ό Παππούλης μού είπε μιά μέρα τό έξης παράδειγμα:
Έχουμε, παιδί μου, έναν κήπο που υπάρχουν φυτρωμένα λουλούδια άπό τή μιά μεριά, και αγκάθια άπό τήν άλλη. Υπάρχει και μιά βρύση σ' αυτό τό μέρος πού τά ποτίζει. Όταν έχουμε γυρισμένο τό νερό τής βρύσης προς τή μεριά των λουλουδιών, θά μεγαλώσουν τά λουλούδια. Και τά αγκάθια, λόγω έλλειψης νερού, θά ξεραθούν. Έτσι πρέπει νά κάνουμε και μέ τις πράξεις μας. Όταν συνεχώς πράττομε τό καλό, σιγά σιγά θά έκλείψουν οί κακές συνήθειες μας, Ό παλαιός άνθρωπος πού υπάρχει μέσα μας θά φωλιάσει στον κρυψώνα του και δε θά μας απασχολεί. Για νά γίνει όμως αυτό, χρειάζεται αδιάλειπτη προσευχή και αγώνας για την αρετή».
"Οταν ξημερώσει, τό σκοτάδι φεύγει
Ο Γέροντας έξαγιαζόταν αγαπώντας. Μιά μέρα μού είπε: «Όταν αγαπούμε τό Χριστό, τα αμαρτωλά μας πάθη υποχωρούν μόνα τους, χάνουν τή δύναμη τους μπροστά στή δύναμη της αγάπης. Όταν ξημερώσει και φωτίσει τό δωμάτιο μας ό ήλιος, τό σκοτάδι φεύγει, δεν μπορεί νά μείνει». [Γ 427]
Ή αγάπη του Χριστού διώχνει τα πάθη
0"σο αυξάνεται ή αγάπη τοΰ Χριστού, τόσο μειώνονται τά πάθη* κι όσο μειώνονται τα πάθη, τόσο αυξάνεται ή αγάπη για τόν Χριστό. Είναι όπως μιά ζυγαριά. Κατάλαβες;
Δέν σού λέω απλώς ν' αγαπήσεις τόν Χριστό, αλλά νά τόν ερωτευτείς.
- Γέροντα, πώς θα αγαπήσω τόν Χριστό;
- Με τήν ταπείνωση!
- Και πώς θά ταπεινωθώ;
- Νά κάνεις υπακοή.
- Και πώς νά κάνω υπακοή;
- Δεν ξέρεις πώς νά κάνεις υπακοή; (Έδώ αγρίεψε λίγο.) Όλοι οί Πατέρες τό λένε κι οί Γραφές τό γράφουν και λές «Πώς νά κάνω υπακοή;»
"Αν σέ είχα μπροστά μου, θά σού έδινα τρία χαστούκια, νά δεις!
- Στείλτε τα τηλεφωνικώς, Γέροντα!
Κάπου εδώ τελείωσε αυτός ό υπέροχος και θαυμαστός διάλογος με τό Γέροντα. Ή τηλεφωνική εμπειρία έμεινε ανεξίτηλη στή μνήμη τοϋ άδελφοϋ, στον όποιο εδραιώθηκε ή πεποίθηση γιά την αγιότητα τοϋ Παππούλη και αυξήθηκε ή ευλάβεια προς τό πρόσωπο του. Σήμερα, μετά άπό τόσα χρόνια, είναι μοναχός.
Πρόλαβα και δεν οργίστηκα
Νά σας πω ένα δικό μου, συνέχισε ό Γέροντας. Μιά μέρα, (έχω εδώ ένανε ό όποιος δέν μοϋ κάνει υπακοή καθόλου), λοιπόν μιά μέρα τοΰ λέω: "Ακουσε, παιδί μου, νά κάνεις αυτό. Αέει: Όχι, δέν μπορώ να τό κάνω αυτό. Του λέω: Σε παρακαλώ, κάν' το προς χάριν μου. ("Ητανε κάποια ανάγκη νά μοϋ κάνει, καταλάβατε;) Και έκεϊ λοιπόν πού τοϋ έλεγα, αυτός, μοϋ λέει: Αυτό δέν τό επιτρέπει ή επιστήμη, δέν είναι έτσι πού τό λέγεις. Δέν μπορώ έγώ νά τό κάνω. Ή επιστήμη τό λέει έτσι. Τοϋ λέω: Ρέ παιδί μου, την επιστήμη θά κοιτάξουμε τώρα; Κάνε μιά υπακοή σέ μένα. "Όχι, μοϋ λέει, δέν μπορώ". Εκείνη τή στιγμή λοιπόν πάει, νικήθηκα και μοϋ ήρθε ν' αγανακτήσω. Αλλά έκεϊ πού πήγε νά μέ κάνει έτσι γιά νά αγανακτήσω, έκανα έτσι: Θεέ μου συγχώρεσε με και δός φώτιση στον άνθρωπο σου, στην ψυχή πού τήν κατέχει ό πειρασμός. "Αρχισα νά προσεύχομαι και νά συγκινούμαι! Δηλαδή τό μυστικό είναι... εκεί πού ήταν νά ξεσπάσει έτσι, τό πρόλαβα και δέν οργίστηκα. Είναι δική μου αυτή, ή... αυτή θέλω νά πω, ή πείρα. Πώς νά τό πώ... κακό είναι πού τό λέω;». [Από τό φυλλάδιο μέ κασέτα, Τό πνεύμα τό όρθόδοξον είναι τό αληθές, σ. 41].
πηγη
Ωραίο.
ΑπάντησηΔιαγραφή