5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
Χαριτίνης, Μαμελχθάς, Ερμογένους
Ιερομάρτυρα, Ιωάννου Επισκόπου, Ευδοκίμου Νεοφανούς, Μεθοδίας Κιμώλου, Πέτρου,
Αλεξίου και Ιωνά Θαυματουργών.
Αγία Χαριτίνη
Πεντε του μηνός Οκτωβρίου γιορτάζει η αγία
μάρτυς Χαριτίνη. Ηταν απο τη Ρώμη. Εζησε και ελαμψε στα χρόνια του
Διοκλητιανού, όταν ήταν εκεί επαρχος ενας Δομετιος, σκληρός διώκτης των
χριστιανών. Ηταν υπηρετρια σε κάποιον Κλαύδιο, ο οποίος ήταν αγαθότατος
άνθρωπος. Εμαθε ο κόμης Δομετιος για την ύπαρξη της Χαριτίνης και το πως ήταν
χρι-στιανή. Κι εστειλε γράμμα στον Κλαύδιο να την στείλει σ' εκείνον, να την
ανακρίνει. Να την εξετάσει. Μόλις το πήρε ο Κλαύδιος, φόρεσε τρίχινα ενδύματα
και καθότανε κι εκλαιγε, γιατί κατάλαβε πολύ καλά πως δεν θα ξανάβλεπε τη
Χαριτίνη. Και προσπαθούσε να μην τη στείλει. Να την αποκρύψει. Να την
φυγαδεύσει. Εκείνη, όμως, γενναία και ηρωική, τι του λεει; Ασε, αφεντη μου, σ'
ευχαριστώ πάρα πολύ που μ' αγαπάς και με φροντίζεις. Και μ' εχεις σαν παιδί σου
και παραπάνω ακόμα. Σε παρακαλώ, άσε να πάω να μαρτυρήσω. Και η θυσία μου στον
Χριστό θα εξιλεώσει και τις δικες μου αμαρτίες, αλλά και τις δικες σου». Κι
εκείνος τότε της είπε: «Καλή ψυχή, να πας. Καλόν αγώνα. Καλό μαρτύριο.
Κι αν
φτάσεις στον Κύριο, πεσ Του δυο κουβεντες και για μενα. Το εχω ανάγκη και το
χρειάζομαι. Καν' το, σε παρακαλώ.» Πήγε, λοιπόν, η αγία Χαριτίνη, αγαλλομενω
ποδί, και με φρόνημα ηρωικό και γενναίο. «Γυναίκα ανδρεία τις ευρήσει;» Τη
ρώτησε ο Δομετιος ο κόμης, αν είναι χριστιανή, κι απάντησε θαρραλεα: «Ναί. Εγώ
πιστεύω στον Χριστό μου, που είναι ο αληθινός Θεός. Και θα πιστεύω μεχρι το
τελος.» Εκείνος οργίστηκε και διεταξε τους δημίους να την τιμωρήσουν. Να την
βασανίσουν τόσο πολύ, που να κατορθώσουν να την αλλάξουν. Να της αλλάξουν την
πίστη. Της ξύρισαν το κεφάλι και πασπάλισαν στην κεφαλή της αναμμενα κάρβουνα.
Δύσκολα πράγματα. Και ύστερα της εδεσαν μια πετρα στον λαιμό και την πεταξαν
στη θάλασσα. Τι εχει δει η καημενη θάλασσα! Πόσους αγίους εχει δεχτεί και
πόσους αμαρτωλούς! Εχει αγιάσει κι εκείνη. Κι εχει ευλογηθεί. Αλλά, άγγελος
Κυρίου την ελυσε και ξαναγύρισε στον Δομετιο.
Την είδε εκείνος μπροστά του.
Αλλά δεν συγκινήθηκε. Ηταν σκληρή η ψυχή του, σαν πετρα. Αυτή είν' η πώρωσις
της ψυχής. Αν την αφήσει η χάρη του Θεού και μείνει μόνιμη στο κακό, τότε να
κλαίμε αυτους τους ανθρώπους. Και διεταξε πάλι βασανιστήρια. Δεν θάς σας τα πω.
Είναι τόσο φρικτά, τόσο φοβερά και τόσο μεγάλα κι ανυπόφορα, που θαυμάζει
κανείς πως άντεξε αυτή η νεαρότατη ύπαρξη. Τη βοήθησε ο Χριστός, σίγουρα, άλλα
κι εκείνη εδειξε μεγάλη δύναμη, μεγάλη αγάπη και ισχυρή θεληση. Και τα ευλόγησε
αυτά ο Κύριος και μπόρεσε και άντεξε. Στα τελευταία μαρτύρια, που της ξερίζωσαν
νύχια και πόδια και της εκοψαν τα δάχτυλα, η αγία δεν άντεξε άλλο. Και παρεδωκε
το πνεύμα της στον φιλάνθρωπο Χριστό, που 'ταν κοντά της και την ενίσχυε. Κι
ανεβηκε στη βασιλεία, του Θεού, να προσευχηθεί και για τον Κλαύδιο και για
όλους μας. Κι ελαβε, όπως λεει ωραιότατα το Συναξάρι, τον αμάραντον στεφανον
της Θείας δόξης.
Αγιος Κοσμάς
Την ίδια μερα, 5 του Οκτωβρίου, εχει και
μια οπτασία φoβερά το Συναξάριο, ενός Κοσμά μονάχου, που εζησε στην
Κωνσταντινούπολη, αρχικά, τον 10ο αιώνα, κι ήταν αυλικός στον Ρω-μανό τον Α',
τον Λεκαπηνό. Και υστερα πήγε κι εγινε μοναχός στον Σαγγάριο ποταμό, στη
Μικρασία. Που αλλού; Κι αρρώστησε, κάποια φορά, όντας μοναχός, και αρρώστησε
βαρειά, κι εφτασε σε δύσκολη κατάσταση. Κι ενα απόγευμα, εκεί που τον
παράστεκαν οι αδελφοί, ήταν η ώρα, μάλλον πρωί ήτανε, εννεα το πρωί, περιήλθε
σε εκσταση. Και ελειπε για εξι ώρες. Μεχρι τις τρεις το απόγευμα. Τον πήρε ο
Κύριος στην άλλη ζωή. Να τα δει όλα. Μόλις βγήκε, δαίμονες τον περιεβαλαν και
τον φοβερισαν. Κι εφθασε, λοιπόν, στην πύλη της αιωνιότητος. Μπροστά εκεί
καθόταν ενας φοβερός δαίμονας, που απειλούσε τους πάντας. Κι αυτός εφοβήθηκε
και τα χρειάστηκε, ο Κοσμάς. Αλλά, τότε βγήκαν, ετσι, σαν απο Θεία αποστολή,
δυο λευκοφορεμενοι, δυο κατάλευκοι άγιοι. Κι απο την εικόνα τους, που 'χε δει
στη γη, κατάλαβε πως είναι οι απόστολοι Ιωάννης και Ανδρεας. Μπήκαν, λοιπόν,
στην αιώνια ζωή, κι εφτασαν σε μια πεδιάδα, που 'χε πολλά-πολλά σπιτάκια.
Προχώρησαν σε μια πανεμορφη κοιλάδα και βρήκαν ενα γεροντα μεγαλοπρεπή με
αναρίθμητα παιδάκια.
Και προχώρησαν, ακόμη, κι εφτασαν σ' εναν κάμπο με ελιες
κι εκεί, κάτω απο κάθε ελιά, καθόταν σε μια ωραία κλίνη, πανεμορφη, κι απο ενας
άνθρωπος. Καθώς τους κοίταζε, ανεγνώρισε αρκε-τούς. Συγχωριανούς του,
συμπολίτες του απο τη Βασιλεύουσα, αλλά και μοναχούς απο την μονή του, που 'χαν
φύγει. Προχώρησε παρά μεσα, ακόμη, κι είδε μια πόλη ουράνια. Χωρίς εγκατοίκους.
Προχώρησε και πιο μεσα, και πήγε κι είδε μια τράπεζα. Εκεί ήταν πολλοί και
διάφοροι και γνωστοί του. Αλλά και σεβάσμιοι. Είναι το τραπεζι της Θείας
Βασιλείας. Τον εβαλαν να καθήσει κι εκείνον. Κι ύστερα ήλθαν δυο υπηρετες ουράνιοι
κι είπαν στους αποστόλους που τον συνόδευαν, ξεχασα να σας πω, και μεσα στον
παράδεισο. Αυτόν να τον ξαναπάτε εκεί που τον πήρατε. Γιατί στο μοναστήρι και
στα περιξ κλαίνε πικρά οι δικοί του. Και παρακαλούν τον Χριστό να μην τον
πάρει. Κι ο Χριστός τους λυπήθηκε, γι' αυτό να τον ξαναπατε πίσω.» Και τον
ξαναπήγαν. Περασε απο άλλα μερη, περασε κι απο την κόλαση. Απο τη λίμνη του
πυρός την καιομενη. Ο,τι λεει το ευαγγελιο είν' αλήθεια. Κι ακόμη περισσότερα,
αδελφοί. Κι εκεί είδε τα βάσανα των ανθρώπων, που 'χαν μεταβεί στην κόλαση.
Περασε στο τελος κι απο τον Αβραάμ.
Ο Αβραάμ τον είδε, τον ασπάσθηκε, του εδωσε
ενα ποτήρι κρασί, γλυκύτατο, να το πιει, και τρία κομμάτια ψωμί ξερό. Ηπιε το
ποτήρι, με το κρασί, κι εφαγε, εβρεξε, και το ενα κομμάτι, τα άλλα τα 'βαλε
στον κόρφο του. Και βγήκε. Τον εφεραν πάλι. Και εξήγησε στους πατερες ο,τι
μπορούσε να εξηγήσει. Που ήταν τόσες ώρες κι ελειπε. Που είχε αυτή την οπτασία,
αυτή τη μετάβαση. Α, ναί... Και του είπανε, οι δυο άγγελοι, είπαν στους
αποστόλους, αντί για τον Κοσμά, θα πάρετε τον μοναχό Αθανάσιο στη μονή
Τραϊανού. Ηταν κοντά εκεί, στη μονή του Σαγγαρίου, στο μοναστήρι του αγίου
Κοσμά. Και πράγματι, όταν συνήλθε, πήγαν στη μονή και ρώτησαν την ώρα που πήγαν
να ρωτήσουν, εβγαζαν πεθαμενο τον Αθανάσιο. Και ρώτησε τι ώρα πεθανε. «Στις
τρεις η ώρα.» Οταν το ελεγαν στον παράδεισο αυτοί οι άγγελοι στους αποστόλους,
«Θα πάρετε τον Αθανάσιο», την ώρα ακριβώς εκείνη, πήγαν και τον πήρανε. Κι ο
Κοσμας εζησε μετά, ξερετε πόσα χρόνια; Τριάντα. Τριάντα χρόνια. Κι εγινε και
ηγούμενος, εγινε και ενώθηκαν τα δυο μοναστήρια, —περνάει και ο χρόνος— λοιπόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου